Η αναγνώριση του χαρακτήρα της απειλής που συνιστά ο τουρκικός επεκτατισμός τείνει να αποκτήσει ζωτική σημασία για τη χώρα μας και τον Ελληνισμό ευρύτερα. Αυτό επειδή η δυναμική ανάπτυξης της τουρκικής ισχύος μοιάζει ανέφικτο να ελεγχθεί (ή να αντισταθμιστεί) από την ελληνική πλευρά όσο τουλάχιστον αυτή εμμένει στο δόγμα του δεδομένου συμμάχου του ΝΑΤΟ, και επειδή διαχρονικά (και ειδικά τα τελευταία χρόνια) εντός των ελίτ της χώρας μας τείνουν να αναπτυχθούν λογικές μιας ρεαλιστικής υποταγής, που, στο όνομα της ειρήνης και της σταθερότητας και στα πλαίσια και της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας, προκρίνουν μια λογική σταδιακής δορυφοροποίησης-φινλανδοποίησης από την Τουρκία, με αποκορύφωμα τα όσα βλέπουμε να εξελίσσονται μετά την υπογραφή της διακήρυξης των Αθηνών, από τους Κ. Μητσοτάκη και Τ. Ερντογάν.

Η Τουρκία έχει δείξει όμως πως δεν κολλάει σε αφηγήματα φιλίας ή «θετικής ατζέντας», τα οποία προωθεί μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούν τα συμφέροντά της. Έτσι παρά τα μεγάλα λόγια για «ήρεμα νερά», η Άγκυρα προβάλει ολοένα και συχνότερα τη στρατιωτική της ισχύ, τόσο με την ενεργή εμπλοκή σε πολεμικά μέτωπα (βλ. Συρία, Κουρδιστάν και αλλού), όσο και με στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας. Μπορεί οι Τούρκοι αξιωματούχοι να επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους ότι οι ασκήσεις αυτές αποτελούν προετοιμασία για επιχειρήσεις διασφάλισης της «σταθερότητας» και της υποστήριξης της «ειρήνης» στην περιοχή και πως «δεν έχουν βλέψεις στα κυριαρχικά δικαιώματα καμίας χώρας» όπως δήλωσε επ’ αφορμή της αεροναυτικής άσκησης ΕΦΕΣ 2024, ο ίδιος ο Τ. Ερντογάν, όμως πώς αλλιώς μπορεί να αναγνωσθεί το σενάριο απόβασης και κατάληψης νησιού, αν όχι ως ευθεία απειλή για το Αιγαίο και την Κύπρο. Οι ασκήσεις αυτές, μαζί και με τον ολοένα και αυξανόμενο ρόλο της στρατιωτικής-αμυντικής βιομηχανίας της γείτονος (τέσσερις τουρκικές εταιρείες συγκαταλέγονται πλέον μεταξύ των 100 μεγαλύτερων αμυντικών βιομηχανιών), που παράγει οπλικά συστήματα και πολεμικό υλικό τόσο για τις εγχώριες ανάγκες όσο και για τρίτες χώρες (με μεγάλο διπλωματικό αποτύπωμα), δείχνουν τη σημασία που δίνει η Άγκυρα στην πολεμική προετοιμασία μεγάλης κλίμακας, ικανής να υποστηρίξει πρακτικά την επιβολή τετελεσμένων σε μια σειρά μέτωπα.

Το «μασάζ» της θετικής ατζέντας συνεχίζεται. Τουρισμός, ενεργειακά πρότζεκτ και διμερές εμπόριο, κάποιοι από τους πυλώνες. Η εγχώρια ελίτ, εθισμένοι στις μπίζνες ως μοναδικό οδηγό χάραξης πολιτικής, νομίζει πως θα μπορέσει να επιπλεύσει στις γεωπολιτικές θύελλες μέσω της δορυφοροποίησης από την Τουρκία και επιδιώκει να διαπαιδαγωγήσει και την κοινωνία σε αυτή την αντίληψη, καθιστώντας τη συνένοχο στο έγκλημα. Και όμως ο δρόμος «κανονικοποίησης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όσο η Άγκυρα δεν αποσύρει τις επεκτατικές της βλέψεις, είναι μια επικίνδυνη προοπτική που ανοίγει την όρεξη στον τουρκικό επεκτατισμό

