Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο. Ανακάλυψα τα βιβλία του Βασίλη Παπαθεοδώρου μέσω του… γιου μου. Εντάσσονται στη «λογοτεχνία για νέους», όμως -όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω- ο χαρακτηρισμός αυτός είναι μόνο εν μέρει ακριβής.

Αφορμή ήταν το βιβλίο Σχολική παράσταση (Εκδ. Καστανιώτης) που επανακυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό και παρουσιάζει όχι απλώς μια επικαιρότητα, αλλά θα μπορούσε να είναι κι ένα «όπλο» για τη μάχη κατά του ρατσισμού και του φασισμού. Όταν ήδη γνωρίζουμε πως η Χρυσή Αυγή έχει σημαντική επιρροή και είχε εκπονήσει στρατηγικό σχέδιο για την διείσδυσή της στους μαθητές, τότε θα καταλάβουμε καλύτερα τη μεγάλη αξία που έχει το βιβλίο του Βασίλη Παπαθεοδώρου. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σχολείο της Γερμανίας. Αυτή τη φορά ο «ξένος», ο «μετανάστης» είναι ο Γιώργος, ένα Ελληνόπουλο, μαθητής της Β’ γυμνασίου που αντιμετωπίζει το ρατσισμό από μαθητές και γονείς, ειδικά όταν του ανατίθεται από τον καθηγητή του ο βασικός ρόλος της σχολικής παράστασης. Την εποχή εκείνη, μάλιστα, είχαν ξεσπάσει ταραχές και εις βάρος των Ελλήνων από ομάδες νεοναζί. Ο συγγραφέας δείχνει και πως ένα «παιδί της γειτονιάς» καταλήγει σε μια συμμορία νεοναζί…
Από αυτό το βιβλίο βρέθηκα να διαβάζω τους Άρχοντες των σκουπιδιών (Εκδ. Καστανιώτης) μια σκληρή εικόνα του μέλλοντος που κατά κάποιον τρόπο ήδη βρίσκεται εδώ… Ένα βιβλίο που σαφώς αξίζει αν διαβάσουμε έφηβοι αλλά και ενήλικες. Η συζήτηση με το συγγραφέα, όπως πιστεύω θα συμφωνήσετε κι εσείς, ήταν άκρως ενδιαφέρουσα.

Καταπιάνεστε με δύσκολα θέματα. Μερικοί γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά πρέπει να μένουν μακριά από αυτά. Εσείς τι θα τους απαντούσατε;
Έχω δεχτεί κάποιες φορές κριτική για τη βία, το λεξιλόγιο, τη θεματολογία των βιβλίων μου, ότι είναι βίαια, λίγο «ανάρμοστα» κ.λπ. Κάθε βιβλίο γενικά εμπεριέχει και το στοιχείο της απεικόνισης της εποχής του. Δεν είναι κακό αυτό, αντιθέτως. Άποψή μου είναι πως για να αντιμετωπίσει κανείς το κακό πρέπει να το γνωρίσει κάπως και τα βιβλία αποτελούν μέσο ασφαλούς συνειδητοποίησης. Ζούμε σε μια εποχή όπου η βία, σε όλες της τις μορφές, ανθεί. Αυτό πρέπει να καταδειχθεί, να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό και συζήτηση. Αλλά για να δώσω και μια πιο απλή απάντηση, θα έλεγα πως είναι πάρα πολλά τα βιβλία που κρατάνε τα παιδιά μακριά από αυτά τα θέματα. Ας υπάρχουν και κάποια διαφορετικά.

