Κάτι θα γίνει, θα δεις
Συγγραφέας: Χρήστος Οικονόμου
Εκδόσεις: Πόλις
Το ξάφνιασμα είναι ευχάριστο και ταυτόχρονα δυσάρεστο. Ευχάριστο, διότι ένα λογοτεχνικό κείμενο σπάει το «μονοπώλιο» της μεσουρανούσης, μέχρι πρότινος, «μεσαιοχώρας», δίνοντας το λόγο στους παρίες της ευημερίας (που μας τελείωσε και επισήμως). Δυσάρεστο, γιατί οι ιστορίες που διηγείται αφήνουν την πικρή επίγευση μιας ήττας που υφίσταται, εδώ και πολλά χρόνια, ο κόσμος της εργασίας.
Ο Χρήστος Οικονόμου, επανέρχεται επτά χρόνια μετά την πρώτη του συλλογή διηγημάτων (Γυναίκα στα Κάγκελα), επιμένοντας στο δύσκολο είδος του διηγήματος (λόγω πυκνότητας αφήγησης, χώρου, χρόνου που απαιτεί, αλλά και έλλειψης δημοφιλίας). Στη δεύτερη συλλογή του, Κάτι θα Γίνει, θα Δεις (που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις) περιλαμβάνει 16 ιστορίες απελπισίας, φόβου, θυμού, εκδίκησης, συντετριμμένων ονείρων, λαχτάρας για ζωή και μιας αμυδρά υπονοούμενης ελπίδας γι’ αυτό που αναφέρει κι ο τίτλος της συλλογής (κι ενός από τα διηγήματά της). Ήρωες (και αντιήρωες) των ιστοριών του Χ. Οικονόμου είναι εργαζόμενοι με το χαρτί της απόλυσης στο χέρι («να σε διώχνουν απ’ τη δουλειά είναι σαν κάταγμα»), μοναχικοί διαδηλωτές που διαμαρτύρονται για τον χαμένο σε εργατικό ατύχημα φίλο τους, άνθρωποι πελαγωμένοι μπροστά σε στοίβες απλήρωτων λογαριασμών, νοικοκυριά που η τράπεζα απειλεί να τους κατασχέσει το σπίτι κι άλλα που τους το πήρε ήδη η απαλλοτρίωση (ελέω ανάπτυξης), γυναίκες εγκαταλειμμένες από τους συζύγους τους, νέοι που καραδοκούν για μιαν εκδίκηση, συνταξιούχοι που αναρωτιούνται αν, εκτός από τα σκουπίδια, πρέπει να ανακυκλώνονται κι οι άνθρωποι. Ένας κόσμος που ο «εκσυγχρονισμός» και το καταναλωτικό όνειρο είτε δεν τον έχει αγγίξει είτε τον σάρωσε καταστροφικά. Σταθερό τοπίο των ιστοριών, οι γειτονιές του Πειραιά, τα Καμίνια, η Νίκαια, το Κερατσίνι, το Πέραμα που ακροβατούν ανάμεσα στο προλεταριακό παρελθόν τους και τη μικροαστική μετάλλαξή τους. Στη σύνθεσή τους και στις φευγαλέες διασταυρώσεις τους οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να διαβαστούν και σαν την τοιχογραφία μιας τάξης που παρατηρεί «κομμάτι-κομμάτι να της παίρνουν τον κόσμο της», που θυμοσοφεί πάνω στον πλούτο, τη φτώχεια («η μοχθηρή φτώχεια η πρόστυχη. Πλάσμα του σπιτιού τώρα κι αυτή, κατοικίδιος αρουραίος»), το χρήμα, τη δουλειά, την κοινωνική αδικία, τον ταξικό φθόνο, την πολιτική και τους πολιτικούς, τη ζωή, τον θάνατο, άλλοτε αναπαράγοντας τηλεοπτικές κοινοτοπίες γύρω από ένα μπουκάλι τσίπουρο κι άλλοτε εκστομίζοντας «ατάκες» που τρομάζουν και τους ίδιους εμπνευστές τους με τη «θεωρητική» τους ακρίβεια. Εξαιρετικής λογοτεχνικής (και ανθρωπολογικής) αξίας οι εσωτερικοί μονόλογοι των ηρώων τού Χ. Οικονόμου, παράξενες, συχνά «λοξές» οι περιπέτειές τους, αλλά εντελώς ρεαλιστική η κατάσταση των πραγμάτων τους, μια ζοφερή εικόνα του μέλλοντός μας, αν ο ολετήρας του κοινωνικού μεσαίωνα που απεργάζονται οι «επιτηρητές» δεν σκοντάψει στα αποθέματα αντίστασης που πάλλονται κάτω από την απελπισία των αποκλεισμένων.
Γ.Κ.