ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Ζαχαρία Ρουστάνη

 

Ο κυνισμός των δανειστών δεν δείχνει προσπάθεια για έναν «έντιμο» συμβιβασμό, εκτιμά ο Δημήτρης Κοδέλας. Αντιθέτως, όπως τονίζει ο βουλευτής Αργολίδας του ΣΥΡΙΖΑ, «θυμίζει λίγο Τζιχαντιστές που τιμωρούν τους άπιστους». Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Δρόμο ο κ. Κοδέλας κάνει ακόμη λόγο για τους όρους με τους οποίους πρέπει να δοθεί η παρούσα μάχη, ώστε να έχει θετική κατάληξη για τον ελληνικό λαό, ενώ και για το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος σημειώνει: «Tο δημοψήφισμα έχει νόημα ως μέσο αντίστασης και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης και όχι ως μέσο λαϊκής νομιμοποίησης σκληρών πολιτικών».

 

Τις τελευταίες μέρες αποτιμάται ως αρνητικό, ως «λάθος» της συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη η απουσία συγκεκριμένη δέσμευσης για τη χρηματοδότηση της χώρας. Ποια είναι η δική σας εκτίμηση;

H πορεία των διαπραγματεύσεων ανέδειξε το αρνητικό πρόσημο της συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη. Το ότι απουσίαζε η δέσμευση για επαρκή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας είναι αποτέλεσμα μιας λάθος εκτίμησης που θεώρησε ότι οι καταγεγραμμένες υποχωρήσεις μας θα συναντούσαν την κατανόηση των Ευρωπαίων, ώστε να επιτευχθεί χωρίς σοβαρούς κλυδωνισμούς ένας αμοιβαίος συμβιβασμός.

Όμως, η δέσμευσή μας για τήρηση των αποπληρωμών του χρέους και ταυτόχρονα η εξάρτηση της στοιχειώδους ρευστότητας από τις αξιολογήσεις ήταν εμφανές ότι θα οδηγούσε στην οικονομική ασφυξία, στην εξουθένωση της χώρας, στην απώλεια στοιχειώδους ανεξαρτησίας και διαπραγματευτικής δύναμης, ώστε κάτω από ασφυκτικές πιέσεις και εκβιασμούς να συρθεί η κυβέρνηση σε μια αναγκαστική μνημονιακού τύπου συνθηκολόγηση.

 

Για ποιο λόγο δεν εκτιμήθηκε αυτό που λέτε και το οποίο πολλοί είχαν τότε επισημάνει;

Η παραπάνω εκτίμηση δεν απαιτούσε ιδιαίτερες πολιτικές ικανότητες. Χρειαζόταν, απλώς, να κοιτάξουμε κατάματα, χωρίς αυταπάτες και ιδεοληψίες, την πραγματικότητα, να εκτιμήσουμε καλύτερα ποιους έχουμε απέναντί μας και να αξιοποιήσουμε εντατικά τον διαθέσιμο χρόνο για την προετοιμασία της αντίστασής μας στις αναμενόμενες ασφυκτικές πιέσεις για διαιώνιση της αποικίας χρέους.

Ετούτη τη στιγμή, πάντως, χρειάζεται να χαραχθεί μια άλλη στρατηγική που να μην επενδύει αποκλειστικά στο «καλό» σενάριο, αλλά να προετοιμάζει τους όρους για να αντιμετωπιστεί κάθε σενάριο. Μόνον έτσι μπορείς να αποφύγεις τον εγκλωβισμό σε επώδυνα διλήμματα.

 

Ποιοι θεωρείτε ότι είναι οι στόχοι των «εταίρων»; Μπορεί να υπάρχει ένας «έντιμος» συμβιβασμός;

Νομίζω ότι έχουμε μπει στην τελευταία ευθεία κλιμάκωσης των εκβιασμών και των τελεσιγράφων, από την πλευρά των λεγόμενων θεσμών. Πολιτικά επιδιώκουν την ταπείνωση και την ακύρωσή μας, τη βίαιη ματαίωση της προσδοκίας και της ανάγκης του λαού μας για να αλλάξει πορεία ο τόπος. Συνεχίζουν να μας αντιμετωπίζουν ως πειραματόζωο με ασκήσεις καταστολής, σωφρονισμού και συμμόρφωσης προς το μνημονιακό μονόδρομο. Θέλουν να ακυρώσουν τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής πορείας που θα κρατά τη χώρα όρθια και να διαχυθεί πανευρωπαϊκά η αίσθηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο η υποταγή στους σχεδιασμούς ενός ευρω-ιερατείου.

