Σε αυτό το φύλλο φιλοξενούμε τη συζήτηση της Νάσιας Πλιακογιάννη, από τη συντακτική ομάδα του Δρόμου, με τρεις νέους ανθρώπους, με πανεπιστημιακή μόρφωση, αλλά χωρίς ή με μισή δουλειά. Η απόπειρα να παρουσιάσουμε μια «κανονική» συνέντευξη έπεσε στο κενό, όταν οι συνεντευξιαζόμενοι πήραν το λόγο και μας μίλησαν για όλα, πριν προλάβουμε καν να ρωτήσουμε.
Δεν αρκεί το στείρο «όχι»
Άρης Χατζηγεωργίου, εργαζόμενος-συμβασιούχος στο ΠΑΜΑΚ
Σε κοινωνικό επίπεδο λαμβάνει χώρα μια πολυεπίπεδη σύγκρουση στη λογική του «όταν δεν μπορείς να χτυπήσεις τον από πάνω σου, χτυπάς τον διπλανό σου».
Δημιουργείται ένα αμφίδρομο μίσος μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων υπαλλήλων, σπουδαστών του εξωτερικού και σπουδαστών στην Ελλάδα, ντόπιων και μεταναστών, ανέργων και εργαζομένων, εχόντων και μη εχόντων, ανθρώπων με μέλλον και ανθρώπων χωρίς.
Μέσα σε αυτόν τον παραλογισμό παραλείπουμε όλοι μας (εσκεμμένα ή ακούσια) να κοιτάξουμε μέσα μας για ένα κάποιο –έστω και ελάχιστο– μερίδιο ευθύνης. Βλέπεις στον δρόμο παππούδες που ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ εδώ και 30 χρόνια, να βρίζουν τους «προδότες». Νοικοκυραίους να γιαουρτώνουν τους ίδιους πολιτικούς που έχουν βάλει τα παιδιά τους στο δημόσιο. Υπάρχει τρομακτική ασυνέπεια μεταξύ λόγων και έργων.
Αποτέλεσμα αυτών είναι ένα μερίδιο των πολιτών να αντιμετωπίζει ανήμπορο, απαθές ή φοβισμένο τις εξελίξεις, και ένα άλλο (όπως η Αριστερά) να αντιδρά με ένα στείρο «όχι» στα –πράγματι βάρβαρα– μέτρα που κάθε λίγο εξαγγέλλει και εφαρμόζει η κυβέρνηση των τραπεζιτών.
Η Αριστερά δεν φαίνεται να προβληματίζεται σοβαρά για τα σταθερά υψηλά ποσοστά συμμετοχής των νέων στις φοιτητικές παρατάξεις και κομματικές νεολαίες των δύο μεγάλων κομμάτων που μας έφεραν σε αυτό το σημείο. Παραμένει αγκυλωμένη σε θεωρίες και πρακτικές περασμένων δεκαετιών που αποδεδειγμένα δεν μπορούν να περιγράψουν τη σημερινή πολύπλοκη πραγματικότητα, αλλά ούτε και να προτείνουν κάποια ρεαλιστική λύση για αλλαγή. Τα πολιτικά στελέχη των αριστερών κομμάτων φέρονται εξουσιολαγνικά, ενώ τις περισσότερες φορές η προσωπική τους ζωή απέχει μακράν από τις θεωρίες που καθημερινά ευαγγελίζονται. Έτσι, ο κόσμος δεν τους εμπιστεύεται, θεωρώντας τους ίδιους και χειρότερους με αυτούς των (ξεκάθαρα τουλάχιστον) δεξιών κομμάτων. Η κομματική γραμμή, παραβιάζοντας τις αρχές της ελευθερίας (που υποτίθεται πως είναι από τις δομικές αρχές του κόμματος), είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να φιμώσει (έμμεσα ή άμεσα) κάθε εσωκομματικό διαφωνούντα. Καμία λογική συνδιαμόρφωσης γνώμης, ουσιαστικής ανταλλαγής απόψεων. Δεν είναι λοιπόν περίεργη η τεράστια αποστροφή του κόσμου προς τα κόμματα.
