1. Η Ελλάδα εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης-φρούριο
Η μετατροπή της Ελλάδας σε αποθήκη μεταναστευτικών ροών και φράκτη της Ευρώπης, δεν ήταν μια αντικειμενική και αναπόφευκτη εξέλιξη. Είναι αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων και επιλογών, από κοινού Τουρκίας και Ε.Ε., με τη διαχρονική συνενοχή των ελληνικών κυβερνήσεων. Από το 2015-16 έχει περάσει πολύς καιρός.
Πλέον δεν μιλάμε για μια έκτακτη κρίση, ένα στιγμιαίο κύμα προσφυγικών ροών από τη Συρία, αλλά για μια μόνιμη μετακίνηση πληθυσμών, μεταναστών και προσφύγων, μέσω Τουρκίας προς την Ευρώπη, που εγκλωβίζονται στην Ελλάδα. Πλέον η Ευρώπη έχει αποφασίσει να κλείσει τα σύνορα της. Μοιάζει να έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η γερμανική κυβέρνηση, δήλωνε πως χρειάζεται 1 εκατ. μετανάστες, για την οικονομία της, και επέβαλε την πολιτική ανοιχτών συνόρων. Η μία μετά την άλλη, οι χώρες της Ευρώπης, κοιτώντας το εθνικό τους συμφέρον, άρχισαν να εγκαταλείπουν την πολιτική αυτή. Σήμερα και η ίδια η Γερμανία, αφού δέχτηκε όσους χρειαζόταν, φιλτράροντας τους πληθυσμούς στις χώρες τις περιφέρειας, και υπό το βάρος του πολιτικού κόστους της μετανάστευσης σε όλη την Ευρώπη, αλλάζει στάση. Οι δηλώσεις της νέας επικεφαλής της Κομισιόν, για ένα νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, που αναμένεται να υπογραφεί μέσα στο 2020, με ενίσχυση της FRONTEX και αναθεώρηση της Συνθήκης του Δουβλίνου, δείχνουν την κατεύθυνση να οικοδομηθεί μια Ευρώπη-φρούριο.
Μια Ευρώπη-φρούριο, στην οποία όπως όλα δείχνουν η Ελλάδα αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί, παρά τα κροκοδείλια δάκρυα και τους όρκους πίστης στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, εξωτερικό σύνορο. Σε όλες τις διαβουλεύσεις για την ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως εξαίρεση. Όταν όλες οι χώρες συζητούν για αποτροπή της μετανάστευσης, όταν η Ιταλία πιέζει και πετυχαίνει στη σύσκεψη της Μάλτας, την κατανομή των μεταναστών που φτάνουν στη χώρα από τη Λιβύη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με την υποχρέωση να φιλοξενεί μόλις το 10%, η Ελλάδα εξαναγκάζεται να βρει τρόπο με κλειστά ή ανοιχτά hot-spot, στα νησιά και στην ενδοχώρα, να φιλοξενήσει όσους έχουν εγκλωβιστεί στη χώρα μας και όσους συνεχίζουν να έρχονται. Γίνεται πλέον ξεκάθαρο, ότι αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, θα μείνουν εδώ, δεν είναι προσωρινό φαινόμενο, και έχει γίνει ξεκάθαρο προς τις ελληνικές κυβερνήσεις, ότι πρέπει να βρουν τρόπο να τις διαχειριστούν. Ανεξάρτητα από το ποια είναι η θέληση των πολιτών αυτής της χώρας, που βλέπουν την οριακά βιώσιμη κατάσταση που δημιουργεί το στοίβαγμα πληθυσμών για τη χώρα μας, την κοινωνία, αλλά και τους ίδιους τους μετανάστες.
2. Η Τουρκία ως μεταναστευτικός κόμβος
Η περιοχή μας έχει μετατραπεί σ’ έναν από τους βασικούς διαδρόμους των μεταναστευτικών ροών από την Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Ειδικά μετά την επιδίωξη της Ε.Ε., να περιορίσει τις ροές από Αφρική προς Ιταλία, συνεργαζόμενη ένοχα, με δουλεμπορικά δίκτυα και πολέμαρχους της διαλυμένης Λιβύης, η διαδρομή Τουρκία-Ελλάδα, ενισχύεται σημαντικά.
Η Τουρκία, καθίσταται σε σημαντικό κόμβο των μεταναστευτικών ροών, και σπεύδει να εντάξει αυτή την πραγματικότητα στις μεγαλοκρατικές της επιδιώξεις, στην προσπάθεια πατροναρίσματος του συνόλου του μουσουλμανικού κόσμου, στο διαρκές παζάρι με τη Δύση και στον εν εξελίξει υβριδικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει προς την Ελλάδα.
