Μετά τις ελληνόφωνες ταινίες «Attenberg» (2010) και «Chevalier» (2015), η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, πρωτοποριακή ταλαντούχα σκηνοθέτρια και παραγωγός ταινιών των Λινκλέιτερ και Λάνθιμου, επιστρέφει σκηνοθετικά με την εντυπωσιακή τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία της «Harvest», κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Άγγλου συγγραφέα Τζιμ Κρέις. Πρόκειται, σύμφωνα με την ίδια, για ένα αγγλόφωνο ιδιοσυγκρασιακό μεσαιωνικό γουέστερν, μια ιστορία εκτοπισμού, γυρισμένη εξολοκλήρου στη δυτική Σκωτία, κατά τη μετάβαση της φεουδαρχίας προς την εκβιομηχάνιση, στην προ-καπιταλιστική εποχή, που οι κοινόχρηστες γαίες μετατρέπονται σε περιφραγμένες εκτάσεις, προοριζόμενες για βοσκοτόπια.
Σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο, πριν τη βιομηχανική επανάσταση, σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα στη δυτική Σκωτία, μια κοινότητα αγροτών βλέπει τη γη που τους έτρεφε να αποκτά κερδοσκοπική αξία. Οι αμόρφωτοι οπισθοδρομικοί χωρικοί αντιμετωπίζουν εχθρικά τρεις μελαμψούς μετανάστες, μια γυναίκα και δυο άντρες, αγνοώντας ότι σύντομα θα βρεθούν στη θέση τους. Η ταινία επικεντρώνεται στον νεαρό Γουόλτ (Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς), επιστήθιο φίλο του πράου αφέντη Κεντ (Χάρι Μέλινγκ), με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί, καθώς η μητέρα του Γουόλτ ήταν παραμάνα του Κεντ. Ο Γουόλτ αρχικά συντάσσεται με τους χωρικούς, ενώ διατηρεί τρυφερή σχέση με την όμορφη χήρα Κίτι (Ρόζι ΜακΓιούεν), ωστόσο αποστασιοποιείται, ως προσωπικός υπηρέτης του αφέντη. Από τους ανεπιθύμητους τρεις ξένους, οι άντρες τιμωρήθηκαν αλυσοδεμένοι σε εξωτερικό στύλο για μια βδομάδα, ενώ η εξωτική μελαμψή γυναίκα (Ταλίσα Τεϊσέιρα), που εντυπωσίασε τους χωρικούς με τα σγουρά ολόμαυρα μαλλιά της, τιμωρείται με κούρεμα. Δυναμική και ανεξάρτητη ετοιμάζει την εκδίκησή της, ενώ η λυγερόκορμη παρουσία της αποκτά υπόσταση πλανεύτρας μάγισσας, που ονομάζουν Μπελντάμ. Ο Γουόλτ συνδέεται με τον χαρτογράφο Έρλ (Αρινζέ Κένε), που έχει προσληφθεί για να καταγράψει λεπτομερώς την περιοχή. Τον ξεναγεί στους αγρούς και γίνεται επίτιμος βοηθός του, ενώ μαθαίνει πως χαρτογραφεί την περιοχή, για λογαριασμό του αφέντη Τζόρνταν (Φρανκ Ντιλέιν), που διεκδικεί τη γη. Αδιαφορώντας για τους κολίγους, ο Τζόρνταν οραματίζεται να περιφράξει τη γη, μετατρέποντας τα εύφορα λιβάδια σε βοσκοτόπια, πλουτίζοντας από το εμπόριο μαλλιού. Η κατάσταση περιπλέκεται, όταν η φοράδα τού αφεντικού βρίσκεται δολοφονημένη, ενώ καταφθάνουν στο αγρόκτημα ο Τζόρνταν με την κουστωδία του, που εγκαθίστανται στο αρχοντικό, εκτοπίζοντας τον Κεντ. Ο Τζόρνταν ξαμολάει τους επιστάτες του να αναζητήσουν τον δολοφόνο, με τον Γουόλτ να επιβλέπει τη λεηλασία των σπιτιών των χωρικών. Όταν οι λακέδες αιχμαλωτίσουν κάποιες αγρότισσες, ανάμεσά τους και την Κίτι, οι χωρικοί οργισμένοι ετοιμάζουν έφοδο στο αρχοντικό. Τα καταιγιστικά γεγονότα που ακολουθούν, μαρτυρούν το τέλος μιας εποχής, ενώ μια καινούργια κατάσταση έχει ήδη επικρατήσει.