Αιγαίο, Κύπρος, Μεσόγειος

Το Αιγαίο, η Κύπρος και ο έλεγχος της Ν.Α. Μεσογείου είναι μια σημαντική πλευρά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η «Γαλάζια Πατρίδα», το εκφρασμένο σε όλους τους τόνους δόγμα της νεο-οθωμανικής ηγεσίας της Άγκυρας, περνά μέσα από την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των δύο κρατών του Ελληνισμού, της Ελλάδας και της Κύπρου. Αυτή είναι η ρητά διατυπωμένη στρατηγική της Άγκυρας που υλοποιείται (ανάλογα και με τις παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες) άλλες φορές με τσαμπουκάδες και άλλες με παζάρια για «καζάν-καζάν» συμφωνίες. Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία δηλώνει αποφασισμένη να πατήσει πόδι σε όλη αυτή τη γεωγραφία και ως τότε να μην επιτρέψει καμιά σημαντική απόφαση ή ενέργεια να συμβεί ερήμην της. Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού η υπόθεση των θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο. Αμέσως μετά την ανακήρυξη από ελληνικής πλευράς περιοχών στο κέντρο του Αιγαίου, ως περιβαλλοντικά θαλάσσια πάρκα, η Άγκυρα, έσπευσε να μιλήσει για πρόκληση, επαναφέροντας τις αιτιάσεις της για γκρίζες περιοχές, ενώ τώρα δηλώνει την πρόθεση της να ανακηρύξει κι αυτή περιοχές του Αιγαίου ως θαλάσσια πάρκα, επιδιώκοντας να δημιουργήσει τετελεσμένα (μετά και το τουρκολιβυκό μνημόνιο) στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θαλάσσιες (και όχι μόνο) περιοχές που θεωρεί αμφισβητούμενες, με απώτερο στόχο τον εξαναγκασμό της Ελλάδας σε μη άσκηση των δικών της δικαιωμάτων ή σε διαπραγματεύσεις στη λογική της συγκυριαρχίας.

Τα παραπάνω δεν αφορούν προφανώς μόνο το «ακίνδυνο» θέμα των θαλάσσιων πάρκων. Το βλέμμα της Άγκυρας είναι στραμμένο στην ίδια την κυριαρχία των νησιών (βλ. αποστρατιωτικοποίηση) αλλά και στο φλέγον ζήτημα των πιθανών αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή. Ειδικά για το δεύτερο φαίνεται έτοιμη να προχωρήσει εκ νέου σε έρευνες, με τον Τούρκο υπουργό Ενέργειας κ. Αλπαρσλάν Μπαϊρακτάρ να δηλώνει πως η χώρα του θα συνεχίσει, πεισματικά, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, τις γεωτρήσεις σε διάφορες περιοχές με επίκεντρο πέρα από τη Μαύρη Θάλασσα και τη Ν.Α. Μεσόγειο, στα παράνομα θαλάσσια οικόπεδα του ψευδοκράτους, νοτιοδυτικά της Κύπρου αλλά μέχρι και τη Λιβύη και τη Σομαλία. Θυμόμαστε όλοι τις προκλήσεις της Τουρκίας το 2020 σε διεθνή ύδατα νότια της Ρόδου, όπου έφτασε να κάνει έρευνες στα όρια των χωρικών μας υδάτων (εντός της δυνάμει ΑΟΖ μας), με τον ελληνικό στόλο να «παρακολουθεί διακριτικά».


Ο επεκτατισμός ως εθνική στρατηγική

Ο τουρκικός επεκτατισμός δεν είναι μια «παραξενιά» του Ερντογάν και οι απειλές δεν λέγονται για «εσωτερική κατανάλωση», όπως συχνά αρέσκονταν για χρόνια να σχολιάζουν οι «στρουθοκάμηλοι» των Αθηνών. Η ηγεσία της Τουρκίας έχει τον επεκτατισμό ως εθνική στρατηγική και οργανώνει έτσι την κρατική υποδομή (στρατός, παραγωγή, διπλωματία) αλλά και την κοινωνία (ισλαμοεθνικισμός) ώστε να την προωθήσει.

Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη απόφαση να ενταχθεί το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» στα σχολικά εγχειρίδια, στα πλαίσια του νέου προγράμματος του υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Ο αιώνας της Τουρκίας». Ο επεκτατισμός διδάσκεται στους μαθητές, δημιουργώντας το ιδεολογικό εκείνο υπόστρωμα που θα θρέφει τις μεγαλοκρατικές επιδιώξεις της Άγκυρας για τα επόμενα χρόνια. Την ίδια στόχευση έχουν και οι προκλητικές δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας με αφορμή την επέτειο της άλωσης της Κωνσταντινούπολη από τους Οθωμανούς. Σε ένα κρεσέντο εθνικισμού ο Τούρκος πρόεδρος έκανε αναφορές στα ιδανικά του έθνους που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά χωρίς την κατανόηση της σημασίας της «κατάκτησης» και προβάλλοντας τα «ιδανικά του κατακτητή» στο σήμερα είπε χαρακτηριστικά: «σπάσαμε τις αλυσίδες της Αγίας Σοφίας και την ανοίξαμε πάλι εκπληρώνοντας τη διαθήκη του Πορθητή».

Και για όσους νομίζουν πως αυτό το αφήγημα είναι μονοπώλιο του Τ. Ερντογάν και του AKP, δεν έχει παρά να δει τη φιέστα με τους γενίτσαρους που έστησε ο «κεμαλιστής» δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και τους δικούς του ύμνους στο Πορθητή, μέρος αυτού του ιδιότυπου διαγωνισμού εθνικιστικής ρητορικής μεταξύ ισλαμιστών και κεμαλιστών, που δεν επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό για το μέλλον της, μετά τον Τ. Ερντογάν, Τουρκίας.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!