Ο πατέρας μου Θωμάς Κ. Σχίζας (1897-1995) ήταν στρατιώτης για πέντε χρόνια (1917-1922) στο μακεδονικό μέτωπο και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία, με την ιδιότητα του οδηγού αυτοκινήτων – που εκείνη την περίοδο χαρακτηρίζονταν από εξαιρετική σπανιότητα. Μετά το 1918 και για 9 μήνες συμμετείχε στη ζώνη των επιχειρήσεων. Παρακολούθησε τα γεγονότα από μια σκοπιά «φανταρίστικη», διαφορετική των στρατιωτικών και πολιτικών πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, χωρίς να διαθέτει ιστοριογραφικά ή άλλα προσόντα. Η γραφή αυτού του κειμένου έγινε εκ των υστέρων από τον ίδιο, από τη συναρμολόγηση των εμπειριών του, είχε δε ως ελάττωμα την ανεπαρκή γνώση των ελληνικών από έναν άνθρωπο που δεν έκρυβε ότι ήταν τελειόφοιτος της 4ης Δημοτικού.
Αφετηρία της αφήγησης είναι η έναρξη της ήττας του ελληνικού στρατού –όπως ήρθε στα αυτιά του Θωμά Σχίζα– και η καταστροφή. Ήταν μια ήττα συντριπτική, που στοίχειωνε τις επόμενες ημέρες ως το τέλος της μεγάλης ζωής του, που πάντα απαιτούσε επεξηγήσεις και διευκρινίσεις όσον αφορά τη συμπεριφορά των υπευθύνων της εκστρατείας.
Από αυτό το ελάχιστο μέρος των σημειώσεων του πατέρα μου που αποφάσισα να διασώσω, διατήρησα την «ορθογραφία» με τις παρεκκλίσεις της από τον κανόνα της γραμματικής ορθότητας: Πιστεύοντας πως και αυτή είναι τεκμήριο μιας εποχής.
Γιάννης Θ. Σχίζας
Με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από η Μικρασιατική Καταστροφή δημοσιευτούμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από την μαρτυρία του Θωμά Κ. Σχίζα, ο οποίος υπηρέτησε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Η μαρτυρία αυτή αποτελεί ένα σοβαρό ιστορικό ντοκουμέντο και μπορείτε να τη βρείτε ολόκληρη σε ένα μικρό βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Α/συνεχεια, με τίτλο «Η κατάρρευσις του μετώπου», σε επιμέλεια του Γιάννη Θ. Σχίζα.
Στο λιμάνι της Πούντας
Ένα από τα τμήματα των μεραρχιών που ήρθαν από τη θράκη πλησίασε στη σιδερένια σκάλα και κατέβασε 2 πυροβολαρχίες μέσα στα ανοιχτά βαγόνια. Εν τω μεταξύ οι τούρκοι της Σμύρνης έκαναν μυστικές συγκεντρώσεις στο μαχαλά τους και βλέποντας την ανέλπιστον κατάστασιν ετοιμάζωνταν για το μεγάλο πλιάτσικο. Κατ’ αρχήν συνελήφθησαν μερικοί τούρκοι αλλά μετά τους άφησαν ελεύθερους. Κοντά στο θάλαμό μας στη στρατώνα υπήρχαν στρατιωτικές φυλακές με 100-200 φυλακισμένους. Ευρέθισαν οι πόρτες ανοικτές. Ίσως απελύθησαν ή βίασαν οι ίδιοι τις πόρτες. Το απέναντί μας νοσοκομείο άδειαζε από τους τραυματίες και διαλύονταν. Μπροστά στη χαρτογραφική υπηρεσία και στο προαύλιο των στρατώνων ήταν σκορπισμένες χιλιάδες φωτογραφίες. Η κάθε υπηρεσία εγκατέλειπε τη θέσι της χωρίς να αντιληφθεί η γειτονική τίποτε.. Όσοι φυγάδες κατόρθωναν να μπουν στα τραίνα έφταναν γρήγορα και μας έλεγαν τι γίνωνταν. Έτσι από αυτούς μάθαμε τον θάνατο πολλών συναδέλφων στο Αλή-Βεράν από εκείνους που αντικατέστησε ο Χατζηανέστης. Οι τελευταίοι μας είπαν ότι οι τούρκοι έπρεπε να βρίσκονται στη Μαγνησία, δηλαδή 4-5 χιλιόμετρα μακριά από τη Σμύρνη…. Ευτυχώς ήταν μακρύτερα.
Ένας οδηγός που ήρθε από το αεροδρόμιο του Καζιμίρ μας είπε ότι υπήρχαν εκεί μόνο δυο αεροπλάνα (μπρακέ) αλλά και αυτά θάφευγαν σε λίγο.
