Η επιδραστικότητα και ο ρυθμός των εξελίξεων του τελευταίου διαστήματος μας λένε ότι έχουμε μπει σε νέα ιστορική φάση. Τον χορό τον σέρνουν για την ώρα οι πρωτοβουλίες της νέας διοίκησης Τραμπ. Οι αντιδράσεις των άλλων πλευρών, άλλοτε πιο ορατές άλλοτε πιο σκιώδεις, έχουν κι’ αυτές πάντως τη δική τους μεγάλη σημασία.
Τα «υλικά» που οδήγησαν σ’ αυτή τη νέα φάση, «ζυμώνονται» εδώ και καιρό. Οι ενδορρήξεις εντός του Δυτικού στρατοπέδου –για να μείνουμε σε μια μόνο πολύ σοβαρή όψη για την οποία έχουμε κάνει επανειλημμένα λόγο– έχουν βγει τώρα με φόρα στην επιφάνεια οριοθετώντας στρατόπεδα και διαμορφώνοντας νέες ποιότητες.
Μια ολόκληρη αλυσίδα εξελίξεων των τελευταίων ημερών πάει να αλλάξει ριζικά τους όρους. Τα όσα υπαγόρευσαν οι ΗΠΑ στους Ευρωπαίους, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την ασφάλεια (τα απανωτά αμερικανικά χαστούκια προς το ευρωενωσιακό σχέδιο στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω), η επισπεύδουσα πρωτοβουλία Τραμπ για ένα διακανονισμό μεγάλου εύρους με τη Ρωσία, οι αντιδράσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που δείχνουν προθέσεις αλλά και τα όρια και τα αδιέξοδά τους, οι ρωσοαμερικανικές συνομιλίες στο Ριάντ της Σ. Αραβίας (προφανώς έχει ουσία ο τόπος) με διακηρυγμένη πρόθεση γενικής αποκατάστασης μιας μεταξύ τους δυνατότητας συνεννόησης, είναι μόνο οι πιο ορατοί κρίκοι αυτής της αλυσίδας. Τα όσα είπε ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Τζ. Ντ. Βανς στο Μόναχο εύλογα έτυχαν μεγάλης δημοσιότητας και επί της ουσίας επισκίασαν το μήνυμα από τα χείλη του ίδιου μερικές μέρες πριν, για τις μεγάλες αναδιαρθρώσεις –ψηφιακές και άλλες– στο Παρίσι στη συνάντηση για την πορεία της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Το έδαφος πάνω στο οποίο εκτυλίσσονται όλα τα παραπάνω, κυριαρχείται από την οξύτατη σύγκρουση δύο στρατοπέδων. Της Δυτικής παγκοσμιοποιητικής πτέρυγας από τη μια, της οποίας η πολιτική αντιμετωπίζει τεράστια αδιέξοδα, με εκείνο της ευρωπαϊκής της συνιστώσας να σκιάζει κάπως για την ώρα το άλλο πολύ αποφασιστικότερο αδιέξοδο του αντίστοιχου μπλοκ στις ΗΠΑ. Πάντως είναι η πρόσφατη ευρεία πολιτική ήττα αυτής της πτέρυγας στις ΗΠΑ εκείνη που έχει φέρει στην επιφάνεια την πολύπλευρη χρεωκοπία των σχεδιασμών της (γίνεται πια φανερό ότι δεν πάει άλλο έτσι). Στην απέναντι όχθη, ένα πολιτικό σύστημα Τραμπ που αντιμάχεται «το βαθύ σύστημα» και επιχειρεί να ορίσει μια πορεία των ελίτ για την υπέρβαση της ηγεμονικής κρίσης των ΗΠΑ και την κατά το δυνατόν αναστύλωση του ελέγχου που ασκούν αυτές παγκόσμια. Καθόλου τυχαία οι σχετικοί σχεδιασμοί εκδηλώνονται σαν απανωτές επιθετικές απόπειρες (σαν έφοδοι) για την ανίχνευση των ορίων εαυτών και αλλήλων.
