Η νέα σχολική χρονιά ξεκινάει τη Δευτέρα 12 Σεπτέμβρη και τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν μαθητές και γονείς θα είναι όχι μόνο περισσότερα αλλά και μεγαλύτερα. Η κυβερνητική πολιτική διάλυσης της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων σε συνδυασμό με την ακρίβεια και τον πληθωρισμό που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία έχουν μετατρέψει σε δύσκολη άσκηση τη νέα χρονιά.
Αυτό γιατί η συνεχής υποχρηματοδότηση έχει οδηγήσει τα σχολεία –και όχι μόνο– σε μεγάλες και χρόνιες ελλείψεις, τόσο σε προσωπικό όσο και σε υλικοτεχνική υποδομή. Ακόμα δεν έχουν ανοίξει τα σχολεία και διάφοροι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, σε Αθήνα και υπόλοιπη Ελλάδα, έχουν καταγγείλει τις ελλείψεις. Τα κενά σε δασκάλους και καθηγητές, ακόμα και μετά τους διορισμούς και τις προσλήψεις των αναπληρωτών παραμένουν. Μεγαλώνουν οι ελλείψεις στην καθαριότητα. Τα φροντιστήρια που πρέπει να κάνουν τα παιδιά αυξάνονται, ειδικά αν επεκταθεί η τράπεζα θεμάτων και στην τρίτη λυκείου. Δεν υπάρχει καμία μέριμνα σε περίπτωση που θα έχουμε ένα νέο κύμα covid-19 αφού τα σχολεία ανοίγουν χωρίς καν τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας.
Ως εδώ έχουμε τα προβλήματα που οι μαθητές και οι γονείς αντιμετώπιζαν κάθε Σεπτέμβριο τα τελευταία χρόνια. Φέτος όμως ο πληθωρισμός, η ακρίβεια, οι υψηλές τιμές του ρεύματος, των καυσίμων και της θέρμανσης έχουν πολλαπλασιάσει τις δυσκολίες. Γιατί είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό πώς θα ζεσταίνονται οι σχολικές αίθουσες τον χειμώνα που έρχεται. Όταν ήδη έχουν έρθει στην επιφάνεια καταγγελίες ότι απειλούνται οι σχολικές επιτροπές –που ήδη έχουν πολύ δύσκολο έργο για να λειτουργούν αξιοπρεπώς τα σχολεία– ότι αν δεν πιάσουν τους στόχους που τέθηκαν από την κυβέρνηση σχετικά με τα πλάνα εξοικονόμησης ενέργειας τότε θα μειωθεί και άλλο η χρηματοδότησή τους. Εκεί έχουμε φτάσει για να μπορούν να κερδίζουν ανενόχλητοι οι πάροχοι ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου όπως και οι εταιρίες πετρελαιοειδών. Βέβαια η ακρίβεια και ο πληθωρισμός δεν έχει να κάνει μόνο με την ενέργεια. Έχει να κάνει και με τα σχολικά είδη που έχουν ανατιμηθεί πάνω από 40% όπως και με τις μεγάλες δυσκολίες, οικονομικές και κοινωνικές, που αντιμετωπίζει πλέον μια οικογένεια στην καθημερινότητά της, γεγονός που δημιουργεί μεγάλη ψυχολογική πίεση τόσο πάνω στους γονείς όσο και στα παιδιά.
Όπως όλοι γνωρίζουμε η υποχρηματοδότηση δεν είναι μια νέα πολιτική στον χώρο της παιδείας. Υπάρχει πολλά χρόνια και εντάσσεται στην πολιτική αποκλεισμού ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας από την εκπαίδευση αλλά και σε μια πολιτική πολλαπλών διαχωρισμών μέσα στο σχολικό δίκτυο. Δηλαδή, αν έχεις χρήματα θα πηγαίνεις σχολείο και ανάλογα με το πόσα χρήματα έχεις θα πηγαίνεις και στο αντίστοιχο σχολείο. Καθόλου ή λίγο ή κακό σχολείο για τους οικονομικά ασθενέστερους, κανονικό και καλό σχολείο για όσους έχουν να πληρώσουν – οι πλούσιοι θα έχουν τα δικά τους σχολεία όπου η «πλέμπα» ούτε να τα βλέπει δεν θα μπορεί.
Πακέτο έρχεται και όλο το πλαίσιο της αξιολόγησης -αυτοαξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων. Νέα καθήκοντα, νέες υποχρεώσεις έρχονται να επιβαρύνουν τους εκπαιδευτικούς και φυσικά το ίδιο το σχολείο. Μέντορας, συντονιστής εκπαιδευτικού έργου, συνεδριάσεις επί συνεδριάσεων, ενεργειακός υπεύθυνος για τη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης, νέες εξουσίες του διευθυντή του σχολείου που θα τον καθιστούν κάτι ξεχωριστό από το σύλλογο διδασκόντων και υπόλογο μόνο στους «ανωτέρους» του.
Αυτή είναι η κυβερνητική πολιτική για τα σχολεία και την εκπαίδευση και όχι μόνο της τελευταίας κυβέρνησης αλλά διαχρονικά όλων όσων κατοικοέδρευσαν στου Μαξίμου και στο υπουργείο Παιδείας τα τελευταία χρόνια.
