Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Οι Κόρες του Ηφαιστείου είναι η νέα συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις και ξαφνιάζει με αυτό που μοιάζει αλλαγή πορείας, από τον «ρεαλισμό» της προηγούμενης δουλειάς του σε ένα υπερρεαλιστικό σύμπαν.
Καθόλου τυχαία το διήγημα με τα πιο έντονα τέτοια χαρακτηριστικά είναι το Κέβλαρ, υαλόνημα και αγγελική αγάπη, το πρώτο της συλλογής, το οποίο μας εισάγει σε αυτόν τον παράξενο κόσμο, που διέπεται από μια δική του λογική. Κι αν όλα συμβαίνουν σε ένα φανταστικό, παράλληλο σύμπαν, δεν λείπει η έντονη πολιτική διάσταση και οι αναφορές στο σήμερα.
Ενδιαφέρουσες και οι αναφορές στη θρησκεία, με μια επίσης ιδιότυπη προσέγγιση. Όλα δείχνουν έναν συγγραφέα που δεν επαναπαύεται…
Η συζήτηση με τον Χρήστο Οικονόμου ήταν επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Θα μπορούσες να μας πεις με δυο λόγια γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο; Ποιες είναι οι Κόρες του Ηφαιστείου;
Επέλεξα τον συγκεκριμένο τίτλο επειδή μου φάνηκε ότι θα μπορούσε να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όσο για τις Κόρες του Ηφαιστείου, νομίζω πως δεν έχει τόση σημασία το ποιες είναι αλλά το τι κάνουν. Προσπαθούν να στήσουν από την αρχή έναν κόσμο που έχει διαλυθεί από τα τρία κυρίαρχα «Α» της εποχής μας (ή, ίσως, όλων των εποχών): Απάθεια, απληστία, απόγνωση. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι δεν έχουν οδηγίες συναρμολόγησης, οπότε είναι αναγκασμένες να αυτοσχεδιάσουν, δηλαδή να δημιουργήσουν ουσιαστικά έναν καινούργιο κόσμο – με όλη την αγωνία, τις ατέλειες, τον πόνο αλλά και την ελπίδα που συνεπάγεται αυτή η προσπάθεια. Παράλληλα, όπως συμβαίνει και στα προηγούμενα βιβλία μου, ο τίτλος είναι αμφίσημος: Το ηφαίστειο γεννάει την καταστροφική λάβα, αλλά γεννάει και τα ηφαιστειογενή εδάφη, που είναι από τα πιο εύφορα στον κόσμο.
Από τον ρεαλισμό, σιγά-σιγά μετακινήθηκες σε ένα είδος υπερρεαλιστικής γραφής, με έντονα τα στοιχεία του φανταστικού. Γιατί αυτή η διαδρομή;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα αυτού του είδους οι διαχωρισμοί. Προσπαθώ διαρκώς να διευρύνω και να εμπλουτίσω το αφηγηματικό μου πεδίο, επειδή έχω μεγάλες αξιώσεις από το έργο μου και μου αρέσει πότε-πότε να φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. Θέλω να δοκιμάζω τις δυνάμεις μου, να προκαλώ τον εαυτό μου, να ριψοκινδυνεύω. Θέλω να πειραματίζομαι με καινούργια πράγματα, να μην μένω στάσιμος. Ωστόσο, η μεγαλύτερη έγνοια μου είναι να γράφω πράγματα που είναι σημαντικά, επειδή είναι αληθινά – και η αλήθεια δεν ταυτίζεται πάντοτε με την πραγματικότητα. Ένα σπασμένο χέρι είναι πραγματικό αλλά δεν είναι αληθινό, με την έννοια ότι δεν έχει υπόσταση, δεν ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο για να έχουμε σπασμένα χέρια. Δεν αγνοώ λοιπόν το κάταγμα, αλλά περισσότερο με ενδιαφέρει η προσπάθεια να το θεραπεύσεις.