Μια μικρή κοπέλα που τυχαίως τη συνήντησα και ήταν γνωστής μου οικογένειας με κλάματα μου είπε: Που μας αφίνεται εμάς Θωμά; Δεν παίρνεις εμένα τουλάχιστον κάτω στην Ελλάδα, για να μην με πάρει κανένας τούρκος; Και έκλεγε συνεχώς… Ήταν αδύνατο…. 10 χρονών κοριτσάκι ήταν.
Ο μπαλωμένος τότε εσταμάτισε να φκιάνει ρεμίζες για τα αυτ/τα του Κεμάλ.
Όταν πήγα εκεί μου έδωσε τα χαρτιά 14ρων αυτοκινήτων να πάω να τα παραδώσω στη Μυτιλήνη και να επιστρέψω. Επί τη ευκαιρία του ζήτησα ένα ζεύγος άρβυλα γιατί αυτά που φορούσα ήταν τρύπια αλλά δεν μούδωσε. Τα αυτοκίνητα εν τω μεταξύ είχαν ρυμουλκιθεί και φορτώνονταν στο πλοίο (Πλαταιαί). Πήρα τα πράγματά μου και εγκατέλειψα τους στρατώνες – το κονάκι όπως το έλεγαν οι τούρκοι. Ήταν η τελευταία φορά που το αντίκρυζα. Στον παραλιακό δρόμο των Σμυρναίων πλήθος ανθρώπων αλλόφρονες κινούνταν από διάφορα στενά προς τη θάλασσα. Κάποτε έφθασα στην Πούντα. Η σκάλα ήταν φραγμένη με κάγκελα ύψους πλέον των 3 μέτρων και αυτό δια την ασφάλειαν. Στο επάνω μέρος τα σίδερα είχαν αιχμές και ήταν γυρισμένες προς τα έξω. Ώστε να είναι αδύνατον να ανέβει κανείς επάνω και να πηδήσει από εκεί μέσα, εκτός αν είχε σκάλα. Το μήκος της ξηράς που ήταν έτσι, ήταν ίσως και 500 μέτρα. Άρχιζε από την έξω πλευρά της θαλάσσης και κατέληγε στην ανατολική.
Μια πόρτα μεγάλη με σίδερα χοντρά και με το ίδιο σχέδιο επέτρεπε το άνετο πέρασμα 2 αυτ/των προς τα μέσα ή έξω. Εκεί τοποθέτησαν δυο σκοπούς για να μην περνούν μέσα οι στρατιώται, αφού έκλεισαν πρώτα την μισή πόρτα. Επειδή οι οδηγοί φόρτωναν διάφορα υλικά κυκλοφορούσαν ελεύθερα αφού έλεγαν στους σκοπούς ότι θα επανέλθουν. Υποθέτω ότι ήταν Τρίτη χωρίς να θυμούμαι καλώς ενώ οι τούρκοι μπήκαν Σάββατο πρωΐ.
Τα αυτ/τα που συνόδευα τα κατέβασαν όλα στο αμπάρι ενώ φόρτωναν άλλα κιβώτια με υλικά στρατιωτικά.
Στο γειτονικό πλοίο που δεν ήταν δεμένο στην άκρη έβαζαν τραυματίες από τα νοσοκομεία και ασθενείς εις σοβαράν κατάστασιν και τους περνούσαν από μια μαούνα στο πλοίο. Ένας λοχαγός του 4ου επιτελείου μεταφορών έδιδε διαταγές στα πλοία ως προς την ώραν αναχωρήσεως των. Όμως αμφιβάλω αν εκτελούνταν όλες οι διαταγές του.
Στην Πούντα μείναμε σχεδόν δυό μέρες. Στο διάστημα αυτό έπρεπε οι μεραρχίες που ήρθαν από τη θράκη να κατέβουν και να λάβουν θέσεις αλλ’ οι στρατιώται στασίασαν καθώς είπα. Δεν κατέβαιναν κάτω ούτε υπήρχε δύναμης ικανή να τους το επιβάλει.. Μόνον αν απειλούντο με βούλιαγμα τα πλοία θα κατέβαιναν στην ξηρά. Για να γίνει όμως αυτό έπρεπε να υπάρχει Πάγκαλος ή Κονδύλης. Αυτοί θα διέταζαν να βουλιάξουν τα πλοία αλλά τέτοιοι δεν υπήρχαν. Έτσι οι στρατιώται όχι μόνο αρνούνταν να κατέβουν από τα πλοία αλλά και να πάρουν τα κανόνια Σκόντα που είχαν ξεφορτώσει στα βαγόνια. Αφήστετα να τα πάρουν οι τούρκοι, φώναζαν. Δεν θα τα πάρουμε μαζί μας, θα μας ξαναστείλουν δώθε…..
