Κείμενα: Τάσος Βαρούνης, Γιώργος Παπαϊωάννου
Ξεκινάμε από τα αυτονόητα. Ένας άνθρωπος το πρωί ζούσε και το απόγευμα δεν υπήρχε. Στην Ομόνοια, στο κέντρο της Αθήνας. Αυτό δεν έπρεπε να έχει συμβεί, δεν ήταν λογικό να συμβεί, μπορούσε να μην έχει συμβεί. Δεν κλείστηκε κάπου με 40 ομήρους κι ένα οπλοπολυβόλο, δεν μπήκε σε ένα σχολείο με καλάζνικοφ και το χέρι στη σκανδάλη. Όλες οι μαρτυρίες –άλλες κάνουν λόγο για ληστεία, άλλες περιπλέκουν τα πράγματα λέγοντας ότι ζαλισμένος ή φοβισμένος από κάτι, έμπαινε σε μαγαζιά, καταλήγοντας στο κοσμηματοπωλείο– συνομολογούν ότι τρίκλιζε, ήταν αδύναμος, δεν μπορούσε καν να σηκώσει έναν πυροσβεστήρα.
Δεν είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα, δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε καν (ακόμα;) ληστέψει. [UPDATE – 3/10/2018: Μαρτυρίες και βίντεο που έρχονται στη δημοσιότητα μετά τη δημοσίευση του άρθρου, φέρνουν πλέον στο προσκήνιο το σενάριο να μην υπήρξε πράγματι καν απόπειρα ληστείας ή κλοπής]. Το πιο εύκολο πράγμα θα ήταν μετά τον εγκλωβισμό του, αυτός ο άνθρωπος να έχει προσαχθεί. Χωρίς τον αγριανθρωπισμό που παρακολουθήσαμε. Χωρίς κλοτσιές και μπουνιές. Χωρίς αστυνομικούς να τον κλωτσάνε (λιπόθυμο; Ήδη νεκρό;). Δεν κλοτσάς κάποιον που έχει παραδοθεί, δεν πατάς στο κεφάλι κάποιον που έχεις ήδη συλλάβει. Είναι τα αυτονόητα.
Υπάρχουν και πράγματα, επίσης σημαντικά, πέρα από τα αυτονόητα. Το γεγονός δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο από την ευρύτερη πόλωση που καλλιεργείται στοχευμένα στην ελληνική κοινωνία. Ένας ακόμα «μικροεμφύλιος», τόσο βολικός για τους σημερινούς και τους επίδοξους κυβερνώντες, τροφοδοτήθηκε. Από τη μια οι κραυγές εναντία στα «πρεζάκια», τους περιθωριακούς, τα «σκουπίδια». Από την άλλη, φωνές που ακούγονται λιγότερο τρομακτικές, αλλά είναι επίσης επικίνδυνες και αλληλοτροφοδοτούνται με τις πρώτες: Η «σάπια συντηρητική κοινωνία», οι «μικροαστοί – δολοφόνοι», οι «Ελληναράδες – συνένοχοι». Αδιακρίτως. Προχτές κάποιοι έσπασαν στα τυφλά τα παρακείμενα μαγαζιά. Χαράς ευαγγέλια για τους μηχανικούς του κοινωνικού αυτοματισμού.
Η ανθρωπιά πρέπει να ανθίσει. Είναι κορυφαίο ζήτημα. Η κοινωνία δεν θα λύσει τα προβλήματά της ούτε με τη βία, ούτε με τον αγριανθρωπισμό. Όμως, αυτό δεν είναι θέμα καλών προθέσεων. Η ελπίδα δεν μπορεί να γεννηθεί στην έρημο.
