Η απόλυτη παραφροσύνη στα σαλόνια και στους δρόμους Της Μαρίας Πετρίτση

Στην παλιά Αθήνα οι αστυφύλακες κυνηγούσαν τους τεντιμπόηδες και τους ξύριζαν δημοσίως τα κεφάλια. Οι περαστικοί -πληρωμένοι οι περισσότεροι- τους έφτυναν και τους λοιδορούσαν με την ησυχία τους, κάνοντας χάζι. Σήμερα, η σύγχρονη εκδοχή του Νόμου 4000 βγάζει χυδαία στο γυαλί τα πρόσωπα οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών και καλεί την κοινή γνώμη και τους μπερμπάντηδες να λάβουν μέτρα. Ο φασισμός νομιμοποιείται, τα ατομικά δικαιώματα καταλύονται.
Κάποτε κρέμαγαν στην πλατεία τους κομμουνιστές ή έφερναν βόλτες πάνω σε κοντάρια τα κομμένα κεφάλια τους. Να δει ο κόσμος τι παθαίνουν οι «κακοί» και τι τον περιμένει και αυτόν σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί με το σύστημα. Σήμερα τα όργανα της τάξης σπάνε τα κεφάλια των εργατών στα ναυπηγεία και οι εφημερίδες γεμίζουν με τις κανιβαλικές φωτογραφίες του εγκλήματος. Όχι, βέβαια, για να καταγγείλουν την κρατική βία τα περισσότερα, αλλά, εμμέσως πλην σαφώς, για να τρομάξουν και να συνετίσουν τους αντιρρησίες που επιμένουν να αντιστέκονται στα μέτρα που θέλει να επιβάλει η κυβέρνηση και οι συνέταιροί της. Κάποτε το χαρτζιλίκι των παιδιών το έκλεβαν οι χρυσοδάκτυλοι. Σήμερα το μέλλον των παιδιών το κλέβουν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού και κανένας δεν φαίνεται να το πολυκαταλαβαίνει. Κανένας, τουλάχιστον, από όσους διαμόρφωσαν τη λαϊκή εντολή που έφερε και συντηρεί τους μεγαλοαπατεώνες στην εξουσία.
Οι χρυσαυγίτες τα βάζουν με τους Πακιστανούς, τους Νιγηριανούς και τους μεροκαματιάρηδες των λαϊκών αγορών. Τους ανοργάνωτους. Με τους Ρώσους και τους Κινέζους, που προέρχονται από ισχυρά κράτη και διαθέτουν οργανωμένη μαφία, δεν τολμά να τα βάλει κανείς. Οι Έλληνες καταστηματάρχες ωρύονται πως τα κινέζικα προϊόντα έχουν κατακλύσει την αγορά και πως οι Κινέζοι τους κλέβουν το ψωμί από το στόμα. Πρόσφατα αποσύρθηκε από μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών κινέζικο παιχνίδι που κρίθηκε επικίνδυνο για την υγεία. Ένας Θεός ξέρει πόσα Ελληνόπουλα είχαν ήδη προλάβει να παίξουν με αυτό. Κι όμως, ουδέποτε ακούστηκε να σπάει κινέζικο μαγαζί ή να τραμπουκίζει Κινέζους μετανάστες ο θρασύδειλος θεματοφύλακας του συστήματος. Οι Ρωσίδες και οι Ουκρανές είναι το μπιζουδάκι της ερωτικής αγοράς. Κάθε μεγαλοεπιχειρηματίας -και όχι μόνο- που σέβεται τον εαυτό του έχει συμμετάσχει σε «πάρτι» όπου την κύρια αναψυχή την προσέφεραν οι καλλονές από τη Μόσχα. Οι μπράβοι του συστήματος όμως κλοτσάνε τις Φιλιππινέζες που πουλάνε κρεμμύδια στη λαϊκή και μόνο αυτές τους φταίνε που έχουν άλλο χρώμα δέρμα.
Τα πρωτοπαλίκαρα της τζάμπα εξέγερσης απειλούν λεκτικά την «εξοχοτάτη» καγκελάριο της Γερμανίας. Στήνουν σκετσάκια. Τελικά η εικόνα που βγαίνει προς τα έξω είναι μια μασκαράτα στη μέση του δρόμου, όπου διάφοροι καρνάβαλοι πλήρωσαν το μισό επίδομα ανεργίας τους για να νοικιάσουν ρετρό στολές των SS και κάνουν πλάκα χαιρετώντας ναζιστικά την κάμερα. Ο φασισμός διακωμωδείται ανώδυνα και βλακωδώς, η παρωδία δεν πάει πάρα πέρα. Μετά τη θεαματική παρέλαση έρχεται ο καφές και η παραφιλολογία του ουζερί. Οι Έλληνες γίνονται αστείοι.