Αν κάποτε ο κύκλος της φύσης όριζε όργωμα, σπορά και συγκομιδή, πλέον η απληστία της συσσώρευσης πλούτου στα πρώιμα στάδια του καπιταλισμού δημιουργεί έναν νέο κύκλο καταστροφής, εκτοπισμού και πόνου. Αυτοί που άλλοτε φέρθηκαν απάνθρωπα στους ξένους, μετατράπηκαν με τη σειρά τους σε εκτοπισμένους, στην ίδια με αυτούς θέση.
Ο αμφιλεγόμενος πρωταγωνιστής σκιαγραφείται αρχικά σε εκστατικό αισθησιασμό με τη φύση, αλλά γρήγορα λακίζει, υποτασσόμενος στις εντολές τις εξουσίας. Ο χαρτογράφος Έρλ, που θυμίζει αμυδρά τον πρωταγωνιστή στο «Συμβόλαιο του σχεδιαστή» (1982/Πήτερ Γκρίναγουέι), υποστηρίζει πως το να ονοματίζεις ισοδυναμεί με το να μαθαίνεις, αρνούμενος να παραδεχτεί πως οι χάρτες του χρησιμοποιήθηκαν όχι για την περιφρούρηση της γης, αλλά για τον αφανισμό της. Ο Γουόλτ τού προσάπτει πως «η γη που ζωγράφισε είναι ένα ψέμα, δεν απαιτεί μόχθο», καθώς την οριοθέτησε επίπεδη, αδυνατώντας να αποδώσει στο γεωγραφικό ανάγλυφο τον κόπο να καλλιεργηθεί. Η Μπελντάμ κατηγορείται ευθέως για μάγισσα, καθώς η ελευθερία και η τόλμη της προκαλούν φόβο, σε μακρινή αναφορά από την σκηνοθέτρια και στις ιστορικές ερμηνείες της Φεντερίτσι για την εποχή. Καθόλου τυχαία, είναι η μόνη που εξεγείρεται απέναντι στην εξουσία, σε μια ταινία που αντιδρούν μονάχα οι γυναικείοι χαρακτήρες, καθώς νιώθουν στο πετσί τους, όπως αναφέρει η Κίτι «πως είναι ιδιοκτησία πατεράδων, συζύγων και γιων». Ωστόσο, παραμένοντας ξενόφοβοι, ρατσιστές και με οπισθοδρομικές ιδέες, οι χωρικοί είναι που θέτουν το αίτημα αυτάρκειας και ελεύθερης κοινοβιακής ζωής, επιδεικνύοντας αφοσίωση στις συλλογικές αγροτικές εργασίες, παρότι διστάζουν να εξεγερθούν.
Η έντονη παρουσία της φύσης αποκτά υπόσταση αυτόνομου χαρακτήρα. Ως αστείρευτη δύναμη γονιμότητας, το φυσικό τοπίο μετακυλά αβίαστα από το βουκολικό και το φοκλόρ στοιχείο, στον ψυχεδελικό παγανισμό. Η ταινία αφηγηματικά μοιάζει χωρισμένη σε δυο μέρη. Το πρώτο βραδυφλεγές μέρος καταγράφει τη σχέση πρωταγωνιστή-φύσης, μεταφέροντας και τους διαφορετικούς ρυθμούς της αγροτικής ζωής σύμφωνα με τους κύκλους της φύσης, ενώ στο δεύτερο, η καταλυτική παρουσία του Τζόρνταν συμπαρασύρει τους επιταχυνόμενους ρυθμούς, με δραστικότερο μοντάζ, γρήγορες συμπυκνώσεις και κοφτές μεταβάσεις, σε μια χαοτική εξέλιξη, στους ρυθμούς του επερχόμενου καπιταλισμού.
Αναπτύσσοντας παρόμοιο σινεμά, με το επίσης αταξινόμητο σύμπαν του Κάρλος Ρεϊγάδας, η Τσαγγάρη μεταφέρει ρεαλιστική αφήγηση, με ανήσυχη κάμερα που ακολουθεί τους χαρακτήρες, ωστόσο αποτολμά να εισαγάγει πολλαπλές προσεγγίσεις. Με εναλλαγές κοντινών εστιάσεων στα στοιχεία της φύσης, με μακρινά, ακόμα και ψηλοκρεμαστά πλάνα, με τους αγρότες να τρέχουν ως αγριεμένος όχλος, στον κυματιστό δρόμο για να διώξουν τους ξένους, ενώ οι έντονες γωνίες λήψης και οι διαφορετικοί φακοί δημιουργούν συναρπαστικό θέαμα, προσεγγίζοντας σε πειραματισμό τη σκηνοθετική τόλμη ενός Κιούμπρικ ή ενός Λαρς Φον Τρίερ.
