Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος στη Γιορτή του Κλήδονα, στη Λυκόβρυση, 2017. (φωτό Στ. Ελληνιάδη)

 

Είχα πολλά χρόνια να ακούσω τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο σε μαγαζί ή σε πανηγύρι. Στη δεκαετία του 1980, ξεκινούσαμε το μεσημέρι από την Αθήνα με τον Γιώργο Κοντογιάννη, κι όποιον άλλον κόλλαγε μαζί μας, για να είμαστε το βράδυ στην Ποδολοβίτσα που τώρα λέγεται Αγγελόκαστρο, ή σε όποιο άλλο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας είχε πανηγύρι, για να ακούσουμε τον Βασιλόπουλο, τον Καρναβά ή τον Κωνσταντίνου και τη Βέρρα μέχρι το πρωί που παίρναμε το δρόμο της επιστροφής εάν δεν ήμασταν τελείως εξαντλημένοι και δεν μέναμε με ημερήσιο ύπνο στο Μεσολόγγι ή το Αγρίνιο για ένα δεύτερο ξενύχτι στην αλάνα ενός παραδιπλανού καφενείου που είχε τον Σαλέα, τη Βιτάλη ή τον Χριστοδουλόπουλο. Στα πιο κοντινά στην Αθήνα, στη Χασιά, τα Κιούρκα, τον Ασπρόπυργο, το Μαραθώνα, το Γραμματικό, σχεδόν όλα τα αρβανιτοχώρια της Αττικής είχαν το πανηγύρι τους, φτιάχναμε μεγάλες παρέες, στα εντός συμμετείχε συχνά και ο Τάσος Φαληρέας, παίρνοντας μαζί μας κάθε ενδιαφερόμενο, όπως π.χ. τον Μανώλη Ρασούλη, τον Χρήστο Βακαλόπουλο, τον Σωτήρη Κακίση, τον Μάκη και την Ελένη Κοντιζά, τον Γιώργο Κουτσονάσιο, ακόμα και τον Πανούση τον Τζίμη. Στα χωριά της Αττικής βασιλιάδες ήταν ο Κώστας Σκαφίδας, η Βάσω Χατζή και ο Γιώργος Κόρος. Αλλά και οι μετοχές του Μάκη ήταν ανεβασμένες με τα σουξέ του και με τους εξαίρετους μουσικούς που είχε πάντοτε δίπλα του.

Τελευταία φορά που πήγα σε πανηγύρι να ακούσω τον Μάκη στη ζωηρή δεκαετία του 1980 ήταν το 1989, μαζί με μια πελώρια παρέα που την δημιουργήσαμε ακαριαία όταν στο τέλος μιας απεργιακής συνέλευσης των εργαζομένων στο ραδιοφωνικό σταθμό Αθήνα 9,84 ρίξαμε με την Ιωάννα την ιδέα στους συναδέλφους να μας ακολουθήσουν στα Αθίκια, στην Κορινθία, να ακούσουμε τον Μάκη. Ήταν τόσο έντονος ο ενθουσιασμός ή η περιέργεια που μοιραστήκαμε σε πολλά αυτοκίνητα και φτάσαμε στο πανηγύρι πάνω από είκοσι άτομα, μπορεί και τριάντα, όλοι γνωστοί δημοσιογράφοι και παραγωγοί. Μερικοί απεχθάνονταν αυτού του είδους τη μουσική και συμμετείχαν για το χαβαλέ ή για να δουν από κοντά και εκ του ασφαλούς τα «θηρία».

Φτάνοντας, ο κουμανταδόρος σήκωσε τα χέρια ψηλά. Πέντε χιλιάδες καρέκλες ήταν όλες κατειλημμένες, δεν είχε που να μας βάλει. Όταν ο Μάκης από την εξέδρα με είδε που βγήκα από την ασυνήθιστη συντροφιά, από τους «ξένους», χαιρετώντας από μακριά για να του δώσω το στίγμα μας, άφησε τον Ζέρβα να σολάρει και έδωσε εντολή στον κουμανταδόρο να μας τακτοποιήσει, όπως και έγινε. Και τραπέζια βρέθηκαν και καρέκλες μεταφέρθηκαν από αλλού για την εκλεκτή μας παρέα. Θυμάμαι ότι όλοι ήταν ενθουσιασμένοι από την ατμόσφαιρα, τη ζωντάνια, τη συμμετοχή, αλλά και τις μουσικές που διαπερνούσαν το πλήθος και διασκορπίζονταν στον κάμπο γλιστρώντας πάνω από τα σπίτια του χωριού και τα αμέτρητα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα στους δρόμους, τις αυλές και τα χωράφια. Ήταν θαύμα που όλος αυτός ο κόσμος που είχαμε κουβαλήσει στα Αθίκια γύρισε τις πρωινές ώρες στην Αθήνα χωρίς απώλειες.

