Όσοι πρεσβεύουν πως το μυθιστόρημα έχει τελειώσει ή πως δεν υπάρχει πια μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα, καλά θα κάνουν να διαβάσουν τον Αχμάκη του Βαγγέλη Παππά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εν πλω.
Ίσως θεωρείτε ότι υπερβάλλω τόσο με τον τίτλο, όσο και με αυτά τα λόγια. Όμως, πραγματικά, το βιβλίο αυτό μου χάρισε ένα ταξίδι μοναδικό. Θυμήθηκα τα διαβάσματα μου με τα έργα της γενιάς του ’30. Τον Μυριβήλη, τον Καραγάτση, τον Βενέζη, τον Τερζάκη, τον Θεοτοκά και όλους εκείνους που σημάδεψαν την εφηβεία μου αλλά και τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο.
Και έρχεται ο Βαγγέλης Παππάς, ζωγράφος και συγγραφέας, να μου θυμίσει εκείνη την εποχή και κυρίως να με κάνει να καταλάβω βαθύτερα όχι μόνο την απίστευτη ζωή και το έργο του Θεόφιλου, αλλά και τα όσα γίνονται γύρω μας.
Ένα απολύτως «ελληνικό» και γι’ αυτό παγκόσμιο μυθιστόρημα. Η ιστορία και οι μύθοι, τα χρώματα και οι τόποι, οι άνθρωποι και τα συναισθήματα παρουσιάζονται μέσα από μια εξαιρετική γραφή και δύναμη στην εικόνα, που είναι σα να ήσουν εκεί.
Τα Μεγάλα Γεγονότα και ο ζωγράφος που δεν ζητούσε τίποτα, ακόμη κι όταν τον άγγιξε η διασημότητα και η διεθνής αναγνώριση:
«…Μιαν ολάκερη ζωή την αφιέρωσα στη ζωγραφική γιατί καθώς φαίνεται ήταν της μοίρας μου γραφτό να γένει έτσι·αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό. Σαν την ανάσα ένα πράμα. Δεν ανασαίνεις γιατί αυτό σημαίνει κάτι, δεν βασανίζεις τον νου σου για να καταλάβεις τι κρύβεται πίσω απ’ την ανάσα, αλλά απλά, ανασαίνεις αδιάκοπα γιατί θες να ζεις. Έτσι και η ζωγραφική μου, μπάρμπα. Ζωγραφίζω για να ζήσω. Να μην τα τινάξει η ψυχούλα μ’…»
Τεράστιο μάθημα και για το συχνά υπερτροφικό εγώ μας…
Τι είναι αυτό που σας οδήγησε να ερευνήσετε και να γράψετε ένα μυθιστόρημα για τον Θεόφιλο σήμερα;
Είναι δύσκολο να εξηγηθεί εκείνη η παράξενη παρόρμηση που είχα, κάπως αφηρημένη, θέλοντας να μιλήσω περί ελληνικότητας. Ωστόσο, παρατηρώντας γύρω μου τούτη τη σύγχρονη, παρατεταμένη λαϊκή αμηχανία σχετικά με ζητήματα ταυτότητας, και ακούγονταςδιάφορες ακραίες απόψεις ν’ αναδύονται από ακροδεξιούς χώρους, αντιλήφθηκα πως ένα βιβλίο που θα μιλούσε για την ανοιχτόκαρδη και οικουμενική διάσταση της ελληνικότητας ήταν αναγκαίο. Βέβαια κάτι τέτοιο για να γίνει προσιτό στον λαό, χρειαζόταν μάλλον ένα παραμύθι, παρά μια δυσκολοδιάβαστη πραγματεία. Κι ένα σύμβολο. Δηλαδή έναν ήρωα που να συμπυκνώνει μέσα του τη βαθιά κι άδολη σοφία της μακραίωνης ελληνικότητας, τον πλούτο της ιστορικής συνείδησης, αλλά και τον μη μισαλλόδοξο χαρακτήρα της. Κι αυτός ήταν ο Θεόφιλος. Ένας ζωγράφος. Όχι φυσικά ένας διανοούμενος, αλλά ένας αμόρφωτος, ένας ανόητος και περιφρονημένος κατά τον κόσμο.Στην πραγματικότητα όμως αποδείχτηκε το πιο γνήσιο τέκνο της ελληνικής μας τέχνης και ψυχής. Ένας γνήσιος πατριώτης που αντί για όπλο, κρατούσε διαρκώς σηκωμένο ένα πινέλο και παρήλαυνε πνιγμένος στα οράματά του ανάμεσα από τους ξαφνιασμένους συμπατριώτες του.
