Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο. «Νομίζω ότι η εφηβεία είναι η πιο πραγματική στιγμή μας. Η ταυτότητά μας, η χαραγματιά μας στο ξύλο της ζωής. Ότι ακολουθεί συγκρούεται και διαλέγεται με την περίοδο αυτή. Ότι προηγείται, δυστυχώς, έχει την αφέλεια να την αγνοεί» Με τον Βασίλη Κουνέλη μας συνδέει πορεία ετών. Πότε κοινή και πότε αποκλίνουσα. Έχουμε συνεργαστεί βγάζοντας εφημερίδες και περιοδικά στο Χαλάνδρι, έχω διαπιστώσει από νωρίς την αφηγηματική του δεινότητα. Τα κείμενα του στο περιοδικό Ακροβασία ήταν, συχνά, σημείο αναφοράς…

Το περίμενα πως κάποτε θα έπιανα στα χέρια μου ένα βιβλίο του. Όταν έμαθα πως θα βγει ο Νοματαίος τον περίμενα με ανυπομονησία. Όταν τον έπιασα πια στα χέρια μου, ένιωσα ακόμη μεγαλύτερη χαρά. Ένα βιβλίο πραγματικά βαθύ και απολαυστικό. Εννοείται πως θέλησα, αμέσως, να μιλήσω μαζί του!

Παράξενος τίτλος ο Νοματαίος. Τι σημαίνει ακριβώς;
Η λέξη συναντιέται στον πληθυντικό: νοματαίοι. Από τη γενική πληθυντικού «των ονομάτων» περάσαμε στην ονομαστική «ονομάτοι» κι απ’ αυτήν πιο πέρα οι νομάτοι, οι νοματαίοι. Συνηθίζεται στην Αρκαδία η φράση: «Σάμπως περνιέσαι για νοματαίος;», εννοώντας περισσότερο και με ειρωνεία απευθυνόμενη στο μικρό και τον αδύναμο: «Μη διατυμπανίζεις το αυτεξούσιο που δεν έχεις». Τα ονόματα… είναι οι άνθρωποι… Η πρόσθεση του ενός με τον άλλον στην προσπάθεια (τους;) να αποτελέσουν σύνολα-κοινωνία. Ποιος είναι ο ένας, όμως; Υπάρχει μονάδα; Υπάρχει άραγε κάποιος μόνος, και σε τι όρια ενεργεί; Μήπως νοματαίος είναι ο έφηβος, ο μη κύριος ακόμα του εαυτού του στην «μεταβατική του» υπόσταση, βγαίνοντας απ’ το κουκούλι στο φως; Κι αν τα βγάλει πέρα, ας του δώσουμε τουλάχιστον ένα κεφαλαίο Ν.

Θα μπορούσες να μας πεις, με λίγα λόγια, την ιστορία του βιβλίου;
Το βιβλίο είναι, όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε ο συγγραφέας και δάσκαλος μου Στρατής Χαβιαράς, μια ιστορία ενηλικίωσης για ενήλικες, δοσμένη με χιούμορ. Ένας δεκαεξάχρονος στη δίνη της εφηβείας του και στην δίνη της μεταπολίτευσης παλεύει για ταυτότητα και ορισμούς περιπλανώμενος ανάμεσα στο Χαλάνδρι και στην πατρογονική Αρκαδία για μερικούς μήνες του έτους 1978. Ερωτεύεται, συγκρούεται, μαθαίνει, καταδύεται στο παρελθόν, πολιτικοποιείται, εξεγείρεται και καταλύει πρόσωπα και θεσμούς καθώς αναδύεται στο κοινωνικό φως προσπαθώντας να σχηματίσει την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά του. Μαζί του αναδύονται και αποκαλύπτονται οι παράγοντες που γεννούν την κοινωνική βία. Χιούμορ, απογοητεύσεις, επιθυμίες, ιστορία και μια πυρετώδης και εκρηκτική ενηλικίωση που καταλήγει σε ένα ταξίδι που μας οδηγεί στο σήμερα.

Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το μυθιστόρημα;
Ένα motto του σημαντικού φιλολόγου Βασιλείου Κουτσούγερα, από τα πολλά που χρησιμοποιώ στο βιβλίο απαντάει στην ερώτησή σου ποιητικά: «Αγωνίζεται … ν’ ανέβη από το θολό βίωμα σε διαυγές θεώρημα».
Το μυθιστόρημα δεν είναι αυτοβιογραφικό. Αποτελεί κοπλιμέντο για μένα η αίσθηση του αναγνώστη ότι μιλάω αληθινά και συνεπώς για τον εαυτό μου. Στο χαρτί βεβαίως και αποτυπώνονται ίχνη από βιώματα μου και χρησιμοποιούνται, επίσης, χάριν προσωπικής μου ευχαρίστησης και παιχνιδιού μερικά ονόματα και τοποθεσίες της ζωής μου. Η μυθοπλασία αποδέχεται και χρησιμοποιεί προσωπικό υλικό ή υλικό φίλων. Όμως μόνο όπου αυτό είναι χρήσιμο στην εξέλιξη της ιστορίας που θέλω να διηγηθώ. Στην περίπτωσή μου νομίζω πως η αφήγηση καθοδηγεί το υλικό μου και όχι το αντίθετο.

Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μυθιστόρημα μιας εφηβείας;
Είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα που λειτουργεί επικεντρωμένο και στοχευμένο στην προσωπικότητα του εφήβου: «σαν ηχώ ακόμα στ’ αυτιά μου να αντηχεί μαζί με αυτή τη γαμημένη τη λέξη “εφηβεία”, που ξεστομίζονταν -ψίθυρος απόγνωσης- πάνω απ’ τα πιάτα από τα στόματα δικών και ξένων. Η εφηβεία λέει, περνάμε εφηβεία, περνάει την εφηβεία, ΕΦΗΒΕΙΑ, είναι λέξη ή αρρώστια, είναι λέξη να δικαιολογεί τ’ ακατανόμαστα, τ’ ανομολόγητα, να κρύβει τις αδυναμίες, να βαφτίζει την άγνοια, να ξορκίζει το κακό ή αρρώστια μεταδοτική με συμπτώματα, που απαιτεί προφύλαξη, θεραπεία και υπομονή; Χώθηκα στο στρώμα μου μπρούμυτα με τα σπυράκια μου να ματώνουν το λευκό μαξιλάρι, για όλους τους άλλους χτυπημένος από μια λέξη ή νέα νόσο μεταδοτική, που κολλάει στην αρχή τα παιδιά και στη συνέχεια κολλάει και τους άλλους και διαλύει τα “στέρεα” σπίτια…».
Νομίζω ότι η εφηβεία είναι η πιο πραγματική στιγμή μας. Η ταυτότητα μας, η χαραγματιά μας στο ξύλο της ζωής. Ό,τι ακολουθεί συγκρούεται και διαλέγεται με την περίοδο αυτή. Ό,τι προηγείται, δυστυχώς, έχει την αφέλεια να την αγνοεί.

Βλέπουμε να πρωταγωνιστεί μια εποχή, η Μεταπολίτευση, μια νεολαιίστικη οργάνωση, ο Ρήγας και μια πόλη, το Χαλάνδρι. Τι σημαίνουν για σένα;
Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν, πράγματι, αυτά που λες κι η επαρχία -Αρκαδία και μαζί τα απομεινάρια του πολέμου και του εμφυλίου στις ζωές των προσώπων που παρελαύνουν. Μ’ αυτά μάχομαι και ’γω και η γενιά μου. Να καταλάβουμε το παρελθόν μας – από πού ερχόμαστε, να αποκτήσουμε την σκευή μας, την οργάνωσή μας, τον χώρο μας. Είναι επιτακτική η ανάγκη να απαντηθεί: Από τι συντίθεται αυτό που ζούμε, γνωρίζοντας από πού ερχόμαστε για να καταλήξουμε στο πού οδηγούμαστε -αν πράγματι η πορεία μας οδηγεί κάπου;
Μ’ αυτά δεν παλεύουμε όλη η γενιά της Μεταπολίτευσης; Και δεν είναι εύκολο. Ούτε οι πληγές του Εμφυλίου έχουν κλείσει ακόμα. Το χιλιοτρυπημένο παλτούλι του μικροκαμωμένου νεκρού από τις σφαίρες του Εμφυλίου, που περιγράφεται στο βιβλίο, παραμένει παραπεταμένο σε κάποια γράνα της αρκαδικής γης και μπορούμε να το ξετυλίξουμε μαζί.
Τόσο το Χαλάνδρι, όσο και ο Ρήγας διαθέτουν ιδιόμορφα χαρακτηριστικά που περιορίζουν -ελπίζω- την παραπομπή του αναγνώστη σε γενικότητες.