Το Ουκρανικό συμπυκνώνει με τους πιο άμεσους και οξείς όρους αυτή τη σύγκρουση
Σε πρώτο πλάνο, η σύγκρουση της Δύσης με τη Ρωσία επί ουκρανικού εδάφους όπως μεθοδεύτηκε και σχεδιάστηκε από το παγκοσμιοποιητικό μπλοκ –διοίκηση Μπάιντεν και ευρωενωσιακές / ευρωατλαντικές του συνιστώσες– οδηγεί σε δυτική ήττα και προκύπτει η (και χρονικά) πιεστική ανάγκη διαχείρισης και κατά το δυνατόν περιορισμού της ζημιάς που κινδυνεύει να εξελιχθεί με όρους κατάρρευσης. Τα υπολογίσιμα στοιχεία πραγματισμού της πολιτικής Τραμπ –που δείχνουν διατεθειμένα κατ’ αρχήν να μην πνιγούν στα ρηχά ανεπαρκών μικροελιγμών αναντίστοιχων με το συσχετισμό δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί– δεν μαρτυρούν κάποια «ειρηνόφιλη διάθεση» αλλά επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση. Αντίστοιχα είναι η θέση ήττας και αδυναμίας και η συνακόλουθη αναδίπλωση της άλλης πλευράς (των Ευρωπαίων κυρίως) που κάνει δυνατή την άρθρωση έστω μιας τέτοιας πολιτικής.
Η από πλευράς τραμπικής διοίκησης των ΗΠΑ, απροσχημάτιστη παράκαμψη της «Ευρώπης» και της «Ουκρανίας» ‒του καθεστώτος Ζελένσκι τουλάχιστον– είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη βιωσιμότητα μιας συνεννόησης με τη Ρωσία. Αυτό που λέγεται (με κλαυθμυρίζον, αδύναμο «παράπονο» από ευρωατλαντικής πλευράς) «ότι η Ρωσία είναι ο αντίπαλος αλλά η “Ευρώπη” ο εχθρός των σχεδιασμών Τραμπ», άθελά τους, περιγράφει την ουσία της κατάστασης. Όμως παρούσα είναι και μια άλλη ουσιώδης και πολύ δύσκολη πλευρά που θα δοκιμάσει τα όρια όλων των μερών. Η συνεννόηση με τη Ρωσία δεν μπορεί παρά να έχει ευρύτατο περιεχόμενο. Κάποιοι μάλιστα έχουν βιαστεί πάρα πολύ να μιλήσουν για «νέα Γιάλτα», παρ’ όλο που εδώ δεν έχουμε μια πλευρά ολοκληρωτικά ηττημένη, ούτε τους ειδικούς όρους που είχε δημιουργήσει τότε η λαϊκή ενεργοποίηση στο πλαίσιο ενός πολέμου που είχε προσλάβει και αντιφασιστικά, αντιαποικιακά, δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Η τωρινή όποια συνεννόηση είναι αξεχώριστη από τη συνεχιζόμενη σύγκρουση ανάμεσα σε Δύση και ανερχόμενες δυνάμεις. Αφορά (στην καλύτερη εκδοχή) την αναζήτηση απεμπλοκής και αναδιάταξης από μέτωπα σύγκρουσης που έχουν καταστεί ασύμφορα ή και πάνε να τεθούν εκτός ελέγχου. Από αμερικανικής πλευράς δεν είναι τυχαίο ότι η «σύγκλιση» με τη Ρωσία συνδυάζεται με την άσκηση πίεσης για μια αποδυνάμωση των δεσμών Ρωσίας-Κίνας και ως προς αυτό ποντάρει σε σοβαρές εσωτερικές εντάσεις που υπάρχουν εντός Ρωσίας σχετικά με τον προσανατολισμό της. Επίσης από πλευράς ΗΠΑ, τόσο πριν όσο και τώρα επί Τραμπ (αν και με άλλο τρόπο) η τοποθέτηση απέναντι στη Ρωσία καθορίζεται από το ποιες είναι οι αμερικανικές επιδιώξεις για τον έλεγχο της Ευρώπης. Εδώ έχει αρχίσει κανονικός πόλεμος. Σε επίπεδο διακηρύξεων, το πιο συνεκτικά πολιτικά αρθρωμένο μήνυμα το έδωσε η ομιλία του Τζ. Ντ. Βανς στο Μόναχο. Συνολική αμφισβήτηση του «ευρωπαϊκού-ευρωενωσιακού» καθεστώτος, επιχείρηση μόχλευσης της μεγάλης κρίσης πολιτικής απονομιμοποίησής του και του εκδηλούμενου κοινωνικού αντισυστημισμού. Και πάνω σ’ αυτή τη βάση, προσπάθεια πλήρους υπαγωγής της Ευρώπης στις αμερικανικές αξιώσεις για τεράστιες ενδοδυτικές αναδιανομές