Ποια στοιχεία της προσωπικότητας και της τέχνης του σας αγγίζουν περισσότερο;
Αυτό που λέμε, η σαλότητα. Η τρέλα, κατά τους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος που γίνεται μοιραίος, καθοριστικός, λόγω της ψυχικής έντασης που ζούσε αδιάκοπα. Λόγω των ονείρων του, των ηρώων του και μιας παράφορης αγάπης για την πατρίδα που δεν πρόδωσε ποτέ του. Η ζωγραφική για τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ ήταν μια διέξοδος, ίσως η μόνη διέξοδος για έναν περιφρονημένο τύπο που δυσκολευόταν ακόμα και να μιλήσει. Η κοινωνία συνήθιζε να τον θεωρεί γελοίο. Κι εγώ πάντοτε, σαν έπεφτε στην αντίληψη μου κάτι τέτοιο, είχα μια ακατανίκητη τάση να στρέφω με περιέργεια το βλέμμα μου πάνω σ’ αυτούς τους «γελοίους» της κοινωνίας. Αναζητούσα δηλαδή τον λόγο που αντιδρούσαν τόσο αντικομφορμιστικά, τόσο επίμονα και μοναχικά. Και ο Θεόφιλος είναι μια συγκλονιστική περίπτωση «σαλού». Ήταν ένας σοφός, ένας καλλιτέχνης που, όπως τότε έτσι και σήμερα, θα συνεχίζει να σκανδαλίζει τους πάντες.
«Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζωγράφιζε σύμβολα, τα οποία έχουμε ανάγκη κοιτώντας τα ν’ αναστοχαστούμε κι εμείς σήμερα, αν μας ταιριάζει ο κόσμος της κατάθλιψης και της οδύνης για το τίποτα, ή μας αξίζει μια ζωή πιο απλή, σπουδαία και φωτεινή»
Πόσο πιστός μείνατε στα γεγονότα της ζωής του Θεόφιλου;
Όπως καταλαβαίνετε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, πόσο δε περισσότερο μια βιογραφική μυθιστορία, κρύβει πάντοτε κάποια συγγραφικά άλλοθι. Εδώ όμως το θέμα ξεφεύγει εντελώς ακόμα κι από τους γνωστούς συγγραφικούς κανόνες. Μιλώντας για τον Θεόφιλο, το όλο πράγμα ζητούσε από μόνο του τον μύθο. Διότι ο Θεόφιλος ήταν ένας μεγάλος παραμυθάς. Γενικά όλη η ζωή του ήταν κεντημένη από μύθους και παράξενες ηρωικές ιστορίες που συνήθως τις έπλαθε ο ίδιος για τον εαυτό του, αφού ζούσε κυριολεκτικά μέσα σε ένα συναρπαστικό πάνθεο ηρώων. Ναι, η ζωή του ήταν ένα μυθιστόρημα από μόνη της. Έτσι ήθελε. Υπό αυτήν την έννοια το βιβλίο στηρίζεται σε όλα τα ιστορικά στοιχεία που έχουν διασωθεί για τον ήρωα, και μάλιστα μερικά από αυτά είναι και ολοκαίνουργια που για πρώτη φορά έρχονται στο φως μετά από πολύχρονη έρευνά μου, ενώ σε άλλα, εκεί όπου οι μαρτυρίες σιωπούν, επεμβαίνει ο μύθος, μόνο και μόνο για να προβάλει πιο καθαρά, πιο διάφανα την αληθινή προσωπικότητα και το χτυποκάρδι του Θεόφιλου.
