Η μνημονιακή μετάλλαξη, η ήττα και το κενό εκπροσώπησης
του Βασίλη Ξυδιά
Η μνημονιακή μετάλλαξη του Αλ. Τσίπρα και της κυβέρνησής του έχει προκαλέσει ένα τεράστιο χάσμα στην πολιτική εκπροσώπηση του αντιμνημονιακού λαϊκού ριζοσπαστισμού. Κι έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται διάφορες πρωτοβουλίες από ομάδες τής εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ Aριστεράς, με στόχο την ταχύτερη δυνατή κάλυψη αυτού του χάσματος. Χωρίς να είμαι εξ ορισμού αντίθετος στις πρωτοβουλίες αυτές, φοβάμαι ότι δεν θα έχουν την ευτυχή κατάληξη στην οποία ελπίζουν. Διότι αν ο πήχης για τα νέα αυτά εγχειρήματα τοποθετείται εκεί που είχε φτάσει με τον ΣΥΡΙΖΑ και με το «όχι» του δημοψηφίσματος και δεν μιλάμε για μια επιστροφή στα γνωστά αριστερίστικα σχήματα, τότε η λύση για την μετά-Τσίπρα εποχή δεν μπορεί να είναι ένας συνασπισμός της αριστερής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ (Αρ. Ρεύμα, Κόκκινο Δίκτυο, ΚΟΕ κ.λπ.), ούτε και με την προσθήκη της εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς. Κάπως αλλιώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα.
Θα εξετάσουμε το θέμα σε δύο συνέχειες. Σ’ αυτό το φύλλο θα περιοριστούμε σ’ ένα πρώτο ερώτημα: αν μπορεί να υπάρξει ανάταξη. Δεν είναι αυτονόητο. Έχουμε υποστεί συντριπτική ήττα, κι είναι ένα ζήτημα αν η ήττα αυτή είναι οριστική ή υπάρχουν οι προϋποθέσεις ξεπεράσματός της. Στο επόμενο φύλλο θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο κεντρικό ερώτημα που θέσαμε παραπάνω: να δούμε σε μεγαλύτερο βάθος τις σχέσεις εκπροσώπησης που εξέφρασε ο ΣΥΡΙΖΑ και πώς αυτές οι σχέσεις μπορούν να τροποποιηθούν τώρα, μετά την ήττα, στις νέες συνθήκες εφαρμογής του τρίτου Μνημονίου.
Κρίνεται η ζωή του λαού και της χώρας και όχι η αριστερή ιδεολογία
Όπως είπαμε και πιο πάνω, η ήττα που υπέστη το αντιμνημονιακό στρατόπεδο είναι συντριπτική. Είναι ήττα μιας ολόκληρης στρατηγικής και των φορέων που την εξέφρασαν. Η καθησυχαστική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ είχε πείσει τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία που τον ψήφισε ότι μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση θα μπορούσε είτε να ανατρέψει τα μνημόνια ή τουλάχιστον να απαλύνει δραστικά την εφαρμογή τους μέσα από μια «πραγματική διαπραγμάτευση» με τους δανειστές. Κι αυτό χωρίς ριζικές αλλαγές στον γεωστρατηγικό προσανατολισμό της χώρας και στον εν γένει τρόπο ζωής μας. Ήταν απλώς θέμα «πολιτικής βούλησης», όπως συνήθως λεγόταν. Η συνθηκολόγηση, τώρα, της κυβέρνησης σημαίνει την αποτυχία αυτής της ιδέας και την κατάρρευση των πολιτικών και οργανωτικών μορφών μέσα από τις οποίες εκφράστηκε. Κι ίσως ένα απ’ τα πιο ισχυρά πλήγματα είναι η προσωπική μετάλλαξη του ίδιου του Αλ. Τσίπρα ως ηγετικής μορφής και ως συμβολικού εκπροσώπου αυτής της στρατηγικής.
