Η πρωτοβουλία για το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία πάρθηκε από απλό κόσμο που κάπως ήθελε να εκφράσει την αντίθεση του στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης Τσίπρα. Ακόμη και τώρα ο κύριος όγκος του κόσμου που θα κατέβει στις 21 Γενάρη κινητοποιείται μέσα από πολιτιστικούς συλλόγους, συλλόγους Μακεδόνων ανά την Ελλάδα και τον κόσμο κ.α. Αυτή η ενστικτώδης πατριωτική στάση θα καθορίσει τον χαρακτήρα και την μαζικότητα της κινητοποίησης. Απ’ την συνείδηση αυτής της μάζας, την αντοχή της στις εκατέρωθεν πιέσεις (καλέσματα για συμβιβασμό – εθνικιστικές κραυγές) και την δυνατότητα να ενταχθεί το «Μακεδονικό» στις γεωπολιτικές του διαστάσεις και να συνδεθεί με την αναγκαία απάντηση στην διπλή, εθνική και κοινωνική, κρίση που βιώνει η χώρα, θα κριθεί τελικά, αν θα μπορέσει να υπάρξει μια λαϊκή έκφραση που θα βάλει εμπόδια στους σχεδιασμούς ή θα έχουμε μια ενσωματώσιμη κίνηση στους συστημικούς σχεδιασμούς.
Από την πρώτη στιγμή βέβαια προσπάθησαν να χωθούν και διάφοροι «μακεδονομάχοι», κομματάρχες, επίδοξοι σωτήρες και λοιπές προσωπικότητες που έχουν κτίσει, ή επιδιώκουν να κτίσουν καριέρα με βάση το «Μακεδονικό», όμως πλέον η διεισδυτικότητα τους αν και υπαρκτή είναι μικρότερη απ’ ότι στο παρελθόν. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγοι εκείνοι, που αν το θέμα παραμείνει ανοικτό, θα σπεύσουν να επενδύσουν πολιτικά σ’ αυτό. Για παράδειγμα ο Ιβάν Σαββίδης, που δείχνει την διάθεση του και με λόγια και με έργα. Κραυγαλέα απουσία, παντελής απουσία της αριστεράς κάθε είδους…
Η στάση των φορέων
Η στάση των φορέων της περιοχής δεν είναι ενιαία. Υπάρχει απ’ την μία ο Μπουτάρης που εμφανίζεται ως μεσάζοντας της συμφωνίας, έχοντας απανωτές συναντήσεις με τον Ζ. Ζάεφ, υπάρχει όμως απ’ την άλλη και η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας, που ήταν απ’ τους πρώτους που τοποθετήθηκαν καθαρά κόντρα στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης και κάλεσαν τον κόσμο να αντισταθεί. Τα επιμελητήρια των πόλεων της Β. Ελλάδας, εκφράζοντας τον επιχειρηματικό κόσμο, κρατούν μια ενδιάμεση στάση, σε δήλωση τους αναφέρουν χαρακτηριστικά, «ούτε οι φορείς αλλά ούτε και οι κοινωνίες διαπραγματεύονται ή διαχειρίζονται τα διεθνή θέματα» συμπληρώνοντας πως «αρμόδια είναι πάντα η ελληνική κυβέρνηση, που έχει την υποστήριξη όλων μας προκειμένου να πετύχει μία συμφωνία». Τέλος η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας, δεν έχει πάρει δημόσια επίσημη θέση αφού η πρώτη συνεδρίαση του Περιφερειακού συμβουλίου για την νέα χρονιά θα γίνει στις… 29 Γενάρη.
Η στάση της Εκκλησίας και της Δεξιάς
Η Επίσημη Εκκλησία, αν και τάσσεται διαχρονικά σαφώς ενάντια στην αποδοχή του ονόματος Μακεδονία για την γειτονική χώρα, κρατά μετριοπαθή στάση. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, μετά την συνάντηση που είχε με τον πρωθυπουργό, ότι «αυτή την ώρα δεν χρειάζονται συλλαλητήρια και φωνές, αλλά εθνική συναίνεση, συνεννόηση και ομοψυχία». Προφανώς αυτή η στάση δεν εμποδίζει τους Βορειοελλαδίτες μητροπολίτες να τοποθετούνται υπέρ του συλλαλητηρίου, και διάφορους ιερείς στην επαρχία να οργανώνουν μέσω των ενοριών τους την συμμετοχή σ’ αυτό.