Το υπο-ισόγειο και το ρετιρέ
Είναι αυτονόητο πως η πιο εύκολη και ασφαλής λύση για να μείνουν στο απυρόβλητο οι ισχυροί είναι να φαγώνονται μεταξύ τους τα λαϊκά στρώματα. Ο ένοικος του ισογείου πρέπει να στραφεί εναντίον των σαράντα νοματαίων που κοιμούνται παράνομα στο υπόγειο. Του «βρομίζουν την είσοδο, του κλείνουν το δρόμο». Βλάπτουν την αισθητική του. Οι σαράντα μελαψοί ένοικοι του υπογείου τρέμουν μην τους δει ο ένοικος -ή ιδιοκτήτης- που μένει στον πρώτο και τους καρφώσει. Αν ο διπλανός κάνει πως τους υπερασπίζεται, ο ένοικος του πρώτου θα τα βάλει και μαζί του. Με το ρετιρέ δεν ασχολείται κανείς. Τα ισόγεια και τα υπόγεια, άντε και ο πρώτος στην καλύτερη περίπτωση, ας μαλλιοτραβηχτούν όσο θέλουν μεταξύ τους. Το «άνω θρώσκω» δεν αφορά, υπό καμία έννοια, τους πληβείους της σύγχρονης εποχής. Τώρα κουμάντο κάνουν άλλοι.
Η βίλα Αγγελοπούλου, ένα μεγαθήριο άνω των 4.500τ.μ. πληρώνει ρεύμα ως «επιχείρηση». Πολύ φθηνότερο από αυτό που θα πλήρωνε αν δηλωνόταν κανονικά ως κατοικία, δηλαδή. Στον άνεργο πατέρα τριών παιδιών ή στον συνταξιούχο των πεντακοσίων ευρώ που δεν πλήρωσε το χαράτσι δεν γίνεται όμως καμία διευκόλυνση: αν δεν εξοφλήσει τη ΔΕΗ θα του κόψουν το ρεύμα. Στη χειρότερη μπορεί να του κατασχέσουν και το σπίτι, το οποίο φυσικά ούτε σε όνειρο δεν θα πλησίαζε σε έκταση και πολυτέλεια αυτό της από αμέλεια εμπρήστριας ενός αθηναϊκού δάσους. Οι εφοπλιστές ζητούν να εξαιρεθούν από τη φορολόγηση των καταθέσεών τους στην Ελβετία. Φόρους ας πληρώνουν μόνο οι μισθοσυντήρητοι, οι μεροκαματιάρηδες, οι συνταξιούχοι και οι άνεργοι. Αυτό σημαίνει κράτος δικαίου στη δική τους γλώσσα.
Τα λαϊκά στρώματα νομιμοποιούνται να καταναλώνουν ληγμένα προϊόντα που όμως «Δεν κρίθηκαν ακατάλληλα».
Αμφιβάλλω, όμως, αν οι πατέρες της δημοκρατίας που μας κυβερνούν θα τάιζαν ποτέ τα παιδιά ή τα εγγόνια τους με σάπια προϊόντα ή αν θα χρησιμοποιούσαν γενόσημα φάρμακα για να τα θεραπεύσουν. Δεν θα ήταν σκόπιμο, άλλωστε: οι δικές τους αποδοχές δεν επλήγησαν από κανένα πακέτο.