Από το δρόμο του Μπουρνόβα έρχονταν χιλιάδες στρατιώται όπως τα κοπάδια που τα κυνηγούν λύκοι. Όλοι μαζί και αμίλητοι. Άλλοι ήταν οπλισμένοι με όπλα και χειροβομβίδες άλλοι με πιστόλια μόνο, άλλοι εντελώς ανυπόδητοι άλλοι με διαλυμένες αρβύλες δεμένες με σχοινιά. Όσο για τα ρούχα πάλιν ήταν απερίγραπτον. Όλοι προσπαθούσαν να μπουν στο φραγμένο χώρο και εν συνεχεία να ανεβούν στα πλοία. Μερικοί φορούσαν παντελόνια ως το γόνατο, άλλοι με το ένα σκέλος μακρύτερο από το άλλο, άλλοι μισόγυμνοι και των περισσοτέρων ο ιματισμός ήταν κουρέλια.
Τα ξαναείπα προηγουμένως. Το πείσμα των Ελλήνων είναι φοβερό και φθάνει μέχρι προδοσίας. Έτσι οι δυο πυροβολαρχίες Σκόντα που μόλις τις προμηθεύτηκε ο στρατός έμειναν πάνω στα βαγόνια.
Την Τετάρτη το πρωϊ βγήκα από τον περίβολο με κάποιο συνάδελφο να πάρω νερό και κάτι για να φάω. Έξω στην πόλι γίνωνταν μεγάλο κακό. Σμυρνοί και πρόσφυγες από τας γύρω πόλεις και χωριά γέμιζαν τους δρόμους. Μια μικρή κοπέλα που τυχαίως τη συνήντησα και ήταν γνωστής μου οικογένειας με κλάματα μου είπε: Που μας αφίνεται εμάς Θωμά; Δεν παίρνεις εμένα τουλάχιστον κάτω στην Ελλάδα, για να μην με πάρει κανένας τούρκος; Και έκλεγε συνεχώς… Ήταν αδύνατο…. 10 χρονών κοριτσάκι ήταν. Ο πατέρας της κοπελίτσας είχε στη συνοικία μορτάκια κέντρο ουζοπωλείο, είμασταν φίλοι θαμώνες στο κέντρο αυτό και μια μέρα μας φιλοξένησε σπίτι του. Όταν ήρθε η ώρα των μεζέδων και του ούζου που συνείθιζαν οι Σμυρνοί, μου έπιασαν τα χέρια και με τάϊζαν αυτοί. Ο κυρ Κώστας λοιπόν που είχε το κέντρο και την κοπελίτσα που συνήντησα, έπειτα από δυο μήνες τηγάνιζε σηκοτάκια στη θεσσαλονίκη σε καταυλισμό προσφύγων. Όταν τον είδα άρχισε τα κλάματα…. Όλοι γλυτώσαμε θωμά μου ,είπε, πλην του κοριτσιού. Το κορίτσι μας το καμάρι του σπιτιού… μας το πήρε ένας τούρκος. Αυτό είναι ένα από τα άπειρα δράματα των μικρασιατών προσφύγων, αλλά επανέρχομαι στην πούντα.
Αγόρασα ένα ψωμί ζεστό και κάτι άλλο. Έπειτα πήρα νερό με ένα κανάτι που αγόρασα και στάθηκα κάπου λίγη ώρα αλλά σε σημείο που δεν έβλεπα τη σκάλα της Πούντας. Εκεί αφού είδα την τρομάρα του λαού πήρα τα πράγματά μου να ανεβώ στο πλοίο που θα έφευγε όταν φόρτωνε. Έπειτα από 2-3 λεπτά πλέον δρόμου έβλεπα την σκάλα. Το τι αντίκρυσα όμως ήταν απερίγραπτο! Ήταν καταπληκτικό! Από το δρόμο του Μπουρνόβα έρχονταν χιλιάδες στρατιώται όπως τα κοπάδια που τα κυνηγούν λύκοι. Όλοι μαζί και αμίλητοι. Άλλοι ήταν οπλισμένοι με όπλα και χειροβομβίδες άλλοι με πιστόλια μόνο, άλλοι εντελώς ανυπόδητοι άλλοι με διαλυμένες αρβύλες δεμένες με σχοινιά. Όσο για τα ρούχα πάλιν ήταν απερίγραπτον. Όλοι προσπαθούσαν να μπουν στο φραγμένο χώρο και εν συνεχεία να ανεβούν στα πλοία. Μερικοί φορούσαν παντελόνια ως το γόνατο, άλλοι με το ένα σκέλος μακρύτερο από το άλλο, άλλοι μισόγυμνοι και των περισσοτέρων ο ιματισμός ήταν κουρέλια.
