Εκπαίδευση και πανελλαδικές εξετάσεις. Του Χρήστου Κάτσικα

Η θέσπιση εξετάσεων που αφορούν στις διαδικασίες μετάβασης από τη Μέση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει ιστορικό χαρακτήρα. Στη δεκαετία του 1920, το καθεστώς της εγγραφής στο πανεπιστήμιο, με μόνο εφόδιο το απολυτήριο του τότε Γυμνασίου ανατρέπεται για πρώτη φορά.
Από τότε μέχρι σήμερα οι εξετάσεις για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, με όποια μορφή κι αν έγιναν, όποιο όνομα κι αν πήραν, Ακαδημαϊκό Απολυτήριο, Εισιτήριες Εξετάσεις, Πανελλήνιες, Πανελλαδικές, Γενικές Εξετάσεις, είχαν ένα κοινό βασικό χαρακτηριστικό: άφηναν έξω από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση μεγάλο μέρος των υποψηφίων!
Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης έχει κάνει φανερό ότι η «μάχη» των υποψηφίων στις Γενικές Εξετάσεις είναι «μάχη» που γίνεται με κοινωνικούς όρους. Κοντολογίς, η επίδοση των υποψηφίων και η πρόσβασή τους στα ΑΕΙ καθορίζεται σημαντικά από την ταξική τους προέλευση. Η όποια ελαστικότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, σε καμιά περίπτωση, δεν μπόρεσε να αναιρέσει το γεγονός ότι οι γόνοι ευνοημένων -οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά- οικογενειών είχαν και έχουν απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσβασης στα ΑΕΙ και ιδιαίτερα στις προνομιούχες σχολές τους. Παράλληλα, στα περιζήτητα και υψηλόβαθμα τμήματα των Μηχανικών Η/Υ, των Πολιτικών Μηχανικών, των Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, στην Ιατρική, τη Νομική και την Επιχειρησιακή Έρευνα και Μάρκετινγκ υπερέχουν οι νέοι των μεσαίων και ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, ενώ στα τμήματα των ΤΕΙ, τη Θεολογική, σε τμήματα του Παντείου κ.λπ., στη σύνθεση του φοιτητικού σώματος «βάζουν τη σφραγίδα τους» οι φοιτητές από τις επαγγελματικές κατηγορίες των αγροτών και των εργατών που συμμετέχουν με ποσοστά που δεν υπολείπονται πάρα πολύ από τα ποσοστά συμμετοχής των επαγγελματικών τους κατηγοριών στο σύνολο του ενεργού πληθυσμού.

Πέρα από τους επιτυχόντες και αποτυχόντες των πανελλαδικών εξετάσεων
Με βικτωριανή υποκρισία, προβάλλεται ως τεκμήριο της αθωότητάς του εξεταστικού συστήματος η δυνατότητα που παρέχει σε όλους να διαγωνιστούν ισότιμα, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και με τα ίδια θέματα, για την είσοδό τους στη σχολή που επιθυμούν, εξαγνισμένο στην «κολυμβήθρα» των μαρτύρων υπεράσπισης, επιτυχόντων και αποτυχόντων που, ως πρώην υποψήφιοι, βεβαιώνουν μπροστά στις κάμερες την αντικειμενικότητα της επιλογής.
Είναι, βεβαίως, οι απόψεις όλων εκείνων που πήραν μέρος στις Γενικές Εξετάσεις. Γιατί οι απόψεις και η ίδια η ύπαρξη όσων δεν μπόρεσαν να παρουσιαστούν, ούτε καν ως υποψήφιοι σ’ αυτές, υφίστανται το τελευταίο στάδιο του αποκλεισμού, καθώς εξαφανίζονται την περίοδο αυτή από το εκπαιδευτικό τοπίο σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον ορατοί διά γυμνού οφθαλμού. Βρισκόμαστε μπροστά στην περίπτωση όπου η διεξαγωγή και τα αποτελέσματα των Γενικών Εξετάσεων, ο ίδιος ο θεσμός τους, αποκρύπτουν τον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών χωρίς καν εξετάσεις.
Γιατί όταν αναφερόμαστε στους υποψήφιους για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι όσοι συμπληρώνουν κάθε χρόνο τα μηχανογραφικά δελτία και σημειώνουν τις προτιμήσεις τους σ’ αυτή ή την άλλη Ανώτατη ή Ανώτερη Σχολή, αποτελούν ήδη ένα επίλεκτο σώμα μέσα στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού.

Η «κατασκευή» των επιδόσεων
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι βαθμολογίες που συγκεντρώνουν οι υποψήφιοι κάθε χρόνο είναι σε ένα τμήμα τους «κατασκευή». Το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού μαθητών που βαθμολογούνται κάτω από τη βάση (πάνω από 1 στους 3) δεν είναι πρόβλημα των μαθητών, αλλά του εξεταστικού συστήματος που λειτουργεί σαν εκπαιδευτική ΥΠΕΔΑ. Με άλλα λόγια, τα υψηλά ποσοστά αποτυχίας είναι τεχνητή απόρροια των λεγόμενων διαβαθμισμένων θεμάτων που λειτουργούν σαν «έξυπνες βόμβες» στην κατανομή της αποτυχίας/επιτυχίας. Με λίγα λόγια, το ΥΠΕΠΘ με βάση το βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων μοιάζει με τον υδραυλικό που κρατάει στο χέρι του το διακόπτη και κανονίζει ανάλογα με τις επιλογές του τη ροή του νερού. Άλλοτε με εύκολα θέματα έχει μόλις 3 χιλιάδες υποψήφιους με βαθμολογία κάτω από τη βάση (2000), άλλοτε με δυσκολότερα έχει 29.000 (2012).
Να το πούμε αλλιώς: τα θέματα των εξετάσεων υποτάσσονται στη λογική να χωριστούν οι μαθητές σε κατηγορίες, έτσι ώστε να «χωράνε» στην προσφορά θέσεων εισακτέων. Ακόμη, υποτάσσονται στη λογική της κίνησης των βάσεων. Το κύριο ζήτημα είναι τόσοι να πάρουν 18-20, τόσοι 12-15, τόσοι να πέσουν κάτω από τη βάση κ.λπ.». Με θέματα σωστά ή λάθος, εύκολα ή υπερ-φυσικά, σύμφωνα ή όχι με τους διακηρυγμένους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων, θεωρητικά ή πρακτικά, έξυπνα ή ηλίθια, πονηρά ή παπαγαλίστικα, για το ΥΠΕΠΘ ο πραγματικός στόχος των εξετάσεων είναι «να παρουσιάζουν οι επιδόσεις των υποψηφίων ορθολογική κλιμάκωση στη διάκριση άριστα, καλά, μέτρια έτσι ώστε η κλιμάκωση αυτή να βοηθήσει να γίνει πιο αντικειμενική η επιλογή όσων θα εισαχθούν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση».
Έχει αυτό σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία; Έχει μήπως σχέση με τους όρους και τις διαδικασίες μάθησης μέσα στη σχολική αίθουσα;

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!