Ο περίφημος κ. Ντάισελμπλουμ, επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, σε πρόσφατες δηλώσεις του ήταν προκλητικός, κυνικός αλλά σαφής λέγοντας ότι η Ελλάδα «έπαιξε κι έχασε». Λίγες μέρες πριν είχε δηλώσει, αναφερόμενος στους Έλληνες, ότι από τη στιγμή που δεν μπορείς να αποπληρώσεις τα χρέη σου, θα ακολουθήσει μια τιμωρία. Βλέπουν ως παιχνίδι την προσπάθεια ενός λαού να ανασάνει και στέλνουν το μήνυμα να μην τολμήσει να ξαναπαίξει κανείς μαζί τους γιατί το παιχνίδι είναι από την αρχή στημένο. Και οποιαδήποτε σκέψη για αμφισβήτηση της χρεομηχανής που μετατρέπει χώρες σε αποικίες χρέους οδηγεί σε τιμωρία. Η φρασεολογία και ο κυνισμός πολλών από αυτούς που καθορίζουν τις εξελίξεις δεν δείχνει προσπάθεια για έναν «έντιμο» συμβιβασμό. Θυμίζει λίγο Tζιχαντιστές που τιμωρούν τους άπιστους.

 

Θεωρείτε, δηλαδή, ότι δεν θέλουν να αφήσουν κανένα άλλο περιθώριο πέραν της συνέχισης των μνημονίων;

Ναι, δυστυχώς, η στάση των κυρίαρχων δυνάμεων στους λεγόμενους «θεσμούς» αυτό δείχνει. Και για να το πετύχουν χρησιμοποιούν οικονομικά μέσα όπως η ασφυξία της ελληνικής οικονομίας με την παράλληλη απαίτηση για συνέχιση πληρωμής χρεών χωρίς ίχνος εξωτερικής χρηματοδότησης. Σε αυτή την τακτική η ΕΚΤ αναδεικνύεται ως το βασικότερο όπλο τους και μέσο πίεσης. Με τα προβλήματα ρευστότητας που δημιουργεί πυροβολεί τη χώρα μας στα πόδια ώστε να μην μπορεί να βαδίσει. Στη συνέχεια το όπλο θα κατευθυνθεί στο κύριο σώμα απαιτώντας πλήρη ευθυγράμμιση. Αυτό έγινε και ενόψει της 20ής Φλεβάρη. Το αν τα πυρά θα είναι άσφαιρα ή όχι εξαρτάται κυρίως από τη δική μας προετοιμασία.

Αν έχουν ένα πρόβλημα, αυτό αφορά στη λαϊκή στήριξη της κυβέρνησης που ειδικά στις πρώτες βδομάδες άγγιξε πρωτοφανή επίπεδα. Έτσι, λοιπόν, ξεδιπλώνεται παράλληλα ένα σχέδιο πραγματικής και επικοινωνιακής τρομοκράτησης μέσω διεθνών μέσων ενημέρωσης και φυσικά της εγχώριας μιντιαρχίας. Ποντάρουν στην κόπωση από την εξουθένωση της οικονομίας και στον φόβο. Θέλουν να κάμψουν την ελπίδα, να ξαναφωλιάσει στους ανθρώπους ο φόβος και η ματαιότητα και πανευρωπαϊκά να μετατοπιστεί η συζήτηση από την ανθρωπιστική κρίση και την καταστροφική ύφεση και ανεργία που έφεραν τα μνημόνια, στην απροθυμία της ελληνικής μεριάς για «μεταρρυθμίσεις».

 

Τελικά, πού μπορεί να οδηγηθεί αυτή η Ευρώπη; Και αν είναι έτσι, σε τι μπορεί να ελπίζει ο ελληνικός λαός;

Θεωρώ πως αν θέλουμε να μιλήσουμε ειλικρινά για τους «εταίρους» της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ένωσης τότε πιο κοντά στην πραγματικότητα θα ήμασταν αν αναφερόμασταν σε μια πολιτική και τεχνοκρατική κάστα απόλυτα εξαρτημένη και καθοδηγούμενη από ισχυρά εθνικά και υπερεθνικά οικονομικά ευρωπαϊκά συμφέροντα που όχι απλά αδιαφορεί αλλά θεωρεί και εμπόδιο τη δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία, τη δικαιοσύνη.

Είναι τόσο μικροί, όμως φαίνονται τόσο μεγάλοι μέσα από τα υπερεθνικά εργαλεία της Ε.Ε.

