του Απόστολου Δ. Καραμπά
«Πώς του πάν’ καλέ τα τζιν»
[από ένα χαριτωμένο τραγουδάκι του μοναδικού Λουκιανού]
Ήταν 12 Οκτωβρίου του έτους 1492: οι «Ινδιάνοι» του Γκουαχάνι, ενός μικρού νησιού από τα εκατοντάδες του συμπλέγματος των σημερινών Μπαχαμών, πρωτοαντικρίζουν αγκυροβολημένα στον γιαλό τρία παράξενα μεγάλα πλεούμενα με κατεβασμένα τα άρμενα. Ήταν η Pinta, η Nina και η ναυαρχίδα Maria Galante (Santa Maria στα σχολικά βιβλία), τρεις σπανιόλικες τρικάταρτες καραβέλες αρματωμένες με τα ανθεκτικά γενοβέζικα καραβόπανα, με τις οποίες διέσχισαν τον Ατλαντικό o Cristóbal Colón και οι ναύτες του. Αγνάντεψαν τη στεριά μετά από ένα τρομακτικό ταξίδι 36 ημερών στον ωκεανό, από την ημέρα που άνοιξαν πανιά και έβαλαν πλώρη, ξεμακραίνοντας από τα Islas Canarias, σύμφωνα με το ημερολόγιο καταστρώματος. Ήταν μια θαλάσσια διαδρομή, ο πρώτος διάπλους του Ατλαντικού, μια πραγματικότητα που θα ανέτρεπε την παγκόσμια ιστορία. Χωρίς αμφιβολία δεν θα περνούσε στο ελάχιστο από το μυαλό αυτών των Ευρωπαίων θαλασσοπόρων, πειρατών και τυχοδιωκτών η σκέψη ότι είχαν ανοίξει τη θύρα μιας νέας εποχής, αυτής της αποικιοκρατίας, της βιομηχανικής επανάστασης και του καπιταλισμού. Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν ένας ιδιόρρυθμος άνθρωπος, που σε όλη του την ζωή πίστευε ότι ανακάλυψε τις Δυτικές Ινδίες. Σύντομα η νέα ήπειρος θα έπαιρνε το όνομα ενός Φλωρεντίνου εξερευνητή και χαρτογράφου, του Amerigo Vespucci.
Τριακόσια πενήντα περίπου χρόνια αργότερα, το 1850, ένας έμπορος υφασμάτινων ειδών, ο Βαυαρός μετανάστης εβραϊκής καταγωγής Levi Strauss, ταξιδεύει από τη Ν. Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο, ακολουθώντας τα μεταναστευτικά δρομολόγια των χρυσοθήρων. Εκεί ανοίγει ένα εμπορικό κατάστημα πουλώντας τους ρούχα, διάφορα είδη της καθημερινότητας και βαμβακερά υφάσματα για τα αντίσκηνα, τις τέντες των καραβανιών και τα σκέπαστρα βαγονέτων των ορυχείων. Ήταν γενοβέζικα σκληρά υφαντά καραβόπανα: ακριβώς, κατά μία εκδοχή, το ίδιο υλικό με το οποίο ήταν φτιαγμένα τα ιστία των καραβιών του Χριστόφορου Κολόμβου όταν σαλπάρισαν για τον Νέο Κόσμο.
Όλα ξεκίνησαν με την ανακάλυψη κοιτασμάτων χρυσού στην Coloma της Καλιφόρνιας. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συνέρευσαν εκεί, από τις Ανατολικές κυρίως πολιτείες, τη Ν. Αμερική, αλλά και από την Ευρώπη και την Ασία. Ταξίδευσαν εκεί με κάθε μέσο, κάτω από τραγικά δύσκολες συνθήκες, με στερήσεις και κακουχίες, με ένα τρελό όνειρο: τον εύκολο πλουτισμό. Ο πυρετός του χρυσού (gold rush) είχε αρχίσει. Οι μόνοι που πλούτισαν σίγουρα ήταν επιτήδειοι έμποροι που πουλούσαν σε εξωφρενικές τιμές τον απαραίτητο εξοπλισμό (τρόφιμα, εργαλεία, ρούχα) στους επίδοξους χρυσοθήρες.
Οι αυτόχθονες κοινότητες υπέστησαν πληθυσμιακή μείωση από τα εγκλήματα που διεπράχθησαν από κρατικούς φορείς και ιδιώτες, από τις ασθένειες, τον υποσιτισμό, την υποδούλωση και την καταναγκαστική εργασία. Ήταν μια περίοδος που έχει χαρακτηριστεί από τη γενοκτονία των ιθαγενών πληθυσμών.
Ο νεαρής τότε ηλικίας Jack London, ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, είχε αναζητήσει και αυτός την τύχη του ως χρυσοθήρας. Εμπνεύστηκε ένα από τα πλέον διαβασμένα μυθιστορήματα του, «Το κάλεσμα της άγριας φύσης», που εκδόθηκε το 1903, αναφερόμενος σε ιστορίες χρυσοθήρων οι οποίες διαδραματίζονται το 1897 στον παγωμένο Καναδά.
Το αριστούργημα του Charlie Chaplin «Ο χρυσοθήρας» (The Gold Rush), η κλασική βωβή αμερικάνικη ταινία του 1925, με τον ρομαντισμό, το πνεύμα του και την έντονη κοινωνική κριτική μεταφέρει έναν απόηχο του κλίματος αυτής της περιόδου.