Η δεξιά βρίσκει ευκαιρία να ασκήσει πολιτική κόντρα στον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα προνομιακό γι’ αυτή θέμα. Αρχικά κόντρα στην επίσημη γραμμή του Κυριάκου, και στην συνέχεια με την ανοχή της ηγεσίας της ΝΔ, όλο και περισσότερα στελέχη τις δεξιάς παράταξης τοποθετούνται αρνητικά στο ενδεχόμενο αποδοχής του ονόματος Μακεδονία για την ΠΓΔΜ, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που δηλώνουν πως στηρίζουν και θα παραστούν στις προγραμματισμένες κινητοποιήσεις. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς καθώς η πίεση απ’ το εκλογικό τους σώμα είναι ασφυκτική. Η ΝΔ όμως βρίσκεται διχασμένη και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις του πολιτικού της ακροατηρίου και την επιλογή της αστικής τάξης για γρήγορη συμφωνία με σύνθετη ονομασία.
Η ακροδεξιά βρίσκει άλλη μια ευκαιρία να βγει στο προσκήνιο και να θέσει την ατζέντα της. Η Χρυσή Αυγή έκανε μια τραμπούκικη επίθεση/παρέμβαση στο Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, με σκοπό να πάρει πάνω της επικοινωνιακά το θέμα, ενώ είναι σίγουρο πως είτε εμφανώς είτε καλυμμένα φασιστικές και ακροδεξιές ομάδες (Χ.Α., Ιερός λόχος, κ.α.) θα επιδιώξουν να χρωματίσουν το συλλαλητήριο. Τα ερείσματα που έχουν όμως και η δυνατότητα να επηρεάσουν τα πλατιά ακροατήρια είναι μικρότερη από το παρελθόν, αφού πλέον έχει αποδειχθεί ο εγκληματικός τους χαρακτήρας. Παρ’ όλα αυτά, ο φασιστικός κίνδυνος είναι υπαρκτός και ο μόνος δρόμος για να ανακοπεί είναι η μη παραχώρηση σ’ αυτόν της μονοπώλησης των εθνικών ζητημάτων και ταυτόχρονα η ανάδειξη του ρόλου του να δρα προβοκατόρικα και διαλυτικά εντός της κοινωνίας, χτυπώντας των αδύναμο και όχι τους πραγματικά υπαίτιους ισχυρούς.
Τέσσερις ακόμη παρατηρήσεις
Πρώτον, το κλίμα φαίνεται να μην είναι ίδιο πανελλαδικά. Κι αν στη Βόρεια Ελλάδα είναι λογικό να υπάρχει μια πιο ειδική ευαισθησία, είναι ερώτημα αν στην υπόλοιπη χώρα συνειδητοποιούνται οι συνέπειες που θα υπάρξουν από μια υποχωρητική στάση στο θέμα αυτό.
Δεύτερον, πληθαίνουν οι υποψίες πως δεν είναι τυχαία η μεταστροφή πολλών ανθρώπων που τα προηγούμενα χρόνια τάσσονταν εναντίον της υποχωρητικότητας στο «Μακεδονικό» ενώ τώρα βλέπουν ευκαιρία λύσης ή μένουν σιωπηλοί.
Τρίτον η γραμμή Τσίπρα δεν πατάει στον αέρα. Υπάρχει μια μειοψηφική αλλά υπαρκτή τάση στην ελληνική κοινωνία, θα μπορούσε να υποταχθεί στον υποχωρητικό ρεαλισμό. Πόση όμως υποταγή και ταπείνωση μπορεί να σηκώσει ένα έθνος, ένας λαός, μια κοινωνία;
Τέλος, αρχίζει να τίθεται έντονα το ερώτημα: τι θα γίνει αν τα πράγματα καταλήξουν σε αδιέξοδο; Αν κολλήσει το όλο σχέδιο στην αδιαλλαξία και τους βερμπαλισμούς των Σκοπίων ή αν η βιασύνη των ΝΑΤΟϊκών φέρει αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που επιδιώκουν; Σίγουρα δεν είμαστε στο 1992, όπου μια αποτυχία στις διαπραγματεύσεις οδήγησε σε δυόμιση δεκαετίες στασιμότητας (αν μπορεί να θεωρηθεί στασιμότητα η αναγνώριση από 120 χώρες, μεταξύ των οποίων η ΗΠΑ και η Ρωσία, της ΠΓΔΜ ως Δημοκρατία της Μακεδονίας). Τώρα η αδυναμία να τιθασευτούν οι αντιθέσεις στην περιοχή, μαζί με τις συγκρουόμενες επιδιώξεις Ρωσίας και ΗΠΑ στην περιοχή, εγγυώνται όχι την σταθερότητα, αλλά την γενίκευση της κρίσης και τον πόλεμο. Αυτός ο εκβιασμός θα λειτουργήσει στις συνειδήσεις των λαών και θα χρησιμοποιηθεί απέναντι στους λαούς.