Στα γενικά πλάνα αποτυπώνεται η δυναμική του πλήθους, ενώ ξεχωρίζει η απόφαση της σκηνοθέτριας να γυρίσει την ταινία σε φιλμ 16mm, μεταφέροντας αυθεντικότερα μια παλιότερη αισθητική -αναφορά σε μια ψυχεδελική εποχή- που υποστηρίζεται με αντιθετικούς χρωματικούς συνδυασμούς στις μπλε χωριάτικες ενδυμασίες, με κεραμιδί λεπτομέρειες, πλάι στο πράσινο και κίτρινο των αγρών. Οι εικόνες θερισμού θυμίζουν πίνακες του Μιγιέ, ανακαλώντας και ιταλικές ταινίες των Μπερτολούτσι και Όλμι. Σκηνές με τον μεγάλο τροχό των μεθυσμένων χωρικών παραπέμπουν σε πίνακες του Μπρίγκελ, ενώ η αίσθηση λάσπης και οι βρισιές –στα όρια σάτιρας- συγχρονίζονται με τους ανατρεπτικούς Μόντι Πάιθονς. Οι σκηνές στο παγανιστικό πανηγύρι, με τις χειροποίητες ζωόμορφες μάσκες, συνδέονται στα όρια θρίλερ, με τον καρναβαλιστικό παγανισμό της φθινοπωρινής συγκομιδής. Οι χωρικοί εκτονώνονται ως παλλόμενο μπουλούκι που συντονίζεται με συγχρονισμένες ανάσες, χορεύοντας γύρω από τη φωτιά. Οι διονυσιακές αυτές σκηνές, μαζί με τις ανθοστόλιστες μακρυμαλλούσες έφηβες, ανακαλούν το αλλόκοτο φοκλόρ στοιχείο ταινιών όπως «Το καταραμένο σκιάχτρο» (1973/Ρόμπιν Χάρντι) και το «Μεσοκαλόκαιρο» (2019/Άρι Άστερ).

Η προγκρέσιβ ροκ μπαλάντα «In Linistea noptii», με πιάνο και ηλεκτρική κιθάρα, του Ρόντιον Ρόσκα απηχεί ψυχεδέλεια του ’70, στις σκηνές που ο Γουόλτ τρέχει στη φύση. Επιλέγονται δύο ακουστικές κιθαριστικές μπαλάντες του Μέισον Λίνταλ, το μελαγχολικό «Sky breaking, clouds falling» (2021), όταν ο Γουόλτ φτιάχνει τα χρώματα του Έρλ και το τρυφερότερο «Kissing Rosy In The Rain», όταν η Μπελντάμ αγκαλιάζει τον εραστή της. Στις σκηνές θερισμού και στο πανηγύρι επικρατούν παραδοσιακά όργανα σε σκωτσέζικους χορευτικούς σκοπούς, ενώ με το γκαελικό τραγούδι «Tha mi sgith», οι αγρότες κρατούν ρυθμό στο θερισμό.
Εντυπωσιακή είναι η πρωτότυπη σύνθεση τεσσάρων μουσικών, των Ίαν Χάσετ, Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς, Lexx και Νικολά Μπεκέρ. Καλεσμένος στην πρεμιέρα της ταινίας στην Αθήνα, ο Ίαν Χάσετ, βοηθός της σκηνοθέτριας, δήλωσε ότι μαγεύτηκε από την εμπειρία των γυρισμάτων και ξεκίνησε μαζί με τον φίλο του Κάλεμπ να γράφουν μουσική και να αυτοσχεδιάζουν, στέλνοντας τις προτάσεις τους στην σκηνοθέτρια, κατά τη διάρκεια του μοντάζ, χρησιμοποιώντας τα ιδιαίτερα χειροποίητα μουσικά όργανα του Μπεκέρ.
Η πρωτότυπη μουσική εκφράζει τις βιωμένες συναισθηματικές εξάρσεις του πρωταγωνιστή, με μεταλλόφωνα, έγχορδα και κρουστά, που υπογραμμίζουν αίσθημα απειλής, εισάγοντας ηχόχρωμα γκάιντας, τύμπανα και ήχους καμπάνας, στο στυλ του «Θρύλου του Μάικλ Κολχάας» (2013/Αρνό ντε Παλιέρ). Η ρυθμικότητα των καταιγιστικών αλλαγών του τέλους κορυφώνεται συνοδεία θλιμμένου βαλς, με πιάνο και έγχορδα, θυμίζοντας συνθέσεις του Μίχαλι Βιγκ, μεταλαμπαδεύοντας την εσώτερη ματαιότητα γύρω από την ακύρωση μιας εξέγερσης, από τις ταινίες του Μπέλα Ταρ. Με το όργωμα να αποτελεί «τη θεία μετάληψη» του αμφιλεγόμενου πρωταγωνιστή, που επιλέγει να σπείρει «για να υπερασπιστεί άλλη μια άνοιξη», είναι αυτή η στάση του στο τέλος, που αφήνει νέα αντιεξουσιαστική προοπτική, πλάι στον συναισθηματικό υπαρξισμό της ανάγκης του να ανήκει στη γη που ο ίδιος δούλεψε, μεταφέροντας στον απόηχο του συνθήματος «γη και ελευθερία» την αντίσταση στην εξουσία.