 

Από τα υπόγεια στα ισόγεια

Το 1982, όταν βγάλαμε το «ντέφι», συζητούσαμε με θέρμη για αυτά που συνέβαιναν στα μουσικά μας κατατόπια. Έτσι, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, κατέβασα τον Διονύση και την Άσπα σε ένα υπόγειο μαγαζί, πολλά σκαλοπάτια κάτω από την οδό Κεφαλληνίας, δύο βήματα από την Πατησίων. Στη χειμερινή περίοδο, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος εμφανιζόταν κάθε βράδυ στη «Φαντασία» ή «Σουίτα» με μία καταπληκτική ορχήστρα που έπαιζε με τρομερά γκάζια αυτά που υποτιμητικά κάποιοι αποκαλούσαν «γύφτικα», έχοντας επικεφαλής δύο από τους σημαντικότερους μουσικούς όλων των εποχών, τον Λευτέρη Ζέρβα στο βιολί και τον Βασίλη Σαλέα στο κλαρίνο. Η ορχήστρα έτρεχε σαν άνεμος που άλλοτε δυνάμωνε και άλλοτε μαλάκωνε περνώντας μέσα από νησάκια, κάμπους, πλαγιές, λίμνες, δάση, χαράδρες, ξωκλήσια και νεκροταφεία, μαντριά και αλώνια, πολυκατοικίες και αγροτόσπιτα, συνεργεία και βιοτεχνίες, τρακτέρ και νταλίκες, χωρίς να πέφτει σε χαντάκια και να τρακάρει σε τοίχους ούτε να χάνει το μέτρο και το ρυθμό. Οι καπνοί από τα τσιγάρα, η σκόνη από τη μοκέτα, η ένταση από τα ντεσιμπέλ των ηλεκτρικών οργάνων, οι φιάλες του ουίσκι, οι άγνωστες φάτσες στα γύρω τραπέζια και οι απλωμένες σαν χαλί γαρδένιες στην πίστα δεν αποτελούσαν το συνηθισμένο περιβάλλον ψυχαγωγίας του Σαββόπουλου, αλλά αυτό καθόλου δεν τον εμπόδισε να πιάσει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που προσπαθούσα με λόγια να του περιγράψω. Την επόμενη μέρα, συζητώντας για την περιοδεία που θα κάναμε στη Λάρισα, το Βόλο και τη Θεσσαλονίκη για να φορμάρει στην οριστική τους μορφή τα τραγούδια που ηχογραφούσε για τα «Τραπεζάκια έξω», μου είπε ότι ήθελε τον Σαλέα μαζί μας στην ορχήστρα του! Μουσικά και θεματικά, αυτό που ακούσαμε στη «Σουίτα», ήταν σχετικό με αυτό που με τον δικό του ευφάνταστο τρόπο διατύπωνε ο Σαββόπουλος τραγουδώντας για τον «επαρχιώτη στην Ομόνοια», τα «στέκια επαρχιώτικα», τα «κλαρίνα» που «παίζουν» και τον «κόσμο» που «γλεντάει» στο «Τσάμικο» και το «Ας κρατήσουν οι χοροί».

Για την ιστορία, η «ξενάγηση» ολοκληρώθηκε ένα άλλο βράδυ που χορεύαμε με την Άσπα μέχρι πρωίας στην οδό Μυθήμνης, στην πλατεία Αμερικής, με το συγκρότημα του Κώστα Σκαφίδα. Αλλά ήταν και το έναυσμα μιας συνεργασίας του Διονύση με τον Μάκη στη Λύρα. Ήταν η εποχή που εξερευνούσαμε τα πάντα και ακούγαμε τους πάντες, ψάχνοντας και ανακαλύπτοντας άγνωστες μουσικές παραμέτρους, χωρίς παρωπίδες…

Το 1984, όταν τελείωνε το πρόγραμμα με τα «Παιδιά απ’ την Πάτρα», ανεβαίναμε με τον Λάμπρο Καρελά από την Αχαρνών στην Πατησίων και Αγαθουπόλεως για να ακούσουμε τον Μάκη στo Nuit d’ Athenes να τραγουδάει τα ερωτιάρικα συρτοτσιφτετέλια, «Τα στέφανα» που ήταν το νέο του σουξέ και –όταν είχε κέφια- τους αμανέδες που έδεναν με τα ταξίμια του κλαρίνου και του βιολιού.

Αλλά, η χρονιά του Μάκη ήταν μάλλον το 1987 που έκανε τις δύο γκραντ επιτυχίες του: το τραγούδι «Απορώ» που του έδωσε ο Γιάννης Πάριος και το τραγούδι «Να’χαν οι καρδιές αμπάρες», ανατολίτικης προέλευσης, που έφτιαξε ο Βασίλης Σαλέας πάνω στους διαπεραστικούς στίχους του Αντρέα Σπυρόπουλου. Με τον Γιάννη Βασιλόπουλο δίπλα του στο κλαρίνο, ο Χριστοδουλόπουλος γέμιζε κάθε βράδυ τις «Αμπάρες» στα Κάτω Πατήσια.

Φέτος, στην καθιερωμένη Γιορτή του Κλήδονα, η Κίνηση Πολιτών Λυκόβρυσης, με πολύ μεγάλη συμμετοχή, τίμησε, με μια σύντομη παρέμβασή μου, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, ως κάτοικο του Δήμου Πεύκης-Λυκόβρυσης, γι’ αυτή τη μεγάλη και δύσκολη πορεία, ειδικά για ένα τσιγγάνο μουσικό, από την Αμαλιάδα μέχρι την πανελλήνια αναγνώριση. Και ο Μάκης, σε ανταπόδοση, έκλεισε την εμφάνισή του, συγκινημένος και καταϊδρωμένος, με ένα δικό του θαυμάσιο σόλο στο κλαρίνο…

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!