Όταν κάποιος από μια πολιτική συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ακούσει πραγματικά και να συνδιαμορφώσει πολιτική με κάποιον από μια άλλη, πώς θα μπορέσει να ακούσει την υπόλοιπη κοινωνία, η οποία πολιτικά απέχει έτη φωτός; Όταν δεν ρίχνουμε τον εγωισμό μας στους γύρω μας ή στους «εξ’ αγχιστείας» συντρόφους μας, πώς θα τον ρίξουμε όταν έρθει η ώρα να πείσουμε τον νοικοκυραίο πως υπάρχουν και άλλα πράγματα στη ζωή εκτός από την αέναη κατανάλωση και το κοινωνικό status;
Το πολιτικό σύστημα γνωρίζει πολύ καλά τους τρόπους «αντίδρασης» που χρησιμοποιούν μέχρι τώρα οι διαφωνούντες, τους έχει ενσωματώσει σε αυτό και τους έχει κάνει να λειτουργούν και προς όφελός του – είτε ως βαλβίδα εκτόνωσης (π.χ. πορείες), είτε ως μέσο προπαγάνδισης (π.χ. βία).
Τα τελευταία χρόνια δημιουργούνται συνεχώς τέτοιοι μικροί πυρήνες, στη λογική της δημιουργικής αντιπρότασης, της δημιουργίας, δηλαδή, μιας μικροκοινωνίας στα πλαίσια της οικονομικής-κοινωνικής-πολιτικής βιωσιμότητας και κατόπιν στη διάδοσή τους και στην υπόλοιπη κοινωνία. Οι πυρήνες αυτοί μπορεί να αφορούν ανταλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο, τράπεζες χρόνου, κοινωνικά νομίσματα, καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, συνεταιριστικές επιχειρήσεις, εργατικές-αγροτικές κολεκτίβες, βιολογικές-περιαστικές καλλιέργειες, φυσική δόμηση, ενεργειακή αυτονομία από ΑΠΕ, πολιτιστικό ακτιβισμό, ανοιχτό λογισμικό, ελεύθερη παιδεία, ελεύθερο ραδιόφωνο, χαριστικά παζάρια, τράπεζες και ανταλλακτήρια σπόρων.
Σπίτι και τηλεόραση
Νατάσα Γκουτζελούδη, άνεργη
Είμαι άνεργη εδώ και έξι μήνες περίπου, δηλαδή από τότε που ορκίστηκα. Για την ακρίβεια δεν έχω εργαστεί ποτέ, αν εξαιρέσουμε βέβαια κάτι μαύρες και ανασφάλιστες δουλειές που έκανα ως φοιτήτρια (σερβιτόρα κ.λπ.). Μένω στη Θεσσαλονίκη, προφανώς με πλήρη χρηματοδότηση από τους γονείς μου, δηλαδή αυτοί πληρώνουν το ενοίκιό μου, τη ΔΕΗ μου, τα κοινόχρηστά μου και το χαρτζιλίκι μου. Υποτίθεται μέχρι να βρω δουλειά. Όχι ότι θα μπορώ να πληρώνω όλα τα παραπάνω μόνη ακόμα και όταν βρω δουλειά. Βέβαια δεν ξέρω και οι γονείς μου μέχρι πότε θα μπορούν να με χρηματοδοτούν, καθώς και οι δικοί τους μισθοί κάθε μήνα σχεδόν έρχονται μειωμένοι.
Σχεδόν καθημερινά στέλνω βιογραφικά παντού. Δεν με έχουν πάρει ούτε για συνέντευξη ακόμα! Οι αιτήσεις που στέλνω είναι κυρίως για δουλειές ως πωλήτρια, τηλεφωνήτρια, σερβιτόρα και όχι ως οικονομολόγος. Αυτό προφανώς το κάνω καθώς θεωρώ ότι σε δουλειές που έχουν να κάνουν με αυτό που σπούδασα δεν έχω καμία ελπίδα, παρόλο που έχω πάρει πτυχίο και υποτίθεται έχω τα προσόντα. Το πιο ευοίωνο σενάριο που θα μου έδινε ίσως ένα παραπάνω προσόν, θα ήταν κάποιος φιλεύσπλαχνος εργοδότης να με προσλάμβανε για κάποιο διάστημα για «να μου μάθει τη δουλειά» και προφανώς αμισθί. Ενώ οι λογαριασμοί θα τρέχουν. Οπότε ανάμεσα σε δύο εργασίες εξίσου κακοπληρωμένες, με ελαστικά ωράρια, ανασφάλιστες, χωρίς πολλά-πολλά εργασιακά δικαιώματα, δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να κυνηγάω κάποια θέση ως επιστήμονας.