Πανεπιστημιακή Αστυνομία: Καθεστώς διαρκούς έντασης στα ΑΕΙ
Η ακαδημαϊκή χρονιά στα ΑΕΙ ξεκίνησε με τις νέες εντάσεις που δημιουργεί η επιμονή της κυβέρνησης, να επιβάλει την πανεπιστημιακή αστυνομία (ΟΠΠΙ) στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Αφού πρώτα κατασκεύασε τον μπαμπούλα της ανομίας, αφού έκανε το άσυλο κουρελόχαρτο με μια σειρά νομοθετικές διολισθήσεις, αφού μετέτρεψε την καταστολή σε κανονικότητα, έρχεται σήμερα να στήσει ένα καθεστώς διαρκούς έντασης μέσα στις σχολές.
Η ίδια η πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει κάνει εμφανές με διάφορους τρόπους ότι θεωρεί επιζήμια την παρουσία των ΟΠΠΙ, τόσο για τν δημοκρατία και τις ελευθερίες, όσο και για την ίδια την ασφάλεια φοιτητών και καθηγητών, ενώ ακόμη και υποστηρικτές των ΟΠΠΙ αναφέρουν πως η ένταση με την οποία πάει να εφαρμοστεί εκφυλίζει το μέτρο και το εκτρέπει από τους αρχικούς του σκοπούς. Άλλωστε το προηγούμενο νομικό πλαίσιο, δεν απαγόρευε τη δράση των αστυνομικών αρχών μέσα στους χώρους των πανεπιστημίων σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης ενέργειας. Όμως στο μυαλό και τις επιδιώξεις των κυβερνόντων δεν είναι η ασφάλεια, αλλά η καταστολή ενός από τους τελευταίους (έστω και απαξιωμένους) μαζικούς κοινωνικούς χώρους, ο έλεγχος επί του δημόσιου χώρου, και η ιδεολογική ρεβάνς του δόγματος «νόμος και τάξη» απέναντι σε αυτό που ονομάζουν μειοψηφίες που θα αφήσει το πανεπιστήμιο ελεύθερο για τις διαφόρων ειδών μπίζνες των μάνατζερ και των ερευνητικών προγραμμάτων.
Τις τελευταίες μέρες αρκετοί φοιτητές, εργαζόμενοι και καθηγητές, εκφράζουν έμπρακτα την αντίθεση τους στην εγκατάσταση του νέου σώματος στις σχολές, προσπαθώντας στην πράξη να μπλοκάρουν τις εισόδους των ιδρυμάτων, και με σχετικά μαζικές διαδηλώσεις να κάνουν εμφανή στην κοινωνία την κατασταλτική και αντιδημοκρατική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής.
Στην κυβέρνηση από την άλλη γνωρίζουν καλά ότι αυτή η πολιτική δεν μπορεί να περάσει χωρίς εντάσεις. Γι’ αυτό, οι δυνάμεις των ΟΠΠΙ, εισέρχονται στα ιδρύματα συνοδεία ανδρών των ΜΑΤ, με χημικά και ξύλο στους φοιτητές που αντιδρούν. Η κυβέρνηση επιλέγει να εγκλωβιστεί η όποια συζήτηση για την εκπαίδευση στο σκηνικό έντασης που χτίζει και να εκτονωθεί πολιτικά στην κοκορομαχία με ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ25, στο δίλημμα «βαριοπούλες ή βιβλιοθήκη» που έβαλε πριν μερικούς μήνες ο Κ. Μητσοτάκης (τι έμεινε άραγε από εκείνη τηνβιβλιοθήκη πέρα από τα ανοιγμένα κεφάλια φοιτητών;), την ίδια στιγμή που τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας γιγαντώνονται.
Χρειάζεται μια άλλη στάση
Κάθε νέα ακαδημαϊκή χρονιά, είτε στο σχολείο είτε στο πανεπιστήμιο, ξεκινάει με προσδοκίες για κάτι καλύτερο, για μια νέα αρχή – ακόμα και μέσα σε αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές. Εύκολο να το λες και να το φαντάζεσαι αλλά η πραγματικότητα συνεχώς θέλει να διαψεύδει.
Παρόλα αυτά χρειάζεται μια διαφορετική αντίληψη και στάση, αγωνιστική και ανθρώπινη. Όσο και αν τα προβλήματα κάθε χρόνο μεγαλώνουν και πολλαπλασιάζονται, όσο και αν η κυβερνητική πολιτική γίνεται ολοένα και πιο ανάλγητη και εντείνει τις πολιτικές αποκλεισμού και διαχωρισμού, θα πρέπει η ελληνική κοινωνία να υπερασπιστεί την εκπαίδευση και τον καθολικό, δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της. Δεν είναι μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά και μόνο τους μαθητές, τους φοιτητές, τους εκπαιδευτικούς, τους καθηγητές, τους γονείς. Αφορά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, αφορά το μέλλον αυτού του τόπου.
Η αγραμματοσύνη που επιβάλλεται, την ίδια στιγμή που εξαγγέλλεται η «σύγχρονη και ψηφιακή εκπαίδευση με τα πολλαπλά εργαλεία μάθησης», είναι εχθρός της ελληνικής κοινωνίας. Είναι ένα ακόμα χαλινάρι που προσπαθούν να της φορέσουν ώστε να παραμείνει ζοφερό το μέλλον της.