Στη Σχολική Παράσταση σας απασχολεί ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αλλά και τα φαινόμενα νεοναζισμού. Υποθέτω πως αν το διάβαζαν διάφοροι θιασώτες της Χρυσής Αυγής θα πάθαιναν ένα σοκ, αφού τα θύματα είναι Έλληνες μετανάστες. Και τα επιχειρήματα μοιάζουν τόσο με όσα λένε οι εδώ μιμητές τέτοιων ομάδων… Ποια σκέψη σας έκανε να διαλέξετε αυτό το θέμα;
Πάντα υπάρχει κάποιο γεγονός της επικαιρότητας, που ίσως περνά στα «ψιλά» των εφημερίδων, αλλά που αν δεν προσεχθεί σίγουρα θα γίνει προάγγελος κάποιου μελλοντικού πρωτοσέλιδου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχαν γίνει ρατσιστικές επιθέσεις από νεοναζί σε τούρκικες συνοικίες γερμανικών πόλεων. Αντίστοιχα, πριν κάποια χρόνια (πάνω από δέκα) στη Νίκαια, όταν τα κινητά δεν ήταν και τόσο διαδεδομένα, κάποιοι νεαροί γύρω στα 14-15 είχαν επιτεθεί σε συνομήλικο μαθητή, με σκοπό να του κλέψουν το κινητό του. Στο τέλος του είχαν χαράξει το μέτωπο με σουγιά. Εγώ απλά χρησιμοποίησα Έλληνες ως θύματα στη Σχολική Παράσταση. Το ενδιαφέρον είναι πως 12 χρόνια αργότερα, στη Διαπασών, με βάση το δεύτερο περιστατικό, τα ίδια ακριβώς φαινόμενα περιγράφονται σε ελληνική γειτονιά, με μετανάστες αυτή τη φορά ως θύματα. Συγκρίνοντας τα δυο βιβλία μπορούμε να σταθούμε στην εναλλαγή ρόλων «θύματος» και «θύτη».

Με ενδιαφέρον είδα ότι η προσέγγιση σας είναι αρκετά διαφορετική στο πώς μπορεί κανείς να απαντήσει στο ρατσισμό. Θα θέλατε να μας πείτε πώς αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί με τη σημερινή κατάσταση που βιώνουμε; Πώς πολεμά κανείς τον φασισμό στην καθημερινότητά του;
Μια κάποια μορφή ρατσισμού μπορεί να επιδεικνύουμε σχεδόν όλοι στην καθημερινότητά μας, έστω και στις σκέψεις μας. Από τα πολύ μικρά, το πώς εκφραζόμαστε όταν οδηγούμε π.χ., μέχρι τα πιο σοβαρά, το καλό και το κακό, σε διάφορες αναλογίες και αποχρώσεις ενυπάρχει στον καθένα μας. Το πόσο χαλιναγωγούμε και καταπνίγουμε αυτές τις τάσεις είναι μέτρο του πολιτισμικού επιπέδου μας, του συστήματος αξιών μας και της παιδείας μας. Συνεπώς, εάν πρόκειται για τον εαυτό μας, η γενικότερη μόρφωση σε όλες της τις μορφές, είναι σίγουρα μέτρο αντιμετώπισής του. Εάν αφορά τους άλλους, η ατομική και ομαδική κοινωνική αποδοκιμασία/γελοιοποίηση του φαινομένου ίσως να προσφέρει κάτι. Ειλικρινά, όμως, πιστεύω πως άμεσες μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Απλά αρχίζεις να εμφυτεύεις στους νεότερους έναν αέρα μη φοβικό.