Εξευτελισμός και βασανιστήρια
Η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αστυνομική αυθαιρεσία και η βία των τραμπούκων στρέφονται εναντίον Ελλήνων διαδηλωτών που εξευτελίζονται και βασανίζονται για πλάκα. Από παντού εκτοξεύονται απειλές.
Η κρατική αντίδραση είναι μια αστεία διάψευση των μαρτυριών τους και μια φανφαρόνικη μήνυση στο ξένο έντυπο που έφερε τις απαράδεκτες σκηνές στο φως, μιας και τα ντόπια ΜΜΕ τήρησαν σιγήν ιχθύος. Ο πολιτισμός των μισαλλόδοξων φτάνει μέχρι την απαγόρευση μιας θεατρικής παράστασης την οποία οι κατά δήλωση «πιστοί» αφαιρούν από τους κατά τη γνώμη τους «άπιστους» το δικαίωμα να παρακολουθήσουν.
Η πάλαι ποτέ «φωνή του Πολυτεχνείου» σήμερα κυκλοφορεί με Λουί Βιτόν, Μερσεντές και αστυνομική συνοδεία στους χλιδάτους δρόμους των Βρυξελλών και δηλώνει σεμνά την πίστη της στα μέτρα της κυβέρνησης «που μάχεται για κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία». Στην εποχή μας οι ιδέες και τα σύμβολα καταλύθηκαν. Ό,τι βλέπεις σήμερα στο δρόμο είναι αυτό που θα πρέπει να περιμένεις αύριο και στην πόρτα σου.
Στις ευρωπαϊκές εφημερίδες του δρόμου -free press στα ελληνικά- κυκλοφορούν παραποιημένες φωτογραφίες από το Σύνταγμα, όπου ο λεβέντης των ΜΑΤ -δεν ξέρω αν είναι ο διαβόητος Killer ή κάποιος εργατικός συνάδελφός του- απειλεί διαδηλωτή μόνο με τη γροθιά του: το κλομπ έχει εξαφανιστεί από το χέρι του χάρη στο Photoshop, και ο διαδηλωτής με την αντιασφυξιογόνο μάσκα φαίνεται να είναι αυτός που απειλεί να ορμήσει και ο ΜΑΤατζής εκείνος που αμύνεται.
Φυσικά η φωτογραφία δεν έφτασε τυχαία έτσι όπως έφτασε στα διεθνή Mέσα Eνημέρωσης. Κάποιος φρόντισε να την εξωραΐσει για να διευκολύνει τη μετάδοση της στρεβλής πληροφορίας στους Eυρωπαίους που παρακολουθούν, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του.

«Μαζί τα είπαμε»
Στις καθεστωτικές εφημερίδες φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια άρθρα που επικροτούν τη δράση της Χρυσής Αυγής και την ευχαριστούν δημοσίως για τον σωτήριο ρόλο της. Χωρίς ντροπή, χωρίς φόβο. Η Αριστερά (sic) του πάλαι ποτέ αντάρτη Κουβέλη προσυπογράφει και συνυπογράφει συμφωνίες αφανισμού του ελληνικού λαού παρουσιάζοντάς τις ως «σκληρά αλλά απαραίτητα μέτρα». Σε λίγο το περίφημο «μαζί τα φάγαμε» θα πλασαριστεί ως «μαζί τα είπαμε» και θα επιβαρύνει με μία ακόμη εικονική προδοσία το λαό.
Με κάθε νέο πακέτο οι τράπεζες πλουτίζουν και ο λαός λιμοκτονεί. Χιλιάδες άνθρωποι σέρνονται στους δρόμους τη στιγμή που ο πρωθυπουργός της φτωχότερης χώρας στην Ευρώπη κάνει χαμογελαστός βουκολικές βόλτες με την καγκελάριο της πλουσιότερης στον εθνικό κήπο. Δείχνει πως γι’ αυτόν ο έξω κόσμος δεν υπάρχει και πως η μόνη ελληνική πραγματικότητα είναι ο γαλάζιος ουρανός, το κουρεμένο γκαζόν και τα σιντριβάνια.
Αν όλα αυτά τα περιστατικά δεν συνθέτουν ένα τοπίο απόλυτης παραφροσύνης, αν ούτε αυτά καταφέρουν να μας ανοίξουν επιτέλους τα μάτια και να μας βγάλουν όλους μαζί στο δρόμο, τότε πώς ακριβώς φανταζόμαστε τα πράγματα σε δύο, τρία, δέκα, είκοσι χρόνια;

* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!