Ας δούμε όμως το προφίλ της Τουρκίας όσον αφορά τη μετανάστευση. Η Τουρκία, μια χώρα, με αυτοκρατορικό παρελθόν, μικρή εθνική ομοιογένεια λόγω κυρίως του κουρδικού στοιχείου, με μεγάλη διασπορά κυρίως στις χώρες τις Ευρώπης, δεν είχε αντιμετωπίσει κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ιδιαίτερες μεταναστευτικές ροές. Χαρακτηριστικά όλη τη δεκαετία του 1990 και του2000, το ποσοστό των μεταναστών δεν ξεπέρασε ποτέ το 2% του συνολικού πληθυσμού, ή το ένα εκατομμύριο σε απόλυτα νούμερα, σε μια ακμάζουσα δημογραφικά χώρα.
Η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει τη δεκαετία που διανύουμε, με την ανεπτυγμένη πλέον Τουρκία, να γίνεται τόπος προορισμού, διαφόρων μουσουλμανικών πληθυσμών (Μ. Ανατολή, Κ. Ασία, Βοσνία), σε συνέχεια της προσπάθειας της να καταστεί κέντρο του μουσουλμανικού κόσμου. Μετά τη διάλυση της Συρίας, δέχεται τον βασικό όγκο των ξεριζωμένων από την χώρα αυτή, ενώ μετά την υποχώρηση του Ισλαμικού Κράτους και των άλλων τζιχαντιστικών συμμοριών που ενίσχυσε το καθεστώς Ερντογάν, λειτουργεί ως μετόπισθεν γι’ αυτούς και τις οικογένειες τους.
Αυτή τη στιγμή 1,1 εκατομμύρια αλλοδαποί (κυρίως από Ιράκ, Συρία, Τουρκμενιστάν, Αζερμπαϊτζάν, Αφγανιστάν), φέροντας το στάτους του μετανάστη, διαθέτουν άδεια παραμονής στη γειτονική χώρα (οι μισές περίπου είναι προσωρινές άδειες), ενώ περίπου 180 χιλιάδες είναι οι μετανάστες χωρίς νομιμοποιητικά χαρτιά. Η μεγάλη πλειονότητα των πληθυσμών αυτών βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη και τις μεγάλες πόλεις των παραλίων της Μικράς Ασίας, ενώ το καλοκαίρι η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα μεγάλο σχέδιο μεταφοράς μεταναστών στα παράλια, για την αποσυμφόρηση της Κωνσταντινούπολης και την αξιοποίηση τους ως όπλο εκβιασμού προς την Ελλάδα και την Ε.Ε.
Ταυτόχρονα πάνω από 3,5 εκατομμύρια είναι οι πρόσφυγες από τη Συρία που διαμένουν στη χώρα υπό καθεστώς Προσωρινής Προστασίας, ενώ περίπου 300.000 είναι οι αιτούντες άσυλο από διάφορες χώρες. Η πλειοψηφία αυτών βρίσκεται σε πόλεις της συνοριακής γραμμής Τουρκίας-Συρίας, σε περιοχές όπου κυριαρχούσε το κουρδικό στοιχείο, ενώ ένα μικρό ποσοστό κάτω του 2% αυτών διαμένει σε στρατόπεδα. Η Τουρκία έχει μετατρέψει αυτό τον πληθυσμό σε γεωπολιτικό όπλο, για τις επιδιώξεις της τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και απέναντι στη Δύση. Πάνω σ’ αυτό το νούμερο βάσισε τη νομιμοποίηση της πολεμικής της επιχείρησης στη Β. Συρία, τη δημιουργία της ζώνης ασφαλείας, την απομάκρυνση των Κούρδων απ’ αυτή και την εξαγγελία για μεταφορά ενός σημαντικού μέρους των προσφύγων εκεί, σε μια σαφή προσπάθεια αλλοίωσης της πληθυσμιακής σύνθεσης της περιοχής. Πάνω σ’ αυτό το νούμερο συνεχίζει να εκβιάζει για τη χρηματοδότηση από την ΕΕ, υπό την απειλή του ανοίγματος της στρόφιγγας των ροών και τη δημιουργία μιας νέας κρίσης.
