Βραδιά λόγου και μουσικής με τον Στέλιο Ελληνιάδη και τους «Χί Πσί!» αφιερωμένη στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Μάνο Χατζιδάκι.
Μετά τη μεγάλη επιτυχία της πρώτης βραδιάς, που ήταν αφιερωμένη στον Μάρκο Βαμβακάρη και το ρεμπέτικο τραγούδι, ο «Λαϊκός Μαραθώνιος, 1930-2000: Από τον Μάρκο στον Άκη» συνεχίζεται το Σάββατο, 5 Φεβρουαρίου, στις 21:30, στο χώρο πολιτισμού @Ρουφ (Κωνσταντινουπόλεως 10 και Ανδρονίκου 18, σταθμός μετρό Κεραμεικός), με το αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Μάνο Χατζιδάκι.
Ο Στέλιος Ελληνιάδης κάνει ανασκόπηση στην πορεία του νεότερου λαϊκού ελληνικού τραγουδιού, με άξονα πολύ σημαντικούς τραγουδοποιούς γύρω από τους οποίους διαπλέκεται η ιστορία, η πολιτική, η ποίηση, η ζωγραφική κ.λπ. Μετά την ομιλία, παίζουν ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια οι «Χί Πσί!»Για κρατήσεις: 210-3837191
Στην ίδια συχνότητα, ο Δρόμος συνεχίζει τη δημοσίευση σχετικών κειμένων. Μετά τον μελετητή του ρεμπέτικου Παναγιώτη Κουνάδη (φ.48), γράφει ο δημοσιογράφος και εκδότης του περιοδικού Λαϊκό Τραγούδι Γιώργος Κοντογιάννης (σελ. 28).
Η λογοκρισία του Μεταξά μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, το 1936, έκοψε τη φόρα του ρεμπέτικου το οποίο με την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου της Columbia και την ηχογράφηση και εκτύπωση των τραγουδιών, ξέφευγε από τον πιο κλειστό κόσμο των κουτουκιών, των τεκέδων και των φυλακών και απλωνόταν σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ο πόλεμος και η κατοχή από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ανέστειλαν ολοκληρωτικά τη δισκογραφία και αναγκαστικά περιόρισαν ακόμα περισσότερο τη ζύμωση στους χώρους που παραγόταν και παιζόταν το ρεμπέτικο τραγούδι. Μετά τη λήξη της κατοχής και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων, με όλες τις απαγορεύσεις της οκταετίας ’36-’44 σε ισχύ, συν κάποιες νέες, και με βαθιές διεργασίες στο κοινωνικό σώμα, το ρεμπέτικο τραγούδι αναδυόταν και πάλι στην επιφάνεια, δριμύτερο, αλλά με τάσεις συνεχούς διαφοροποίησης της μορφής, του περιεχομένου και του ύφους που είχε προπολεμικά.
Ίσως ο σημαντικότερος εκφραστής αυτής της μετεξέλιξης να είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος πρωτοστάτησε στη δημιουργία μίας «σχολής» τόσο στη σύνθεση όσο και στην ερμηνεία του τραγουδιού που ονομάστηκε «λαϊκό τραγούδι», το οποίο όχι μόνο αγκάλιασε τα πιο πλατιά λαϊκά στρώματα, τα οποία εξέφραζε πλήρως, αλλά ενέπνευσε καθοριστικά και τους καλλιτέχνες τόσο του ευρωπαΐζοντος ελαφρού τραγουδιού, όπως τον Νίκο Γούναρη και τον Μιχάλη Σουγιούλ, όσο και της «λόγιας» σχολής, με πρωτοπόρο τον Μάνο Χατζιδάκι ο οποίος, πριν ακόμα κλείσει η δραματική δεκαετία του ’40, είχε αντιληφθεί την αξία της μουσικής που προερχόταν από τους αυτοδίδακτους προπολεμικούς και μεταπολεμικούς καλλιτέχνες και ιδίως των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, όπως έδειξε με τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές».
Ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μάνος Χατζιδάκις είναι μάλλον οι δύο βασικές συνιστώσες του νεότερου ελληνικού τραγουδιού.