Ήταν αποκαλυπτικός ο επικεφαλής της Bundesbank ο οποίος πριν από λίγες μέρες ανέφερε ότι στην Ελλάδα πρέπει να εγκαθιδρυθεί μια «λειτουργική Διοίκηση» που θα οδηγήσει την οικονομία σε μια βιώσιμη πορεία.

Το αναφέρω αυτό γιατί αν θέλουν να εγκαθιδρύσουν Διοίκηση στην Ελλάδα, ας μας το πουν ευθέως, ας παραιτηθούμε, ας αναστείλουμε τη λειτουργία της Βουλής, ας ορίσουν γκαουλάιτερ ώστε να κάνει και ο λαός μας τις επιλογές του.

Πιο πολιτικά μιλώντας, η Ευρώπη για να αντιμετωπίσει την κρίση οδηγείται από τα κυρίαρχα κέντρα στην αναγόρευση του πιο επιθετικού και αρπακτικού νεοφιλελευθερισμού σε καθολικό δόγμα, στο χτύπημα της εργασίας και του κοινωνικού κράτους, στην ιδιωτικοποίηση κάθε κερδοφόρου αγαθού και στη διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στην περιφέρεια και το κέντρο. Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου προϋποθέτει το τέλος της Δημοκρατίας και το τέλος της Πολιτικής με την πλήρη υπαγωγή της στις δυνάμεις του κεφαλαίου. Όμως, τόσο η Δημοκρατία όσο και η Πολιτική θα επανέρχονται συνεχώς ως ανάγκη, ως απαίτηση και ως έκφραση των πιο ζωτικών συμφερόντων των από κάτω, των κοινωνικών πλειοψηφιών πλέον που καταδικάζονται στο περιθώριο.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στη χώρα μας. Όμως, ένα «καλό» σενάριο δεν θα μας χαριστεί ως ένδειξη καλής θέλησης σε δικές μας υποχωρήσεις ούτε θα είναι επίτευγμα μιας καλής διαπραγματευτικής ομάδας. Το «καλό» σενάριο θα κατακτηθεί μέσα από πολιτικές μάχες αντίστασης.

 

Με ποιους όρους θεωρείτε ότι πρέπει να δοθεί αυτή η μάχη, ώστε να έχει θετική κατάληξη για τον ελληνικό λαό;

Χρειάζεται, καταρχήν, να σταματήσει η παραλυτική αναμονή κάποιων θετικών εξελίξεων και να οργανώσουμε την αντίστασή μας στους εκβιασμούς που θα τεθούν. Πρέπει να αλλάξουν οι όροι του παιχνιδιού και να βγούμε από το γήπεδο του αντιπάλου. Η οικονομική μας θέση, όσο περνά ο καιρός, γίνεται και πιο αδύναμη. Όμως, παραμένει δύναμή μας η πολιτική με την προϋπόθεση ότι αυτή γίνεται κτήμα και θέληση της ίδιας της κοινωνίας. Επομένως, η διαπραγμάτευση πρέπει με πολιτικές πρωτοβουλίες εξωστρέφειας και καθόδου στο λαό να μεταφερθεί από τα Brussels και τα Euro-groups στην κοινωνία. Αυτό απαιτείται. Συγκεκριμένες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να προταθούν πολλές, όμως το βασικό είναι η κατεύθυνση να γίνει η διαπραγμάτευση και η αντίσταση στις πιέσεις λαϊκή υπόθεση. Είναι αυτό που αρκετός κόσμος λέει: «Δεν πάει άλλο. Ας περάσουμε δύσκολα για ένα διάστημα αρκεί να χτίσουμε κάτι με προοπτική για τα παιδιά μας». Ε, αυτή η πεποίθηση αν τονωθεί και αν οργανωθεί σε ένα σχέδιο αντοχής στα τελεσίγραφα και προοπτικής για τον τόπο μπορεί να αλλάξει τους όρους της διαπραγμάτευσης και να διευρύνει τις δυνατότητες.

Ο χρόνος δεν κυλάει υπέρ μας και χωρίς την προετοιμασία και την ενεργή στήριξη του λαϊκού παράγοντα είναι αδύνατο να αντιμετωπιστούν οι εκβιασμοί που θα δεχτούμε.

Καταλήγοντας, ο αντιμνημονιακός αγώνας του λαού μας πρέπει να δικαιωθεί όπως και η βαθιά του ανάγκη να υπάρξει σε αυτή τη χώρα κάθαρση, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια.

