To Wasted Youth μοιάζει να είναι η ταινία που εμφανίζεται στη σωστή στιγμή. Επικεντρώνεται σε μια καυτή, οριακή μέρα την οποία περνούν δύο χαρακτήρες σε ξεχωριστό χωροχρόνο, μέχρι αυτές οι συντεταγμένες να συνενωθούν.
Ο Χάρης είναι 16 χρονών, περιφέρεται στην καλοκαιρινή Αθήνα με ένα σκέιτ-μπορντ, το μηχανάκι του φίλου του και τον ΗΣΑΠ! Κάνει πολλά πράγματα, αλλά και τίποτα συγκεκριμένο. Χρησιμοποιεί το τερέν της πόλης σαν ένα μεγάλο παιχνιδότοπο, δημιουργώντας σύγχυση στους γονείς του.

Σε παράλληλη διάσταση, ο Βασίλης, μεσήλικας οικογενειάρχης, ζει παγιδευμένος σε ένα διαμέρισμα με τρεις γυναίκες με τις οποίες δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Τη γυναίκα του, την κόρη, και τη μητέρα του. Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται, σταδιακά, ο χαρακτήρας του Βασίλη στην αφήγηση, φέρνει στο μυαλό τον τρόπο με τον οποίο παρουσιαζόταν ο δεσμοφύλακας στο Hunger. Ο χαρακτήρας αποκαλύπτεται σταδιακά με μια αντισυμβατική λογική, επιτυγχάνοντας εξαιρετικά δραματουργικά αποτελέσματα.
Η ένωση των δύο παράλληλων αφηγήσεων δεν γίνεται παρά στο τέλος της ταινίας, με τρόπο που θυμίζει την αφήγηση στις ταινίες του Altman.
Το W.Y. είναι σινεμά εύφλεκτο, πυρακτωμένο. Έχει την αμεσότητα του σινεμά βεριτέ αλλά και ένα εξαιρετικό στυλιζάρισμα στο στήσιμο των πλάνων και το περιεχόμενο τους που ανανεώνει την οπτική που έχουμε για την παρεξηγημένη αθηναϊκή μητρόπολη. Όλες οι συνιστώσες της ταινίας συνηγορούν στο εξαιρετικό αποτέλεσμα. Οι ερμηνείες δεν προδίδουν καμία θεατρικότητα, αλλά συνιστούν (σχεδόν) κινηματογραφικό παίξιμο, όπως επιτέλους έπρεπε να συμβεί στις συχνά υπερθεατρικές ερμηνείες του νέου ελληνικού σινεμά.
Και μπαίνουμε στο ζήτημα της νεανικής κουλτούρας, αυτής της αμερικανικής επινόησης που ξεκινάει το ’50 με το rock and roll, και που τα χιλιάδες παρακλάδια της φτάνουν στο σήμερα. Επιτέλους, μια ταινία που την αγκαλιάζει με τον σωστό τρόπο. Χρησιμοποιούνται τα σωστά μουσικά κομμάτια με τον σωστό τρόπο (ακόμα και για τριάντα δευτερόλεπτα), έχοντας ένα sound design που αναδεικνύει ακόμα περισσότερο αυτό το κλίμα ραστώνης, ρευστότητας και έξαψης στο οποίο ζουν οι πιτσιρικάδες. Το ίδιο ισχύει και για τα σύμβολά τους, τα αυτοκόλλητα που κολλάνε σε τοίχους, τις αφίσες στα δωμάτια τους, ακόμα και τούς διαλόγους εκτός από τα σημεία που δεν έχουν μεταφραστεί με ακρίβεια από τα αγγλικά.
Το Wasted Youth κλείνει με μια αναπάντεχη δραματική κορύφωση την οποία δεν χειρίζονται με προφανείς πολιτικούς όρους οι δημιουργοί. Στρέφονται προς την ερμηνεία ότι νιότη σημαίνει (και) εξέγερση, χωρίς πάντα ανεπτυγμένη πολιτική σκέψη, αλλά με όλες τις πιθανές τραγικές συνέπειες και ταυτόχρονα τη λύτρωση.

Δημήτρης Κοτσέλης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!