Στους Άρχοντες των σκουπιδιών μας ταξιδεύετε σε μια κοινωνία που έχει καταρρεύσει. Πιστεύετε ότι αυτή η ζοφερή εικόνα μπορεί να γίνει αληθινή; Μήπως είναι ήδη παρούσα κατά κάποιον τρόπο; Τι μπορούμε να κάνουμε;
Θεωρώ ότι η ζοφερή εικόνα στην οποίαν αναφέρεστε είναι ήδη παρούσα. Οι Άρχοντες των σκουπιδιών αποτελούνται από δύο μέρη: Στο πρώτο δίνεται η σημερινή εικόνα, σχεδόν αυτούσια, της οικονομικής εξαθλίωσης αφενός και της ελιτίστικης αδιαφορίας αφετέρου. Υπάρχει και το στοιχείο της μαζικοποίησης-«οχλοποίησης» το οποίο διατρέχει όλη την πλοκή του βιβλίου. Το δεύτερο μέρος, αν και επιφανειακά μελλοντολογικό ή επιστημονική φαντασία, πείτε το όπως θέλετε, είναι μια προβολή του σήμερα στο αύριο. Ο κόσμος γυρνά προς τα πίσω, ήδη οικονομικά, κοινωνικά, εργατικά είμαστε εκεί που ήμασταν χρόνια πριν. Πολιτικά επίσης. Το βιβλίο, καθ’ υπερβολήν ή αλλιώς συγγραφική αδεία, γυρνά πίσω το χρόνο, στον Μεσαίωνα, στις Σταυροφορίες, στην αρχαία εποχή, στον πρωτόγονο άνθρωπο τελικά. Δεν είμαι σε θέση να πω τι μπορούμε να κάνουμε, έτσι ώστε να υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα. Απλά πιστεύω πως με τα βιβλία, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι ενδέχεται να γίνει, αν «δεν» κάνουμε. Κι αυτό ίσως είναι το πρώτο βήμα, η κατανόηση της κατάστασης.

Στην επίσης επίκαιρη Διαπασών καταπιάνεστε με το θέμα της βίας γενικότερα. Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί; Πώς να πείσεις τα παιδιά που δεν βλέπουν να έχουν μέλλον;
Η Διαπασών θίγει αρκετά θέματα. Ο ρατσισμός, που είναι ένα από τα κύρια σημεία του βιβλίου, είναι αποτέλεσμα τόσο ενδοοικογενειακής βίας, όσο και αισθητικής. Είναι και αυτοί παράγοντες που οδηγούν στη γένεσή του. Από κει και πέρα το φαινόμενο μπορεί να λάβει πολλές διακλαδώσεις, είτε αυτές λέγονται ενδοσχολική βία, είτε φασίζουσες συμπεριφορές. Και προφανώς η βία γεννά, στο βιβλίο τουλάχιστον, και άλλη βία. Πάντα είμαι της άποψης ότι η κάθε μορφής δημιουργικότητα βοηθά πολύ στην εκτόνωση τέτοιων φαινομένων, όσο κλισέ και να ακούγεται αυτό. Κοινώς το σχολείο πρέπει να είναι αρωγός της δημιουργίας. Μέσω αυτής απομυθοποιείται η έννοια της «σωματικής δύναμης», η λατρεία της οποίας ως μόνης αρετής, που βρίσκεται στον πυρήνα παρόμοιων φαινομένων. Πάντα λέω στα παιδιά, όταν επισκέπτομαι σχολεία, πως στην ουσία η ηλικία τους τα έχει όλα: Νιάτα, ομορφιά, ελπίδα, όνειρα, ξενοιασιά, υγεία. Ας πάρουν κουράγιο από αυτά που έχουν, τα οποία δεν είναι καν αυτονόητα για τους υπόλοιπους και χρησιμοποιώντας τα ως εφόδιο, ας κάνουν κάτι δημιουργικό.

Ποιος πιστεύετε ότι θα έπρεπε να είναι σήμερα ο ρόλος ενός συγγραφέα -ή καλλιτέχνη- που απευθύνεται στα παιδιά;
Να μην «ξεγελάει», να μην «αποδιώχνει», να μην «κοροϊδεύει». Να «εμπνέει», ει δυνατόν, και με το έργο του και με τη γενικότερη στάση του. Προφανώς και δεν ξέρω αν τα εκπληρώνω όλα αυτά, μπορεί και όχι ή μπορεί όχι όλες τις φορές, δεν ξέρω, όμως τουλάχιστον τα έχω πάντα στο μυαλό μου και προσπαθώ να κινούμαι προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!