Η μονοθεματική πολιτική ατζέντα και ο μαζικός αποπροσανατολισμός
Ατμόσφαιρα ζόφου, μηχανορραφιών και κυριαρχίας των αυλικών του πολιτικού συστήματος. Πώς αλλιώς μπορεί να περιγραφεί το κλίμα που δημιουργείται από την περιστροφή όλης της πολιτικής ζωής γύρω από τους συσχετισμούς εντός του Kοινοβουλίου για την εκλογή ή όχι Προέδρου της Δημοκρατίας;
Έχει υποστηριχθεί ξανά ότι η μετατόπιση όλης της πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης σε μια διελκυστίνδα για τους 180 ή τους 121, έτσι όπως διεξάγεται, σε απόσταση από τις πραγματικές ανάγκες και αγωνίες της κοινωνίας, δεν είναι καθόλου ουδέτερη. Λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, μονοπωλεί τις εξελίξεις, καθηλώνει τη σκέψη και τα αντανακλαστικά όσων έχουν συμφέρον από μια διαφορετική πορεία των εξελίξεων.
Παρ’ ότι, όμως, είναι μια καθηλωτική διαδικασία, έχει απτά και συγκεκριμένα αποτελέσματα. Στρώνει το έδαφος ακόμα και για την ευθυγράμμιση των βασικών δυνάμεων που σήμερα αντιπαρατίθενται στο πολιτικό σκηνικό, γίνεται μοχλός για τις διαδικασίες κεντροαριστερής ανασύνθεσης και βέβαια ωθεί την Αριστερά σε κανάλια συμμόρφωσης και συστημισμού.
Ευθυγράμμιση, την ίδια στιγμή που ενισχύεται η πόλωση και ο διπολισμός, που αυξάνονται οι εκατέρωθεν καταγγελίες ακόμα και για εκβιασμούς και εξαγορά για την εκλογή Προέδρου; Κι όμως, ο διπολισμός, παρ’ ότι συσκοτίζει τις πραγματικές τάσεις, δεν μπορεί να τις αποκρύψει. Άλλωστε, παραδοσιακά, μέσα από ένα συγκεκριμένου τύπου δικομματισμό ενισχύονταν στην ουσία η σταθερότητα και η διαιώνιση του πολιτικού συστήματος.
Ήδη, σε ανύποπτο σχετικά χρόνο, τον περασμένο Φεβρουάριο, από αυτές τις σελίδες, τονίζαμε ότι «πέρα από όσα λέγονται για το “μεγάλο συνασπισμό”, το ζητούμενο είναι ευρύτερο και έχει να κάνει με μια γενικότερη ανασύσταση του πολιτικού συστήματος», συμπληρώνοντας, σχετικά με το ΣΥΡΙΖΑ, ότι «οι δηλώσεις και τα δελτία Τύπου που διαψεύδουν τέτοιου είδους σενάρια δεν αρκούν για να καθοριστεί η πορεία των πραγμάτων. Οι πιέσεις θα ενταθούν και θα βασίζονται σε διάφορους κινδύνους, εσωτερικούς και εξωτερικούς, και στην καλλιέργεια ενός κλίματος υπέρ κάποιας “εθνικής συνεννόησης” μπροστά σε αυτά τα φόβητρα».
Πιέσεις συναίνεσης
Σήμερα, η συζήτηση για κάποιας μορφής εθνική «συναίνεση» και «συνεννόηση», κλιμακώνεται. Όχι μόνο από το εξωτερικό, με τη μορφή πίεσης από την τρόικα που επιδιώκει τη χειραγώγηση και τον πειθαναγκασμό του πολιτικού συστήματος. Αλλά και ως παραγόμενο των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων.