Η καθημερινότητά μου ως άνεργη περιλαμβάνει σπίτι και τηλεόραση. Το να βγω έξω για καφέ το απορρίπτω πάντα πολύ εύκολα και μόνο που σκέφτομαι τα 80 λεπτά που κοστίζει το ολόκληρο εισιτήριο για το αστικό. Ενώ ό,τι χόμπι και δραστηριότητα είχα, πλέον τα έχω εγκαταλείψει.
Προτιμώ την καταστολή της τηλεόρασης και του ίντερνετ.
Έχω σκεφτεί βέβαια και το ενδεχόμενο μετανάστευσης (κυρίως εσωτερικής, αν και ομολογώ έψαξα και για τη μετανάστευση στην Αυστραλία που είναι της μόδας), όχι βέβαια γιατί έχω ελπίδες πως πηγαίνοντας στην Αθήνα, για παράδειγμα, θα έβρισκα εύκολα δουλειά, αλλά απλά επειδή δεν έχω καμία ελπίδα εδώ. Σχεδόν το απέρριψα και αυτό το ενδεχόμενο καθώς και η μετανάστευση απαιτεί κάποιο κόστος που σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να το φορτωθούν και αυτό οι γονείς μου. Οπότε η μόνη μετανάστευση που ίσως βλέπω στο εγγύς μέλλον είναι προς το πατρικό μου!
Αυτό που με προβληματίζει περισσότερο όμως, δεν είναι ούτε τα οικονομικά μου προβλήματα, ούτε η αδράνεια που με έχει πιάσει αυτούς τους μήνες που είμαι άνεργη, αλλά ότι δεν βλέπω καμία προοπτική και καμία αλλαγή στο σκηνικό αυτό. Παρόλο που μας αφορά όλους, καθώς χάνουμε δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στη δωρεάν παιδεία, το δικαίωμα στη δωρεάν υγεία, το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, ακόμα και το δικαίωμα στην εργασία, ωστόσο δεν βλέπω κάποια προοπτική για κοινωνική αλλαγή. Ίσως μόνο αν φτάσουμε στο έσχατο σημείο εξαθλίωσης.
Ζούμε σε κατάσταση αβεβαιότητας
Γιώργος Τσουπεής, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Η νέα κατάσταση που έχει ξεκινήσει να διαμορφώνεται, όπως είναι σήμερα, τα τελευταία δύο χρόνια έχει επηρεάσει αρκετά τα οικονομικά μου. Όντας ένας φοιτητής που δεν έχει δικό του εισόδημα, μιας και δεν εργάζομαι, κυρίως λόγω αδυναμίας εύρεσης μερικής απασχόλησης, παρά επιλογής ή πλεονάζοντος εισοδήματος, είδα τα διαθέσιμα χρήματα που παίρνω από τους γονείς μου να μειώνονται αναλογικά με τη μείωση που έχουν υποστεί τα δικά τους εισοδήματα. Αυτό έχει ως συνέπεια και φυσικό επακόλουθο να ξοδεύω λιγότερα από ό,τι πριν και για να επιβιώσω να καταφεύγω σε εναλλακτικές λύσεις. Για αποταμίευση χρημάτων για κάποιο ταξίδι ή για κάποια μελλοντική υποχρέωση ούτε λόγος. Βλέποντας τον εαυτό μου σήμερα και συγκρίνοντάς τον με αυτόν, όπως ήταν δύο χρόνια πριν, έχουν αλλάξει πολλά στο καθημερινό μου πρόγραμμα. Πλέον τρώμε καθημερινά στη λέσχη του ΑΠΘ που είναι δωρεάν, καθώς δεν δικαιούμαστε με βάση το οικογενειακό εισόδημα κάρτα σίτισης στο ΠαΜακ. Παράλληλα, πολλές φορές πρωινό τρώμε σπίτι ή φτιάχνουμε από το σπίτι και το παίρνουμε μαζί μας, ενώ ο καφές σε μια καφετέρια μέσα στην εβδομάδα έχει σταδιακά μειωθεί και έχει αντικατασταθεί από καφέ στο φουαγιέ του πανεπιστημίου ή ακόμα και στο σπίτι.