Εκείνο όμως που θυμούμαι ήταν ότι όσοι είχαν τα όπλα τους ήταν οι λιγότερο εξαθλιομένοι. Δεν ξέρω αν οι σκοποί προσεπάθησαν να τους εμποδίσουν την είσοδο αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Πλησίασα γρήγορα με το συνάδελφό μου την πόρτα αλλά από το πλήθος ήταν δύσκολη η είσοδός μας. Τέλος μπήκαμε μέσα, περάσαμε ανάμεσα σε βαγόνια που ήταν φορτωμένα διάφορα στρατιωτικά υλικά αλλά και τα κανόνια Σκόντα, που ανέφερα προηγουμένως. Επάνω στη σιδερένια σκάλα που είχε πολλές γραμμές ήταν ίσως και 100 βαγόνια φορτωμένα με υλικά του στρατού. Οι στρατιώται καθώς έμπαιναν στον περίβολο προσπαθούσαν να βρουν ποιο καράβι θα μπορούσε να τους πάρει και εν τη προσπαθεία των ανεβοκατέβαιναν 5-6 σειρές βαγονιών και πότε πήγαιναν από τη μια πλευρά και πότε από την άλλη. Μερικοί από τους στρατιώτες έφεραν ξύλινες σκάλες και αφού μπήκαν μαυτές μέσα τις χρησιμοποιούσαν για να ανέβουν και άλλοι.
Αλλά τώρα είναι καιρός να πω και για το Πλαταιαί που ήταν τα 14 αυτοκίνητα που συνόδευα. Το φορτηγό αυτό ήταν 8 χιλ. τόνων και ταχύτητος 4ρων μιλίων την ώρα. Αι αποθήκες του νερού που είχε ήταν 20 τόνων και έπαιρνε νερό τότε πλευρισμένο με μια λαστιχένια παμπάλαια σωλήνα. Στο μεταξύ όμως έφθασαν οι χιλιάδες των στρατιωτών και ανέβαιναν από τις δυο σκάλες του βαποριού αλλά αυτό ήταν επικίνδυνο γιατί καθώς ανέβαιναν πολλοί μαζί θα έσπαζε η σκάλα από το πολύ βάρος.
Εκτός αυτού έξω του βαποριού περίμεναν να ανέβουν χιλιάδες ακόμη. Πως θα ανέβαιναν; Πολλοί στρατιώται αφού ανέβικαν επάνω έριχναν σχοινιά από το βαπόρι και τραβούσαν τους φίλους των ή άλλους που ήθελαν. Εν τω μεταξύ έφθασαν και οι ξύλινες σκάλες και τις ακούμπισαν στα πλάγια του βαποριού και από εκεί ανέβαιναν. Το τι σαματάς γίνωνταν εκεί, σπροξήματα δε λέγεται. Κάποτε φθάσαμε και εμείς μπροστά στο πλοίο αλλά να ανέβουμε από τις σκάλες ήταν αδύνατο. Ευτυχώς άλλοι συνάδελφοι που ήταν στο πλοίο μας περίμεναν και μόλις μας είδαν μας έριξαν ένα κάβο και εν συνεχεία μας τράβιξαν επάνω.
Εντός δύο ωρών στο πλοίο ανέβικαν 5,500 χιλ. στρατιώται και στέκωνταν όλοι όρθιοι. Μέχρι και στα κατάρτια του πλοίου κρέμονταν οι φαντάροι και εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν. Το περίεργο ήταν ότι όταν ανέβαιναν στο πλοίο δε μιλούσαν διόλου. Ο σαματάς γίνωνταν στις σκάλες και την ώρα της προσπάθειας να πατήσουν επάνω. Εκείνοι πάλιν που κατέφθαναν ήταν αμίλητοι ίσως από τη μεγάλη εξάντλησι. Σε αυτόν τον όχλο πλέον δεν υπήρχον ούτε αξιωματικοί ούτε υπαξιωματικοί γιατί όλοι οι αξιωματικοί φόρεσαν ρούχα απλού στρατιώτου. Όταν ήρθαμε στο Σούνιο έπειτα από δυο μέρες μάθαμε ότι μέσα στο βαπόρι ήταν 200 αξιωματικοί εκ των οποίων ένας συνταγματάρχης.