3. Πολιτική και όχι διαχειριστική η απάντηση
Ας δούμε τι έχουν να μας πουν τα αντίστοιχα στοιχεία για την Ελλάδα. Μια χώρα σαφώς μικρότερη, επίσης με μεγάλη διασπορά, με μεγάλη εθνική ομοιογένεια τις προηγούμενες δεκαετίες. Αντιμετώπισε κύματα μεταναστών την δεκαετία του 1990 κυρίως από την Αλβανία αλλά και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και μικρότερους πληθυσμούς από Ασία και Αφρική. Πάνω από 1 εκατομμύριο μετανάστες, περίπου το 10% του πληθυσμού, βρέθηκε στη χώρα μας τις προηγούμενες δεκαετίες, με ένα μέρος αυτών να ενσωματώνονται στην ελληνική κοινωνία, εντασσόμενοι (πολλές φορές με όρους εκμετάλλευσης) στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας. Στην αρχή της κρίσης, η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με ένα κύμα εξόδου, μετανάστευσης προς τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως νέων και υψηλής μόρφωσης ανθρώπων, ένα γεγονός που εντείνει το ήδη υπαρκτό δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Το 2015-16 περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες κυρίως από την Συρία και το Ιράκ, πέρασαν από τη χώρα μας, με ένα μέρος αυτών να μένει και μετά το πέρας της προσφυγικής κρίσης. Τα επόμενα χρόνια, συνεχίζονται οι ροές, μεταναστών και προσφύγων, ενώ σιγά-σιγά η Ευρώπη κλείνει τα σύνορά της. Το 2019 η αύξηση των ροών από την Τουρκία (πάνω από 60 χιλιάδες από την αρχή του έτους), έρχεται να αναδείξει τα αδιέξοδα της υπερσυγκέντρωσης μεταναστών και προσφύγων που πλέον αγγίζει τα όρια αντοχής της Ελλάδας. Το νέο αυτό μεταναστευτικό ρεύμα, προέρχεται κυρίως από το Αφγανιστάν και τη Συρία, διαμένει στα στρατόπεδα των νησιών, στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε διάφορες δομές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το συνολικό ποσοστό των μεταναστών στην Ελλάδα ξεπερνά το 11%, ενώ η σύνθεσή του έχει αλλάξει σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, οπότε και η ενσωμάτωση Βαλκάνιων και Ανατολικοευρωπαίων ήταν πιο εύκολο έργο. Σήμερα με την Ελλάδα χωρίς οικονομικές δυνατότητες, με υψηλή ανεργία και κύμα μετανάστευσης προς το εξωτερικό, με τους Ευρωπαίους να θέλουν να την μετατρέψουν σε αποθήκη ψυχών, με τους γεωπολιτικούς κινδύνους κυρίως λόγο του τουρκικού επεκτατισμού να είναι ζωτικής πλέον σημασίας, η δυνατότητα διαμονής, πόσο μάλλον ενσωμάτωσης, πληθυσμών σουνιτικής κυρίως προέλευσης, είναι αδύνατη.
Αυτό που καταλαβαίνει ο μέσος άνθρωπος στη χώρα μας είναι πως αυτή η κατάσταση είναι αδιέξοδη κοινωνικά, ανθρωπιστικά, εθνικά, και δημιουργεί όρους για μια νέα κρίση. Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα, δείχνουν να μην κατανοούν αυτή την πραγματικότητα, αποδεχόμενοι πλήρως τους σχεδιασμούς των ευρωπαϊκών ελίτ, κάνοντας απλά εκκλήσεις για την αλληλεγγύη των άλλων ευρωπαϊκών κρατών και επιβάλλοντας στους υπηκόους τους την μία ή την άλλη αδιέξοδη πολιτική διαχείρισης. Και βέβαια μετατρέποντας όλη τη χώρα σε hot-spot. Ας το επαναλάβουμε όμως, η Ευρώπη, μετατρέπεται σε φρούριο, με τη χώρα μας να είναι το εξωτερικό της σύνορο. Το ζήτημα της μετανάστευσης δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά είναι το αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Άρα η αντιμετώπιση δεν είναι θέμα μιας πιο αυστηρής ή πιο ανεκτικής διαχείρισης. Η απάντηση του ζητήματος μπορεί να είναι μόνο πολιτική. Είναι η άρνηση του σχεδιασμού που θέλει να εγκλωβίσει δυσανάλογα μεγέθη στην ήδη επιβαρυμένη Ελλάδα. Είναι η σύγκρουση με όσους δημιουργούν το πρόβλημα, και η διεθνής καταγγελία του εν εξελίξει υβριδικού πολέμου που διεξάγει η Τουρκία προς τη χώρα μας. Η Τουρκία με ποσοστό αλλοδαπών στο 8% του πληθυσμού της, αποτέλεσμα και της δικής της εμπρηστικής πολιτικής, κατάφερε να στρέψει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας προς το μέρος της, αξιοποιώντας κάθε στοιχείο ισχύος της και επιβάλλοντας λύσεις σύμφωνες με τα συμφέροντά της. Η Ελλάδα, με 11% μετανάστες, με τελείως διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, κατάφερε τα προηγούμενα χρόνια να «κανονικοποιήσει» τη μεταναστευτική κρίση και να τη μετατρέψει σε ανθρωπιστικό θέαμα για τους Δυτικούς. Μια Ελλάδα χωρίς ενεργητική και διεκδικητική στάση στους διεθνείς οργανισμούς, χωρίς σχέδιο, ουρά στις γεωπολιτικές επιδιώξεις της Δύσης. Είναι ζωτικής πλέον σημασίας η αλλαγή πλεύσης, πριν να είναι πολύ αργά.