Η πόλωση ανάμεσα στις δύο αυτές αντιλήψεις, επενδύεται –προσπαθείται να επενδυθεί– στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Από τη μια, η παράταξη που θα φέρει την τάξη και την ασφάλεια, θα λύσει όλα τα θέματα με το στιβαρό χέρι του νόμου. Από την άλλη, η παράταξη που δείχνει «ευαισθησία», σέβεται τα δικαιώματα, απορρίπτει το μίσος και τη μισαλλοδοξία. Φούμαρα… Γιατί, αν δεν αφεθούμε στον «ολοκληρωτισμό των ρητορικών» (βλ. πιο κάτω) και προσγειωθούμε στον πραγματικό κόσμο, όπου πέρα από λόγια και προθέσεις υπάρχουν πράξεις και συνέπειες, θα δούμε αμέσως ότι και οι δυο έχουν δουλέψει για το ίδιο κοινωνικό μοντέλο. Γιατί η γενικευμένη εξαθλίωση σε κάθε επίπεδο, η ανέχεια (που δεν οδηγεί αυτομάτως στον αγριανθρωπισμό, αλλά υπό κάποιες συνθήκες είναι λίπασμα γι αυτόν), η διάλυση δεσμών, χώρων και αρμών στην κοινωνία, αλλά και η στέρηση ελπίδας και προοπτικής, η αναπαραγωγή του ίδιου τρόπου να γίνεται «πολιτική», η κατάργηση κάθε ουσιαστικής έννοιας δημοκρατίας, σε ποιο μοντέλο οδηγούν;
Τα σημαντικά, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι κι αυτά αυτονόητα. Όταν στο κέντρο μιας πόλης συσσωρεύονται τόσες καταστάσεις φτώχειας, ναρκώματος, τοξικότητας, εγκλήματος, παρασιτισμού, απόγνωσης τόσο των «μεσαίων» όσο και του «περιθωρίου», τότε τι ακριβώς περιμένει κανείς; Όταν –ένα άλλο παράδειγμα– σε ένα στρατόπεδο που χωράει 3.000 σε ένα νησί, στοιβάζονται 10.000 ξεριζωμένοι και εξαθλιωμένοι, τότε τι περιμένει κανείς ότι θα παραχθεί; Αλλά και τι αντιδράσεις θα παραχθούν (όχι αυτόματα, ούτε αποκλειστικά αυτές) σε τμήματα της κοινωνίας;
Από ό,τι φαίνεται, στα μη αυτονόητα περιλαμβάνεται κάτι ακόμα: Η έννοια της πολιτικής ευθύνης για οτιδήποτε συμβαίνει σήμερα σε αυτή τη χώρα. Εδώ έχουμε μια μεγάλη προσφορά της κυβερνώσας Αριστεράς. Όταν είχαμε την υπόθεση της «ζαρντινιέρας» επί Ν.Δ., κανείς δεν διανοήθηκε να μη ζητήσει την παραίτηση του υπουργού («Δημόσιας Τάξης» τότε, μετά ο ΓΑΠ πρόλαβε τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως σε τόσα άλλα, και τον έκανε «Προστασίας του Πολίτη»). Τώρα, η κα Γεροβασίλη διατάζει μια ΕΔΕ και όλα καλά. Σε κάθε περίπτωση αστυνομικής βίας, ζητούνταν ευθύνες από τους κυβερνώντες, σήμερα αυτό φαίνεται να μην ισχύει. Υπάρχουν πολιτικές ευθύνες για όσες εικόνες είδαμε με τους αστυνομικούς; Αλλά, μήπως υπάρχουν και πολιτικές ευθύνες για την κατάσταση στο κέντρο της Αθήνας; Όπως άλλωστε δεν υπήρχαν πολιτικές ευθύνες φέτος για το Μάτι, ενώ αντίθετα υπήρχαν το 2007 για τις φωτιές στην Πελοπόννησο. Τότε όλοι εξοργίζονταν για τις δηλώσεις Πολύδωρα («ο στρατηγός άνεμος»). Τώρα, φταίνε (μόνο) τα αυθαίρετα και ο «νεοέλληνας», αυτός που φταίει και για τον Ζακ. Το «δόγμα Πάγκαλου» παίρνει εκδίκηση με την «Αριστερά» στην κυβέρνηση: «Μαζί τα φάγαμε, μαζί τους κάψαμε, μαζί τον σκοτώσαμε»… Είναι φρικτό, αλλά αυτό πλασάρεται με κάθε τρόπο.