Θα έλεγα ότι το μυθιστόρημά σας αποπνέει το άρωμα του κλίματος που άνθισε με τη Γενιά του ’30. Ποια κοινά στοιχεία βρίσκετε πως έχετε μαζί τους;
Η γενιά του ’30 ήταν οι πρώτοι μου δάσκαλοι. Με αυτούς ξεκίνησα μικρός να διαβάζω λογοτεχνία, εκείνων ερωτεύτηκα την ποίηση, ενώ ήταν και εκείνοι που με κάλεσαν σ’ έναν πιο συνειδητοποιημένο δρόμο ακόμα και πάνω στην ζωγραφική μου, εφόσον αυτή η γενιά γέννησε τους σπουδαιότερους εικαστικούς του 20ου αιώνα. Άρα, θέλοντας και μη, αυτή η εποχή με σφράγισε ως συγγραφέα και εικαστικό. Πάντα με ενθουσίαζε ο αναρχικός, κατά την γνώμη μου, λόγος του Κόντογλου, αλλά και η ζωγραφικότητά του, που, και πάλι κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα εκτιμηθεί ως σπουδαία μετά από αρκετές δεκαετίες. Οι λογοτέχνες εκείνης της γενιάς αγάπησαν την λέξη. Αναζήτησαν ακόμα και την πιο μακρινή λέξη για να εξηγήσουν τα πιο βαθιά μας συναισθήματα. Σήμερα αποζητούμε μικρά κι εύχρηστα βιβλιαράκια, και μια δήθεν αφαιρετικότητα, δείγμα της λακωνικής μας σαφήνειας, που μακάρι να ήταν έτσι, αλλά είναι φορές που συναντάμε μια φτώχεια και μια επιβεβλημένη έκπτωση του λόγου εν ονόματι κάποιας γρήγορης κι εύκολης ανάγνωσης. Αλλά αυτά είναι θέματα παιδείας. Ίσως και περαστικά. Διότι είτε το αντέχουμε είτε όχι, οι μεγάλοι εκείνοι λογοτέχνες μας έχουν παγιδέψει παντοτινά μέσα στους παράδεισους των λέξεων τους, και υπάρχουν ακόμα στις βιβλιοθήκες μας, και για τις επόμενες γενιές.
Ποια είναι τα διδάγματα που μπορούμε να αντλήσουμε τη σύγχρονη εποχή από τα έργα του Θεόφιλου; Ζουν οι ήρωές του σήμερα;
Εξαιρετική ερώτηση. Ίσως να βρίσκεται ακριβώς εκεί και ο πυρήνας του βιβλίου. Διότι ο Αχμάκης παραδόξως γράφτηκε για το σήμερα. Εξάλλου η ζωγραφική του Θεόφιλου μας εκπέμπει ένα αναπάντεχο μήνυμα: Την τέχνη της ζωής. Το βιβλίο αυτό δημιουργήθηκε για ν’ απαντήσει στα σύγχρονα ερωτήματά μας, που αν και φαντάζει κάπως παράξενο, διαβάζοντάς το κανείς, γρήγορα αντιλαμβάνεται πως η απλότητα της τέχνης του Θεόφιλου, η ειλικρίνεια της, η ανεπιτήδευτη φύση της, ρίχνουν ένα ευθύβολο βλέμμα στις σημερινές μας έγνοιες. Στην αρρώστια μας να κατακτήσουμε την ασημαντότητα του άφθαστου. Κι όμως, ο ήρωας αυτός δεν είχε περιουσία! Δεν είχε ανάγκη να καταχρεωθεί για να αποκτήσει σώνει και καλά ένα χωράφι, ή κάποιο οικόπεδο. Δεν έβαζε θηλιές στον λαιμό του με ένα κάρο έγνοιες που δεν έχουν ουδεμία σχέση με την αξία και το αληθινό νόημα της σύντομης ζωής μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Για αυτό και οι ήρωές του ήταν αγωνιστές για κάτι ανώτερο, για κάποιο οικουμενικό ιδανικό, ήταν ελευθερωτές, ήταν ερωτευμένοι, ήταν μονάχα σημαντικές μορφές της ιστορίας που θυσιάστηκαν για ιδέες. Ήταν όμως και οι απλοί άνθρωποι. Ζωγράφιζε, δηλαδή, την απλότητα ως ιδανικό, την ανθρωπιά, την αλληλεγγύη. Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ζωγράφιζε σύμβολα, τα οποία έχουμε ανάγκη κοιτώντας τα ν’ αναστοχαστούμε κι εμείς σήμερα, αν μας ταιριάζει ο κόσμος της κατάθλιψης και της οδύνης για το τίποτα, ή μας αξίζει μια ζωή πιο απλή, σπουδαία και φωτεινή.