ισχύος που κονταίνουν δραστικά τους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς / ιμπεριαλισμούς και τους υποχρεώνουν να πληρώσουν ριζικά μεγαλύτερη μερίδα του πάσης φύσεως κόστους. Του πολέμου, αλλά και των ψηφιακών – ενεργειακών – βιοτεχνολογικών και άλλων αναδιαρθρώσεων που χρειάζονται για την αντιμετώπιση της δομικής κρίσης. Το σκηνικό «αναδασμού» συμπληρώνεται με την τραμπική εκδήλωση αρπαγής των σπάνιων γαιών και άλλων πόρων της Ουκρανίας και της συνολικής αποικιοκρατικής της υπαγωγής. Άλλο ένα θέμα που ανοίγει νέους «κανόνες επιβολής» και που βέβαια εξάπτει την ενδοδυτική σύγκρουση με τους Ευρωπαίους που βγαίνουν έξω από τη μοιρασιά. Το σύνολο των «απαντήσεων» των Ευρωπαίων στην αμερικανική επιθετικότητα –η διπλή σύναξη στο Παρίσι με πρωτοβουλία Μακρόν, η προθυμία του Βρετανού πρωθυπουργού για αποστολή στρατιωτικού σώματος 30.000 στρατιωτών (τα μεγέθη δείχνουν όρια ισχύος) στην Ουκρανία, μια ακόμη έκκληση Ντράγκι για την προώθηση της οικονομικής ενοποίησης της «Ευρώπης» που φαίνεται όλο και πιο καθαρά ότι είναι μη επιτεύξιμη και μια ατέρμονη παρέλαση δηλώσεων, προτάσεων και μη προτάσεων όλου του πολιτικού προσωπικού της ευρωκρατίας– οδηγούν σε δύο εκτιμήσεις. Αφενός εκπέμπουν μοιραία αδυναμία που έχει ευθεία σχέση με την αξεπέραστη, οργανική πρόσδεσή τους στον αμερικανικό παράγοντα. Αφετέρου ότι κάνουν ό,τι μπορούν (και δεν έχουν ξεμείνει από βέλη στη φαρέτρα τους) για να τορπιλίσουν, να παρεμποδίσουν, ή έστω να καθυστερήσουν σε πρώτη φάση (καταλαβαίνοντας σωστά ότι ο χρόνος είναι καθοριστική παράμετρος) μια ρωσοαμερικανική διευθέτηση που θα τραβούσε δραματικά το χαλί κάτω απ’ τα πόδια τους. Ίσως το βαρύτερο και πιο υπόρρητο όπλο τους είναι εν τέλει η επίσειση του κινδύνου (των συνεπειών και για τις στρατηγικές προοπτικές των ΗΠΑ) από μια ολοκληρωτική, εκτός ελέγχου κατάρρευση του ευρωενωσιακού οικοδομήματος.
Εν όψει και των γερμανικών εκλογών στις 23/2 θα κλείσουμε με την εξής σκέψη: Ακόμη και αν το αποτέλεσμα οδηγούσε σε μια μείζονα πολιτική μετατόπιση, δεν προκύπτει σχέδιο που να δίνει κάποια πειστική διέξοδο. Δεν εμφανίζεται, τουλάχιστον για την ώρα, κάποιο καθεστωτικό / συστημικό σχέδιο ικανό να ενεργοποιήσει τις κοινωνίες (μοχλεύοντας τις ευρύτατες αλλά διάχυτες αντισυστημικές τους τάσεις) σε μια ανασυντακτική πολιτική διαδικασία. Δηλαδή σ’ έναν αντιδραστικό κύκλο ανασύνταξης, αντίστοιχου ρόλου μ’ αυτόν που έπαιξε ο φασισμός-ναζισμός (στον συνδυασμό τους με το New Deal του Ρούσβελτ) την περίοδο της μεγάλης συστημικής κρίσης του Μεσοπολέμου. Τα όσα διακηρύσσουν, ο Τραμπ, ο Βανς (πολιτικά πιο αρθρωμένα αυτός) ή ο Μασκ, μπορεί να ηχούν πειστικά όταν καταγγέλλουν την πολιτική και αξιακή χρεωκοπία των παγκοσμιοποιητών, μπορούν επί του παρόντος να επικοινωνούν με τον κοινωνικό αντισυστημισμό που τους ανέβασε στην εξουσία, παραμένει όμως πολύ αβέβαιη και απροσδιόριστη η δυνατότητά τους να αποκαταστήσουν όρους μιας ενεργητικής κοινωνικής συναίνεσης. Αναγκαίας συνθήκης εν τέλει για να αντιμετωπιστεί η συστημική κρίση ακόμη και με συστημικούς όρους μιας υπολογίσιμης χρονικής της μετάθεσης και να μην καταλήξει η κατάσταση σε άμεσο κοινωνικό σάπισμα και αποσύνθεση.