Η Τσαγγάρη, μόνιμος κάτοικος Λος Άντζελες, παρευρισκόμενη στην Αθήνα για την πρεμιέρα της ταινίας, αναφέρθηκε στην έννοια της «αχρονίας», καθώς βιβλίο και ταινία θέτουν ζητήματα που υπερβαίνουν το παρελθόν στο οποίο τοποθετούνται. Μιλώντας για τη «γενεαλογία πρόθεσης», δήλωσε πως επέλεξε αυτό το θέμα επειδή κουβαλάει αντίστοιχα βιώματα. Με παππούδες Θεσσαλούς αγρότες, ένιωσε τεράστιο τραύμα, όταν ξαφνικά ένα μεγάλο κομμάτι της γης τους εξαφανίστηκε, γιατί το πήρε η Θεσσαλική Οδός, ενώ αναφέρθηκε και στη συνταρακτική εμπειρία της, όταν βρέθηκε στην Παλαιστίνη, μεταξύ 2003-2007, για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ «Palestine Blues», του Νίτα Σίννοκροτ, όπου κατέγραψαν τη στιγμή κατασκευής του τείχους, που κατέστρεψε μεγάλο κομμάτι της Δυτικής Όχθης, αφανίζοντας πολλά χωριά από το χάρτη.
Η Τσαγγάρη μαζί με τον σκηνοθέτη είχαν μείνει αποκλεισμένοι για ένα εξάμηνο τότε στην Γάζα, κατά τη δεύτερη Ιντιφάντα, επειδή οι Ισραηλινοί διευρύναν τα όρια του Ισραήλ με μπουλντόζες, ενώ ταυτόχρονα βομβάρδιζαν τα σπίτια της πρώτης γραμμής, στα οποία ως μέλος διεθνούς ακτιβιστικής ομάδας, είχε διαμείνει και η ίδια, στην προσπάθεια να λειτουργήσουν ως ασπίδα προστασίας των οικογενειών, που διαρκώς εκτοπίζονταν ολοένα και πιο πέρα. Αφηγούμενη αυτή την εμπειρία, η σκηνοθέτρια εξηγεί πως βίωσε εξίσου τραυματικά και αυτό τον ξεριζωμό, σε άμεσο συσχετισμό όχι μόνο με τον ξεριζωμό των αγροτών της ταινίας, αλλά και με ό,τι συμβαίνει ακόμα σήμερα εκεί.
Συμπληρώνοντας, αναφέρθηκε στη σημαντική απόφαση να γυρίσουν την ταινία στην Σκωτία, στο «ευρωπαϊκό Φαρ Ουέστ», όπου από εκεί είχε ξεκινήσει η πρώτη μεταναστευτική ροή των εκτοπισμένων Ιρλανδών προς τη Σκωτία, αρχές της βιομηχανικής επανάστασης, ενώ αργότερα, το πρώτο μεταναστευτικό κύμα από Ιρλανδία έγινε στο άλλο Φαρ Ουέστ, στην Αμερική, επηρεάζοντας και την εγκαθίδρυση ενός ολόκληρου κινηματογραφικού είδους, μέσα από μια διπλή γεωγραφική και κοινωνική μετατόπιση. Αποστομωτική η Τσαγγάρη δεν δίστασε να στηλιτεύσει ακόμα και τη διαδεδομένη ευκολία της καρδούλας, ως άμεση απάντηση στα κοινωνικά δίκτυα, σχολιάζοντας ότι πέρα από μαρτυρία γενικευμένης πτώχευσης συναισθημάτων, αποτελεί για αυτήν μεγάλη βιαιότητα, καθώς τείνουμε να μπερδεύουμε αυτή τη σχηματική ανταπόκριση, με την άσκηση πολιτικής και ακτιβισμού.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
- 10ο Αφιέρωμα στο ελληνικό ντοκιμαντέρ «Με τα μάτια ανοιχτά» (25-28/9/2025), διοργανώνει η Ένωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Περισσότερα: www.hellasdoc.gr
- 15ο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους International Micro μ Festival: 25-26-27/9/2025 στο STUDIO. Πληροφορίες: micromfestival.gr/micro-%ce%bc-2025/










































