Σύντομα ο Λεβί Στράους αντιλαμβάνεται τις ανάγκες των εργατών των χρυσορυχείων για παντελόνια και φόρμες που να αντέχουν στις σκληρές συνθήκες, στο αφιλόξενο κλίμα του Far West. Τα πρώτα αυτά ενδύματα έγιναν γρήγορα ανάρπαστα από τους χρυσοθήρες, οι οποίοι όμως πολύ σύντομα άρχισαν να δυσφορούν για την πρακτικότητα του συγκεκριμένου παντελονιού. Το σκληρό γενοβέζικο καραβόπανο ήταν κατάλληλο μεν για τους άγριους αέρηδες του πελάγους, αλλά τους προκαλούσε αλλεργίες και δερματικά προβλήματα.
Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον ευρηματικό Λεβί Στράους να στραφεί προς την αναζήτηση ενός καταλληλότερου υλικού κατασκευής ενδυμάτων. Το αρχικό παντελόνι από το γενοβέζικο (genoan) καραβόπανο, που έγινε jean στα αμερικανικά-αγγλικά, ήταν αρχικά χρώματος ανοιχτού καφέ. Γρήγορα το αντικατέστησε με ένα γαλλικό βαμβακερό μπλε ύφασμα διαγώνιας πλέξης, το Denim, από την πόλη Nimes της Γαλλίας, και έτσι προέκυψε το γνωστό πλέον σε όλους blue jean, δηλαδή το μπλε γενοβέζικο. Μειονέκτημα του νέου αυτού τύπου παντελονιού ήταν οι αδύνατες τσέπες του, που σκίζονταν εύκολα από την πρακτική των εργατών των χρυσορυχείων να μεταφέρουν τις πολύτιμες πέτρες. Το πρόβλημα λύθηκε όταν ο Στράους με τον συνεργάτη του, τον Λετονό ράπτη Jacob Davis, προσέθεσαν προς ενίσχυση τα μεταλλικά πριτσίνια που υπάρχουν ακόμη ως σήμερα στις τσέπες του παντελονιού, και το διέθεσαν στην αγορά από το 1874 με το γνωστό πλέον σκούρο βαθύ μπλε, ώστε να μην είναι ευδιάκριτες οι λαδιές, λεκέδες κ.λπ. Το χαρακτηριστικό λογότυπο με τα δύο άλογα να τραβούν ένα ανθεκτικότατο jean προς αντίθετες κατευθύνσεις υπάρχει ήδη από το 1866 πίσω στη δερμάτινη ετικέτα του παντελονιού.
Μπλου τζιν λοιπόν, μια ανθεκτική φόρμα εργασίας, ένα ανάρπαστο καθημερινό ρούχο των γεωργών, των μηχανικών και μεταλλωρύχων, όπως απεικονίζεται σε μια ρεκλάμα της εποχής, και βεβαίως των cow-boys.
Μέχρι τις αρχές του Μεταπολεμικού κόσμου, το Τζιν καθρέπτιζε επάνω του τον κόσμο της εργασίας και της περιπέτειας, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, του προλεταριάτου, της αμερικανικής εργατικής τάξης. Ένα παντελόνι εργαλείο των ακραίων σκληρών συνθηκών, ένα σύμβολο που θα λέγαμε ότι ταυτίστηκε με την ίδια την ιστορία της Αμερικής και αποτέλεσε κομμάτι της κουλτούρας της, ένα κοινωνικό αγαθό.
Στη ραγδαία εξάπλωση του μπλου τζιν συνέβαλαν ο κινηματογράφος του Hollywood με τους αντικομφορμιστές ήρωες και τα δημοφιλή western films. Στις διαφημιστικές καμπάνιες όπου, μέσω της έμμεσης προβολής των προϊόντων, προωθούνταν γνωστές μάρκες τσιγάρων, ποτών, αυτοκινήτων, το jean ένδυμα συμπλήρωνε την ιδεολογική λειτουργία της εικόνας. Ακόμη οι Αμερικανοί στρατιώτες στις αμέτρητες ανά τον κόσμο στρατιωτικές βάσεις λειτούργησαν ως οι καλύτεροι πρεσβευτές και διαφημιστές του.
Ένα ρούχο αγαπημένο της νεολαίας όλης της Γης, των ασυμβίβαστων και αμφισβητιών της καταναλωτικής Δύσης και του καπιταλιστικού ονείρου, των κοινωνικών και μουσικών κινημάτων, των εξεγερμένων.
Σήμερα πλέον είναι ενδυματολογική επιλογή κάθε φύλου, ηλικίας και κοινωνικής διαστρωμάτωσης, αποχαρακτηρισμένο ταξικά, ακολουθεί τις δικές του μόδες στις πασαρέλες του κόσμου.
Για να θυμηθούμε και τη ρήση του γέρο-Μαρξ, «Ο καπιταλιστές είναι ικανοί να πουλήσουν στους προλεταρίους ακόμη και το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουν». Ένα ένδυμα του οποίου τη διαχρονική γοητεία και δυναμική η χώρα του νικηφόρου Κόκκινου Στρατού, δεν μπόρεσε να τη διαχειριστεί.