«Δεν υπάρχει ουδέτερη λογοτεχνία για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν ουδέτεροι άνθρωποι – άρα ούτε ουδέτεροι συγγραφείς και ουδέτεροι αναγνώστες»
Το πολιτικό στοιχείο είναι έντονα παρόν –όχι με τη στενή έννοια– σε όλα τα βιβλία σου. Υπάρχει «ουδέτερη» λογοτεχνία;
Δεν υπάρχει ουδέτερη λογοτεχνία για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν ουδέτεροι άνθρωποι – άρα ούτε ουδέτεροι συγγραφείς και ουδέτεροι αναγνώστες. Όλες και όλοι κουβαλάμε ένα ή περισσότερα «φορτία», θετικά και αρνητικά. Ασκώ πολιτική σημαίνει προσπαθώ να επηρεάσω άλλους ανθρώπους. Η ποιοτική λογοτεχνία (όπως και κάθε άλλο σημαντικό πολιτισμικό δημιούργημα) δεν ανακαλύπτει απλώς το νόημα: παράγει νόημα, προσπαθεί να επηρεάσει την ανθρώπινη συνείδηση, συνεπώς είναι εξ ορισμού πολιτική. Πέρα απ’ αυτό όμως, με ενδιαφέρει κατά κύριο λόγο η ουσία της πολιτικής, δηλαδή η παθολογία της εξουσίας και η δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στους ισχυρούς και στους αδύναμους. Πρόκειται για ένα στοιχείο που, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη λογοτεχνική εκδοχή του, παραμένει σχεδόν αμετάβλητο από την εποχή του Ομήρου και, αργότερα, του Θουκυδίδη και των αρχαίων τραγικών.
«Η αγάπη είναι ισχυρότερη από την αλήθεια». Το πιστεύεις κι εσύ αυτό; Σε ποιο βαθμό;
Η αγάπη μερικές φορές τυφλώνει, η αλήθεια ποτέ. Ποια από τις δύο λοιπόν είναι ισχυρότερη;
Πολλές οι αναφορές σου σε βιβλία, θεωρίες, θρησκευτικές δοξασίες, σα να κλείνεις το μάτι στον πιο «διαβασμένο» αναγνώστη, ανοίγοντας έναν διάλογο πίσω από τις λέξεις…
Θίγετε τώρα ένα τεράστιο ζήτημα. Όπως ξέρετε, στην Ελλάδα (για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς) έχουμε μικρό αναγνωστικό κοινό και μεγάλο αναγνωστικό κενό. Έχουν επικρατήσει αντιλήψεις και νοοτροπίες (ειδικά σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία) που, ουσιαστικά, αποτρέπουν την ανάπτυξη της αναγνωστικής παιδείας (η πρωταρχική αιτία, φυσικά, που δεν έχουμε αναγνωστική παιδεία είναι ότι δεν έχουμε παιδεία γενικότερα – αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης). Για μένα, «διαβασμένος» αναγνώστης είναι εκείνος που έχει αντιληφθεί τουλάχιστον δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, ότι η ισχυρή λογοτεχνία γεννιέται από την αναζήτηση και όχι από την κατάκτηση της αλήθειας. Δεύτερον, ότι ένα σημαντικό βιβλίο αποτελεί την αφορμή να μιλήσουμε για κάτι άλλο – για πράγματα, δηλαδή, που συνδέονται με το βιβλίο, αλλά πηγαίνουν πολύ πέρα από αυτό. Συνεπώς, η βασική διαφορά είναι αυτή: Ο «διαβασμένος» αναγνώστης χρησιμοποιεί το βιβλίο σαν μια πηγή φωτός που του επιτρέπει να ανακαλύψει αθέατες (και ενίοτε όχι ιδιαίτερα ελκυστικές ή ακόμα και απωθητικές) πτυχές του εαυτού του, του κόσμου που τον περιβάλλει, της ιστορίας, της ανθρώπινης κατάστασης γενικότερα. Ο «αδιάβαστος» αναγνώστης (και εδώ θέλω να διευκρινίσω, παραφράζοντας την περίφημη ρήση στον Επιτάφιο του Περικλή, ότι δεν είναι ντροπή να είναι κανείς αδιάβαστος – ντροπή είναι να μην προσπαθεί να πάψει να είναι αδιάβαστος), χρησιμοποιεί το βιβλίο σαν τον μαγικό καθρέφτη του παραμυθιού, που κολακεύει την αυταρέσκειά του και υποδαυλίζει την άγνοιά του. Σε ό,τι με αφορά, προτιμώ τον αναγνώστη που αναζητάει περιπέτειες και όχι εκείνον που ψάχνει αυτοεπιβεβαίωση.
Μια ερώτηση που βγήκε από μόνη της, όταν διάβασα και την τελευταία σελίδα: Το μέλλον είναι γυναίκα;
Αν διαβάζω σωστά τα σημεία των καιρών, νομίζω ότι το μέλλον έχει καταργήσει ήδη τον διαχωρισμό των φύλων.