Η ανθρωπιά πρέπει να ανθίσει. Είναι κορυφαίο ζήτημα. Η κοινωνία δεν θα λύσει τα προβλήματά της ούτε με τη βία, ούτε με τον αγριανθρωπισμό. Ούτε κλωτσώντας και εξοντώνοντας αδύναμους, παραβατικούς και περιθωριοποιημένους, ούτε κρεμώντας τους μαγαζάτορες και τους μικροαστούς, όπως καλούν ποικιλώνυμες κραυγές. Όμως, αυτό δεν είναι θέμα καλών προθέσεων. Η ελπίδα δεν μπορεί να γεννηθεί στην έρημο. Μια συνολική ανάταξη θα στηριζόταν σε μια καθολική ματιά για ένα σύνολο προβλημάτων, για μια αξιοβίωτη ζωή, για την επίλυση και των πιο δύσκολων θεμάτων μέσα από μια νέα συνείδηση και πράξη. Δυνάμεις λογικής, δημιουργίας και αλληλεγγύης, υπάρχουν διάχυτες στο σώμα της τόσο πληγωμένης κοινωνίας, μακριά από τα σημερινά στημένα δίπολα.
Ο ολοκληρωτισμός των ρητορικών
Δεν υπάρχει προδοσία στις Πρέσπες, αλλά μόνο η δηλητηριώδης ρητορική περί προδοτών που λιπαίνει την Ακροδεξιά. Δεν υπάρχει αγανάκτηση, παρά μόνο η ρητορική του μίσους που εκτρέφει φασιστικά τέρατα. Δεν υπάρχει ανομία, αλλά μόνο η ρητορική της ασφάλειας που διαχέει τον φόβο. Δεν υπάρχει ο μικροαστός που πάει κατά διαόλου, παρά μόνο ο νοικοκυραίος που κοιτάει τη δουλίτσα του. Δεν υπάρχει πρόβλημα με τη συγκέντρωση μεταναστών στα νησιά, υπάρχουν μόνο ρατσιστικές διαθέσεις. Δεν υπάρχει ο ξεφτιλισμένος βουλευτής που γιουχάρεται, παρά μόνο μια απειλή για τη δημοκρατική νομιμότητα.
Και η λέξη «μόνο» δεν μπήκε τυχαία, γιατί καρικατούρες και σκιαμαχίες ευδοκιμούν στις μέρες μας. Και για να το τραβήξουμε κι εμείς στα άκρα, δεν υπάρχει κράτος και αστυνομία που σαπίζει στο ξύλο όσους αντιδρούν, παρά μόνο παρακράτος και συμμορίες.
Κι έτσι, αντί ο «λόγος» να συνευρίσκεται με το εκάστοτε «πραγματικό» ανθρώπων και κοινωνιών, κυριαρχεί τελικά ο ολοκληρωτισμός των ρητορικών.
Θα πουν κάποιοι ότι δεν υπάρχει το «πραγματικό». Θα απαντήσουμε ότι οι ελλαδικές συνθήκες είναι παράδεισος για κάποιον που ήρθε από μια βομβαρδισμένη χώρα, η Αθήνα λίκνο ασφαλούς διαβίωσης σε σχέση με το Ρίο ντε Τζανέιρο και το δυαράκι τρίτου ορόφου στο Περιστέρι, παλάτι σε σχέση με το υπόγειο στην οδό Ηπείρου.
Τελούμε υπό την επήρεια ενός δημόσιου λόγου –στην πραγματικότητα κρατικού βαριάς μορφής– που τείνει να φυλακίσει την κοινωνία και τους πραγματικούς ανθρώπους. Για να εκτρέψει, να κανοναρχήσει και τελικά να ορίσει τις εναλλακτικές τους. Είναι μια πόλωση που επιβάλλεται από τους μηχανισμούς και τη λειτουργία του πολιτικού σκηνικού, έρχεται να διχάσει την κοινωνία και να προδιαγράψει τους ορίζοντες.