Οι βραδινοί έξοδοι έχουν περιοριστεί πιο πολύ απ’ όλα. Και το παράξενο είναι ότι δεν μειώθηκαν εξαιτίας έλλειψης χρόνου λόγω διαβάσματος, δουλειάς κ.λπ. αλλά λόγω οικονομικής στενότητας. Όμως, και τις φορές που βγαίνουμε, αναζητούμε τις φθηνότερες λύσεις, είτε αυτό σημαίνει ότι πηγαίνουμε σε μαγαζιά που έχουν προσφορές (happy hours) είτε κάνουμε λιγότερη κατανάλωση ανάλογα με το πόσα είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε και όχι να καταναλώσουμε. Όλη αυτή η λιτότητα που εφαρμόζουμε ουσιαστικά πλέον στη ζωή μας έχει μεγάλο αντίκτυπο στον τρόπο ζωής μας, που έχει αλλάξει δραματικά, τόσο βραχυπρόθεσμα, αφού μένουμε πιο πολύ σπίτι χάνοντας έτσι τη δυνατότητα να κοινωνικοποιηθούμε και να αποκτήσουμε νέες εμπειρίες, όσο και μακροπρόθεσμα, αφού δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι καινούριο κάπου, είτε αυτό είναι μια ξένη γλώσσα, είτε ένα άθλημα, είτε μια καινούρια δραστηριότητα, είτε να ταξιδέψουμε και να δούμε κάτι διαφορετικό μέσω των προγραμμάτων Έρασμος.
Το χειρότερο για έναν άνθρωπο είναι να ζει σε συνθήκες αβεβαιότητας. Αυτή η κατάσταση του προκαλεί φόβο για το μέλλον του. Δεν του επιτρέπει να ονειρεύεται, μα και του διαλύει καθημερινά τα όνειρά του, που τα έχει βάλει ως στρατηγικούς στόχους του. Όταν όλα τα πράγματα είναι συνεχώς και ταχέως μεταβαλλόμενα και η κατάσταση είναι δύσκολη οικονομικά, κοινωνικά, τότε είναι αδύνατο να προβλέψεις πώς θα είσαι σε 1-2 χρόνια, πόσο μάλλον να δεις τον ιδανικό εαυτό σου στην ηλικία των 30. Παρόλα αυτά θεωρώ ότι μπορούμε και πρέπει να ονειρευόμαστε και φυσικά να προσπαθούμε για ένα καλύτερο αύριο, είτε αυτό είναι εδώ στην Ελλάδα, είτε κάπου αλλού.
Η χώρα μας βρίσκεται σε ένα σημείο, όπου γίνονται αλλαγές στο εσωτερικό της. Διανύουμε μια περίοδο, όπου τίποτα δεν είναι σταθερό και όλα όσα ξέραμε έχουν ανατραπεί. Αυτό το βλέπει ο απλός κόσμος καθώς επιδρά άμεσα πάνω του η αλλαγή αυτής της κατάστασης, αυτής της πλάνης, που υπήρχε για πολλά χρόνια, ότι ζούσαμε σε ένα ανεπτυγμένο κράτος, με ένα ανώτατο βιοτικό επίπεδο και μια εξασφαλισμένη ποιότητα ζωής. Ακριβώς επειδή η κατάσταση αλλάζει, και αλλάζει κυρίως φέρνοντας συνθήκες χειρότερες για την πλειονότητα των κατοίκων της χώρας αυτής, πρέπει να επηρεάσουμε αυτήν την αλλαγή και να προσπαθήσουμε να βρούμε έναν τρόπο, όπου θα ορίσουμε εμείς τους στόχους για μια καλύτερη Ελλάδα, που θα σωθεί πραγματικά και οι θυσίες που θα γίνουν θα έχουν ένα αντίκτυπο αν όχι άμεσα σε εμάς, έμμεσα στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές που έρχονται. Ελπίδα υπάρχει όσο υπάρχει ζωή και ζωή υπάρχει όσο υπάρχει σκέψη.