Παρ’ όλα αυτά, ο πόλεμος δεν έχει χαθεί. Αυτά που λέγονται περί της Αριστεράς, που τώρα θα κάνει πενήντα χρόνια για να ξαναπάρει κεφάλι κλπ, δεν στέκουν. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά ο Αλ. Τσίπρας δεν επελέγησαν από τον λαό ως αριστερά, αλλά ως αντιμνημονιακή δύναμη. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν ήταν ιδεολογικό, με όρους Δεξιάς και Αριστεράς· ήταν πολιτικό. Επομένως το ερώτημα δεν είναι αν ο λαός θα ξαναψηφίσει Αριστερά, αλλά αν ο πόλεμος κατά των μνημονίων τελείωσε· αν τα μνημόνια επεβλήθησαν οριστικά. Η απάντηση σ’ αυτό είναι προφανής. Όχι, ο πόλεμος κατά των μνημονίων δεν τελείωσε. Ίσα-ίσα, τώρα μπαίνει σε ακόμα πιο οξεία φάση. Στο συμπέρασμα αυτό συντείνουν και οι αντίστοιχες εμπειρίες από τη Λατινική Αμερική, όπου επίσης χρειάστηκε να περάσουν από διαδοχικές φάσεις διάψευσης κάποιων μετριοπαθών προσδοκιών μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν άλλο δρόμο από την πλήρη ρήξη με τις δυνάμεις των παγκόσμιων χρηματαγορών.
Υπομονή και όχι βιασύνη
Στην περίπτωσή μας είναι πασιφανές πως η εφαρμογή του νέου μνημονίου θα έχει ως αποτέλεσμα τεράστια οικονομική και κοινωνική καταστροφή, πράγμα που είναι αδύνατον να μην προκαλέσει νέες, και μάλιστα οξύτατες, κοινωνικές αντιδράσεις. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται να έχουμε ούτε οικονομική, ούτε πολιτική σταθεροποίηση – τουλάχιστον όχι στον ορατό χρονικό ορίζοντα. Ακόμα κι αν τα μέτρα εφαρμοστούν στο σύνολό τους, πράγμα μάλλον απίθανο, το αποτέλεσμα θα είναι παταγώδης αποτυχία. Και βεβαίως, η πολιτική δύναμη που θα εφαρμόσει μνημόνια θα έχει την τύχη των προηγουμένων, χωρίς καμία απολύτως διαφορά.
Πέρα, όμως, από την αρνητική αυτή πλευρά, της μη σταθεροποίησης του μνημονιακού καθεστώτος, υπάρχει και η θετική πλευρά της ωριμάσεως του λαϊκού ριζοσπαστισμού. Το συντριπτικό «όχι», σε ποσοστό 61%, και υπό τις συνθήκες που επετεύχθη, δείχνει ότι ο αντιμνημονιακός ριζοσπαστικός όχι απλώς δεν υποχωρεί, αλλά διαρκώς βαθαίνει. Όταν λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, ο Αλ. Τσίπρας θα πάψει να είναι «το παιδί που βασανίστηκε» και θα αρχίσει να γίνεται αυτός ο συντονιστής των βασανιστηρίων που θα υφίσταται ο λαός· όταν θα αρχίσει να αποτυγχάνει το πρόγραμμα, να καταβυθίζεται η ζωή μας και να καταρρέουν ολόκληρες κρατικές δομές στην υγεία, την παιδεία κ.λπ.· όταν θα αναγκαστούμε να δούμε κατάματα τη χρεοκοπία, ενδεχομένως και το Grexit· τότε ο λαϊκός ριζοσπαστισμός θα αναζητήσει τρόπους πολιτικής έκφρασης και εκπροσώπησης στο κεντρικό πολιτικό πεδίο.
Χρειάζεται όμως χρόνος. Χρόνος για να χωνέψουμε ψυχολογικά την ήττα και τη διάψευση· χρόνος για να έρθουμε ξανά αντιμέτωποι με τη γυμνή πραγματικότητα του τρίτου μνημονίου, να ξαναδουλέψουμε, να εμβαθύνουμε και να ουσιαστικοποιήσουμε τον τρόπο της αντίδρασής μας στις νέες συνθήκες. Δεν μιλάμε για δεκαετίες, αλλά για έναν ορίζοντα διετίας το πολύ – ίσως και πολύ λιγότερο.
(Στο επόμενο φύλλο θα αναφερθούμε στη νέα διαφαινόμενη σχέση λαϊκού ριζοσπαστισμού -κοινωνικών δικτύων- πολιτικής)