Το αδύναμο πρεζάκι και ο νοικοκυραίος κοσμηματοπώλης. Το πρεζόνι που κλέβει και ο μεροκαματιάρης έμπορος. Απ’ αυτές τις παγιωμένες καταγραφές, κινδυνεύει πρωτίστως η δημοκρατία. Από την περαιτέρω διάλυση του Δήμου, από το σκέπασμα των διαδικασιών που δημιουργούν αυτές τις φιγούρες, από τη συλλογική ενοχοποίηση. Δίχως καθαρή θέση ενάντια σε αυτό που επιχειρείται, καμιά πόλωση των ονείρων μας (ξάστερη, αμόλυντη, comme il faut) δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει.
Έχουμε δει αρκετά κλωτσίδια σε κεφάλια πεσμένων. Και πολλά λιντσαρίσματα. Η ευαισθησία μας είναι ήδη πληγωμένη. Αν είναι σίγουρο ότι ο αγριανθρωπισμός, η αγριάδα γενικώς, αυξάνονται, τότε τα ξόρκια δίχως ερμηνεία και χωρίς χρέωση των βασικών ευθυνών είναι δρόμος αδιέξοδος. «Μέχρι τότε», να τιμωρηθούν οι δολοφόνοι, να πληρώσουν οι αστυνομικοί που ολοκλήρωσαν το έγκλημα. «Μέχρι τότε», να μπαίνουμε μπροστά σε κάθε ανυπεράσπιστο, να σταματάμε τους τραμπούκους κάθε είδους, να ανοίγουμε τη διπλανή πόρτα για να κρυφακούσουμε, να μη σιωπούμε.
Κυβερνησιμότητα και ζώνες ακυβερνησίας
Τον Φλεβάρη του 2014 δημοσιεύτηκαν στον Δρόμο δυο άρθρα με γενικό τίτλο «Η κρισιμότητα της περιόδου και η παγίδα του κυβερνητισμού». Εκεί προσπαθούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε σχετικά με το γιατί μια κυβέρνηση, ένα ποσοστό και ένα κόμμα δεν αρκούν για μια μεγάλη αλλαγή στη χώρα.
Τα μέσα και οι φορείς που ήταν εντεταλμένα με κάποιες αρμοδιότητες και ρόλους αδρανοποιούνται. Οι άγραφοι νόμοι τροποποιούνται. Η απειλή «από» την κοινωνία υπερτερεί έναντι του «με» την κοινωνία.
Ήταν η περίοδος όπου ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτευόταν αποκλειστικά με το «ερχόμαστε», όχι απλά αρνούμενος να επενδύσει στον ριζοσπαστισμό της κοινωνίας, αλλά προωθώντας στο έπακρο τη λογική της ανάθεσης, αλλά και την ποδηγέτηση των όποιων λαϊκών αγωνιστικών φορτίων. Δεν φανταζόμασταν τότε το βάθος της μετάλλαξης του φορέα, ούτε την απόλυτη κατάντια της μνημονιακής περιόδου της «πρώτης φοράς Αριστεράς». Ένα από τα επιχειρήματα γιατί ο κυβερνητισμός δεν ήταν η λύση, είχε διατυπωθεί τότε ως εξής:
«Στη χώρα μας, δεν έχουμε απλά την εφαρμογή μιας αντιλαϊκής πολιτικής αλλά πιο γενικά μιας πολιτικής διάλυσης. Οι θεσμοί, οι δομές και οι λειτουργίες μιας ορισμένης κρατικότητας φθείρονται. Το όποιο κοινωνικό κράτος δεν αντικαθίσταται μόνο από ένα κράτος έκτακτης ανάγκης αλλά και από μια απόσυρση που παράγει ζώνες και πεδία ακυβερνησίας ή και χάους. Μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού περιθωριοποιούνται, βρίσκονται εκτός πολιτικών αποφάσεων. Είτε ως ολική απόρριψη, είτε ως αντιεξουσίες που θεσμίζονται –όχι όπως θα θέλαμε εμείς– αλλά ως γκέτο, συμμορίες, φασισμός».