Οι πόλοι της πολιτικής αντιπαράθεσης μετατρέποντας σε κεντρικό ζήτημα την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ουσιαστικά μεταφέρουν τη διαμάχη σε ένα έδαφος «θεσμικό» που, αργά ή γρήγορα, θα μετατρέπονταν σε πεδίο ευνοϊκό για τις σειρήνες της συναίνεσης και άμβλυνσης της αντιπαράθεσης γύρω από τα ουσιαστικά ζητούμενα. Έτσι, επανέρχεται η κανονικότητα στο πολιτικό σκηνικό, την ίδια στιγμή που καμιά κανονικότητα δεν έχει αποκατασταθεί (και ούτε πρόκειται) σε όσα βιώνει η ελληνική κοινωνία και στην ουσία του καθεστώτος που, από το 2010, έχει εγκαθιδρυθεί.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να εγκλωβίσει ολόκληρη την πολιτική του στη συγκέντρωση των 121 αρνητικών ψήφων για τον Πρόεδρο; Το σκεπτικό φαίνεται να είναι ότι μόνο έτσι θα απέτρεπε την παράταση της πολιτικής επιβίωσης της κυβέρνησης. Παράταση που θα της έδινε ανάσα να προχωρήσει σε κινήσεις και πρωτοβουλίες ανάταξης και κάποιου είδους συμφωνίες με τους δανειστές, να αξιοποιήσει εφεδρείες ικανές να ανακόψουν την ανοδική πορεία της Αριστεράς.
Επί της ουσίας, το σκεπτικό αυτό εντάσσεται στη γενικότερη τακτική που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει επιλέξει από το 2012, τακτική επένδυσης στο διπολισμό μέσω κυρίως της αξιοποίησης της φθοράς του αντιπάλου για άντληση εκλογικών κερδών και όχι της οικοδόμησης μιας συνεκτικής πολιτικής και πρότασης συνολικής διεξόδου. Τακτική που όμως, επί της ουσίας, δεν είχε στεφθεί με επιτυχία, αφού οδήγησε σε μπλοκάρισμα του πολιτικού σκηνικού, σε έναν ατελή διπολισμό (με ποσοστά κάτω από το 50% του εκλογικού σώματος) αλλά και στη δημιουργία χώρου για άλλες, ενδιάμεσες, δυνάμεις.
Έτσι, η στοίχιση τους τελευταίους μήνες όλης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στο σκηνικό της εκλογής Προέδρου και στο «Σχέδιο 121», φέρνει μαζί της και τροφοδοτεί μερικές ακόμα μετατοπίσεις:
- Αναδεικνύει όλο το βάλτο των ενδιάμεσων, «ανεξάρτητων», ταλαντευόμενων, «μισομνημονιακών» κ.λπ. βουλευτών σε παράγοντα αποφασιστικό για τις εξελίξεις. «Βάλτος» που με τη σειρά του τροφοδοτεί αντίστοιχης ποιότητας πολιτικής διεργασίες.
- Ανοίγει, όπως προείπαμε, το δρόμο για τη σύγκλιση και «συναίνεση», αφού το πεδίο της εκλογής Προέδρου, συνδυαζόμενο με την άμβλυνση του ριζοσπαστισμού, δεν αξιοποιείται, επί της ουσίας, ως όχημα θεσμικής κρίσης αλλά διολισθαίνει σε πεδίο συνεννόησης. Σε αυτό το σημείο είναι ενδεικτικό το πλήθος σχετικών (ανασκευασμένων ή όχι στη συνέχεια) δηλώσεων κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της Ν.Δ. (χαρακτηριστικές, για παράδειγμα, οι δηλώσεις Αβραμόπουλου στην Καθημερινή για μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού»).
Ξαναζεσταμένες λογικές
Έτσι, το «Σχέδιο 121», με λογική «στρατολογήσεων», οδηγεί σε ξαναζεσταμένες λογικές «αντιδεξιάς συμμαχίας» και αμβλύνει κάθε προοπτική ριζοσπαστικής, αντιμνημονιακής, αντιτροϊκανής, μεγάλης πολιτικής αλλαγής. Σταδιακά, δε, ανασύρει όλο το σχετικό πολιτικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο, οδηγώντας στην αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων. Συναίνεση για Πρόεδρο, συμφωνία για εκλογές, μίνιμουμ εθνική συνεννόηση για το χρέος. Πρόκειται απλά για «άστοχες» δηλώσεις ή για συνεχιζόμενη πορεία μετατοπίσεων, ως αποτέλεσμα κεντρικών επιλογών;
Έτσι, τα αιτήματα που διατυπώθηκαν και κυριάρχησαν το δίχρονο 2010-2012 αδυνατίζουν και δεν είναι ορατή η προοπτική να αναστηλωθούν και να αναβαθμιστούν. Οι λύσεις που προτείνονται δεν απαντούν σε αυτή την υπαρκτή πρόκληση. Τα μεγάλα αιτήματα, όμως, είναι σίγουρο ότι θα επαναδιατυπωθούν, η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα το επιβάλλει και εκεί θα κριθεί και ο ρόλος του καθένα.