Γιατί αποφάσισες, σήμερα, να γυρίσεις πίσω στο χρόνο; Παίζει ρόλο η κρίση που ζούμε;
Γυρίζω σε χρόνια που δείχνουν πιο αληθινά. Εκεί που ξεχωρίζει το καλό με το κακό και ο εχθρός μοιάζει απτός και ορατός. Η ανάγνωση του βιβλίου δεν ξέρω αν διαλύει τέτοιες βεβαιότητες. Νομίζω ότι δεν χρειάζονται δυο νεκροταφεία, αριστερό και δεξιό (υπάρχουν κάπου στο Αγρίνιο), για να θάβεις τους νεκρούς σου. Φτάνει που πεθάνανε…
Όσο για την κρίση που ζούμε, στο βιβλίο περιγράφω μια ταβέρνα-παράγκα, όπου νεολαίοι υμνούν την επανάσταση και τραγουδούν μέσα σε διαθλώμενους καπνούς Θεοδωράκη και ρεμπέτικα, σχεδιάζοντας ανατροπές κι έναν «άλλο» κόσμο, ενώ αντιδραστικοί γερομπεκρήδες φτύνουν στο πάτωμα κι αποχωρούν σιχτιρίζοντας και βρίζοντας τους παλιοκουμούνια. Ο σοβάς απ’ το ταβάνι προσγειώνεται ξαφνικά στο κεφάλι όλων, αλλά το τσιμπολόγημα συνεχίζεται κι ο στριφνός ταβερνιάρης κάνει πως ξεσκονίζει με τη λερή ποδιά του. ..Η «Άλλη Ελλάς» θα μπορούσε να λέγεται η ταβέρνα, αν είχε την πολυτέλεια να έχει ταμπέλα – που δεν έχει.

Το πρώτο σου βιβλίο στα 46 σου χρόνια. Μια νέα σελίδα στη ζωή;
Δεν νιώθω να αλλάζω σελίδα. Η δουλειά μου είναι ιδιαίτερα ανθρωποκεντρική. Είτε είναι ο Παλαιοκώστας, είτε ένας τρομοκράτης, είτε ένας άλλος άνθρωπος, η στενή σχέση συνηγόρου-κατηγορουμένου μου προσφέρει απλόχερα, όταν εγώ έχω το κουράγιο να τα δεχτώ τεράστια δώρα. Τον Σεπτέμβρη κλείνω 20 χρόνια επαγγελματία γραφιά και υπηρέτη του προφορικού λόγου της δικηγορίας. Στην ηλικία μου είμαι σίγουρος για αυτά που γράφω, πράγμα που μετά βεβαιότητας ( όπως κι εσύ ξέρεις, γιατί με γνωρίζεις πολλά χρόνια) δεν συνέβαινε στα είκοσί μου. Η περιπέτεια μου με τη γραφή είναι, ωστόσο, νεότερη κι από τον πρωταγωνιστή μου Θοδωρή. Ένα ποίημα μου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο είναι γραμμένο από μένα το 1977, στα δεκατρία μου. Δεν είμαι καινούργιος λοιπόν στη γραφή, αλλά στην κυριολεξία είμαι κακός με τα… χρονοδιαγράμματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!