Αρκετά χρόνια μετά, με όλες τις συνέπειες των συνεχών μέτρων να λειτουργούν, αυτή η εικόνα είναι πολύ πιο πραγματική. Υπάρχει μια ολική φθορά του δημόσιου, του κοινού και του κρατικού. Προφανώς, δεν είναι όλες οι έννοιες το ίδιο, συχνά βρίσκονται και σε αντιπαράθεση, εδώ όμως θέλουμε να εστιάσουμε στο εξής: Στο γεγονός ότι η εξατομίκευση έχει προχωρήσει με πολλαπλές μάλιστα διαστάσεις. Ο καθένας θα ψάξει να βρει την άκρη του σε ένα περιβάλλον που όχι μόνο δεν προσφέρει εξασφαλίσεις, αλλά βρίθει «αναπάντεχων» και δη αρνητικών. Οι ρυθμίσεις που διέπουν την οργανωμένη κοινωνική ζωή φθίνουν. Τα μέσα και οι φορείς που ήταν εντεταλμένα με κάποιες αρμοδιότητες και ρόλους αδρανοποιούνται. Οι άγραφοι νόμοι τροποποιούνται. Η απειλή «από» την κοινωνία υπερτερεί έναντι του «με» την κοινωνία. Παρακρατικοί θεσμοί, τοπικοί άρχοντες, μικροεξουσίες σε διάφορους συνδυασμούς και συμφύσεις λειτουργούν ανεξέλεγκτα, ενώ ΜΚΟ αρμενίζουν, φαρμακευτικές εταιρείες «επιβάλλουν» προτεραιότητες, σχολεία υπόκεινται στους δήμους, η εκπαίδευση ευαγγελίζεται την ατομική προκοπή και πολλά ακόμα. Κάπως αλλιώς δηλαδή θα κυβερνώνται οι κοινωνίες, τόσο στο θεσμικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Με διαφορετικά δεσμά ή με κορδελίτσες θα δένονται οι άνθρωποι με το πολιτικό. Με νέους τρόπους και συνήθειες θα λύνονται τα διάφορα ζητήματα.
Κάπου εδώ, προκύπτουν δύσκολα ερωτήματα. Γιατί μέσα απ’ αυτού του τύπου τα πολιτικά συμβόλαια, ή απλά την ακυβερνησία, δεν οδηγούμαστε στον… «μαρασμό του κράτους», αλλά στον κοινωνικό αυτοματισμό προς όφελος βεβαίως του συστήματος. Μέσα λοιπόν από ποιους δρόμους θα επανακτηθεί μια εκδοχή δημόσιου; Σε ποια πεδία μπορούμε, αλλά και θέλουμε, να αυτοοργανωθούμε; Τι περιλαμβάνει η έννοια «κοινωνική συνείδηση»; Μέσα από ποιες διαδικασίες θα επιλύονται κοινωνικές συγκρούσεις και διακυβεύματα; Τι θα είναι «στο χέρι του καθένα»; Και ποιοι είναι αυτοί που δικαιούνται να επιβάλλουν; Έτσι, μοιάζει αδύνατον να περιγραφεί μια εναλλακτική δίχως να περιλαμβάνει μια βαθιά πολιτειακή διάσταση. Κάτι εκ νέου καταστατικό που στο επίκεντρο θα φέρει τη δημοκρατία, την κοινωνική συνείδηση, την αντιστροφή των διαδικασιών διάλυσης και αποσυγκρότησης. Όχι δηλαδή στενά ως πολιτική μορφή που αγνοεί την κοινωνική κατάσταση και τα υποκείμενα που έχουν –καλώς ή κακώς– διαμορφωθεί. Όχι οριζόμενο από το συμφέρον και την ανάγκη του «καθενός», αντικρίζοντας το κοινωνικό/συλλογικό ως εργαλείο και μέσο. Όχι ως σχέδιο –τεχνοκρατικό ή μη– που εκπονείται και διεκπεραιώνεται χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων των ανθρώπων. Αλλά και σε συνάρτηση με όλες τις διαδικασίες –παραγωγικές, οικονομικές κ.ά.– που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά μιας κοινωνίας. Δίχως όλα αυτά, δεν είναι απίθανο να αναπτυχθεί ένα κοινωνικό αίτημα… τακτοποίησης, μάλλον αυταρχικής κι από τα πάνω. Μπερδεμένα πράγματα.