Ο λαός μας πρέπει να γίνει και να παραμείνει αισιόδοξος, να του δοθεί η δυνατότητα να πιάσει δουλειά σε ένα σχέδιο καθολικής ανάταξης της χώρας, οι νέοι άνθρωποι πρέπει να ξαναγαπήσουν την πατρίδα τους και να μη νιώθουν τον εξευτελισμό της επιτροπείας και την απόρριψη. Η στιγμή είναι ιστορική για τη χώρα, όπως και η ευθύνη που έχουμε.

 

Ένας συμβιβασμός, περισσότερο ή λιγότερο έντιμος, υπό ποιους όρους και προϋποθέσεις και με ποιο τρόπο πρέπει -αν πρέπει- να τεθεί στην έγκριση του λαού με τη μορφή, για παράδειγμα, δημοψηφίσματος;

Θεωρώ ότι το δημοψήφισμα παραμένει πάντα μια δημοκρατική επιλογή. Όμως, δεν αρκεί αυτό. Εάν τα πράγματα οδηγηθούν σε μια οδυνηρή για τη χώρα συμφωνία, τότε για να έχει αξία η προσφυγή στο λαό σημαίνει ότι έχουν προετοιμαστεί οι όροι για να απαντηθεί θετικά το άλλο σκέλος του ερωτήματος.

Επομένως, το δημοψήφισμα έχει νόημα ως μέσο αντίστασης και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης και όχι ως μέσο λαϊκής νομιμοποίησης σκληρών πολιτικών. Και, επιπλέον, δεν μπορεί εμείς να αποδεχόμαστε να κυβερνήσουμε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, οποιαδήποτε συμφωνία κι αν γίνει εφικτό να καταληχθεί. Δεν είμαστε κυβέρνηση παντός καιρού. Δεν έχουμε εξουσιοδοτηθεί για να κυβερνάμε γενικώς αλλά για να βγάλουμε τον τόπο από το μνημονιακό τέλμα. Διαχειριστές της φτώχειας, της υποτέλειας και της κοινωνικής δυστυχίας υπάρχουν άλλοι, πρόθυμοι να το κάνουν αυτό όπως έδειξαν τα τελευταία χρόνια ή όπως κάνουν και τώρα πιέζοντας για άνευ όρων υπογραφή συμφωνίας.

 

Ως υπεύθυνος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για τα ζητήματα αγροτικής ανάπτυξης, πώς βλέπετε τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης στον τομέα αυτό;

Το αγροτικό ζήτημα είναι κομμάτι της μεγάλης ανάγκης για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Αυτή η χώρα δεν μπορεί να εισάγει βασικά διατροφικά προϊόντα και δεν μπορεί να μην αξιοποιεί τον πλούτο που κρύβει η γη της και το κλίμα της. Το αίτημα «να παράγουμε», που πολύς κόσμος συζητά, είναι κεντρικό ζητούμενο για να σταθεί η χώρα στα πόδια της. Αυτό το ζήτημα δεν αφορά μόνο ένα Υπουργείο, αλλά πρέπει να είναι κεντρικό ζήτημα της κυβερνητικής πολιτικής και απαιτεί συνολικές τομές και κατευθύνσεις.

Η γη, η τροφή και το περιβάλλον είναι στο στόχαστρο. Τα παιχνίδια που παίζονται είναι πολύ μεγάλα. Η περίφημη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ ήταν απλά μικρή εικόνα από τον εφιάλτη της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα σε Ε.Ε. και ΗΠΑ (ΤΤΙΡ). Ισοπεδώνονται κράτη, η κυριαρχία τους, η νομοθεσία τους, η δυνατότητά τους να προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή προς χάριν των πολυεθνικών που θέλουν να καθορίσουν το τι θα παράγεται, πώς θα τρεφόμαστε και ποιος θα ωφελείται από αυτό.

Με αυτή την έννοια θα έλεγα, μιλώντας συνολικά για το κυβερνητικό έργο, πως δεν πρέπει να εγκλωβιστούμε σε μια διαχείριση της κατάστασης και μάλιστα με τα εργαλεία, και αναφέρομαι στο κράτος, στη Διοίκηση, στις σχέσεις που υπάρχουν και που μας άφησαν οι προηγούμενοι. Χρειάζονται μεγάλες τομές, προβολή στρατηγικών και κυρίως η εφεύρεση νέων τρόπων συμμετοχής της κοινωνίας. Η υπέρβαση της καθολικής κρίσης της χώρας που αφορά την πολιτική, την οικονομία, την κοινωνία, την παραγωγή, το δημογραφικό, τα αξιακά πρότυπα και την κοινωνική συνείδηση δεν θα συμβεί διαμέσου της κυβέρνησης και του κοινοβουλευτικού έργου.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!