της Αφροδίτης Κατσαδούρη*

Κάθε ανοιχτό παράθυρο της σεζόν με κατακλύζει μια ακατανίκητη διάθεση να εισβάλλω αδιάκριτη στα κίτρινα –χωρίς μπετό– κουτάκια της απέναντι πολυκατοικίας.

Στο μάθημα της Βιολογίας δεν μας έμαθαν ότι κάθε άνοιξη και καλοκαίρι οι άνθρωποι θα σπάνε το δικό τους κουκούλι.

Τραχείς, απόρθητους, θωρακισμένους, τους παπαγαλίζεις.

Μέχρι να έρθει εκείνη η εποχή, εκείνα τα γλυκά βράδια της άλωσης της πόλης από τις αναρίθμητες μυρωδιές του γιασεμιού, της νερατζιάς, των κοριτσιών που αναβλύζουν σμήνη από λουλούδια στα ελεύθερα μαλλιά τους και τον αγοριών που, με το μαλακτικό τους, σου (υπεν)θυμίζουν την μπουγάδα της μαμάς σου και ζηλεύεις.

Έχει μια αίγλη ξεχωριστή, παράξενη και αλλόκοτη η μυστική χαρτογράφηση του προσωπικού χώρου του ανοίκειου. Αυτή η επεμβατική διάθεση παρακολούθησης του ενδότερου μέσα από το παραθύρι είναι φορές που φαντάζει η αρχή, η μέση –ή και το τέλος– κάποιας δικιάς μας ιστορίας.

Θαρρείς πως τα μπαλκόνια είναι τα σύγχρονα μεγάφωνα – ή τα πάλαι ποτέ γραφεία παραπόνων. Ανθρώπινες φιγούρες ψιθυρίζουν και φωνάζουν χωρίς φόβο στο σκοτάδι. Τα μυστικά, τα βογγητά, οι αναστεναγμοί, οι λυγμικές απογοητεύσεις ενοίκων και κατοικιδίων, όλα πια ακούγονται με τέτοια ευρύτητα και στη στιγμή οργανώνεται ένα απροβάριστο λαϊκό πανηγύρι. Οι μεθυσμένοι από δουλειά βρίζονται με τη μαμά τους επειδή δεν τους ρωτάει ποτέ αν ‘φαγαν τελικά το αφεντικό κι όχι τον μουσακά της, όταν κλείσουν το ακουστικό παίζουν το ενήλικο κυνηγητό με τα κίτρινα φαντάσματα του φωταγωγού, κάποιοι άλλοι, πιο ευδιάθετοι, χαϊδεύονται στις εφαρμογές γνωριμιών, τραγουδούν χωρίς σκοπό τον αγαπημένο τους σκοπό, ερωτολογούν με τα φυτά τους, οι αιθεροβάμονες σφάζουνε το κόκορα κι ας μην έχουνε παιδιού χαρά, και άλλοι καταπίνουνε μαζί με το ντεπόν τις λέξεις που ξεπάγωσαν γυμνές στον νεροχύτη απ’ το προηγούμενο πρωί, παίρνοντας στο στομάχι τους την προοπτική να στις χαρίσουν. Ποιος ξέρει, ίσως υπάρχει λόγος, τελικά, που τους ονόμασαν ακάλυπτους.

Το σαλόνι ενιαίο με την κουζίνα, το αγαπημένο σου άρωμα πάλι απέτυχε να εξαφανίσει την τηγανιτή πατάτα απ’ τα μαλλιά σου, η τηλεόραση μπροστά από τον καναπέ να τρεμοπαίζει, η κουρτίνα διάπλατα τραβηγμένη, ένα αγίνωτο καρπούζι στη σέντρα του τραπεζιού σηματοδοτεί την αρχή καλοκαιριού, ένας άρρυθμος σωρός από στοιβαγμένα πιάτα να σε περιμένουν πάντα με λαχτάρα μεγαλύτερη κι από τη γάτα σου να γυρίσεις, το τασάκι με τα αποτσίγαρα που δεν πρόλαβες στ’ οχτάωρο να κάνεις, τα υψωμένα στόρια με το ανοιχτό τους ντεκολτέ να σ’ απορρυθμίζουν, και εκείνο, το θεσπέσιο κορίτσι του έκτου, που δυνάμωσε αιφνίδια του κορμιού της την ένταση, εξαφανίζοντας τον ντεκαυλέ ήχο των ειδοποιήσεων στο φέισμπουκ, που μόλις μπήκε σε λειτουργία σκασμού επιτέλους.

Τα ψυχρά οικοδομικά τετράγωνα μεταμόρφωσαν τη γειτονιά σ’ ένα αξιότιμο θερινό και εγώ τώρα πρέπει να βρω τα πιο σπάνια επίθετα να στο περιγράψω.

* Η Αφροδίτη Κατσαδούρη είναι φιλόλογος και συγγραφέας. Η τελευταία της ποιητική συλλογή έχει τον τίτλο «Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι», εκδόσεις Έναστρον, και μπορείτε να τη βρείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!