Η πραγματικότητα πίσω από το μύθο της «ελληνικής» τουριστικής βιομηχανίας
Του Σπύρου Παναγιώτου
Πάνω από 30 εκατομμύρια τουρίστες θα επισκεφθούν τη χώρα μας αυτή τη χρονιά, εκτιμούν οι ειδικοί της αγοράς. Για δεύτερο συνεχή χρόνιο θα σπάσει το πανελλαδικό ρεκόρ ξένων επισκεπτών, πανηγυρίζουν οι κυβερνητικοί ιθύνοντες. Από κοινού αγορές και κυβέρνηση έχουν αναδείξει την τουριστική αγορά σαν το βαρύ χαρτί της ελληνικής οικονομίας, σαν το πιστοποιητικό της εξόδου της χώρας από την κρίση.
Πράγματι, η σημερινή κυβέρνηση συνέχισε πιστά τα βήματα και τις κατευθύνσεις όλων των προηγούμενων. Με αντισυνταγματικές παρεμβάσεις προώθησε φακέλους επενδυτικών σχεδίων που καθυστερούσαν σε διάφορα επίπεδα της δικαιοσύνης. Παραθαλάσσιες εκτάσεις, οικόπεδα-φιλέτα, δασικές εκτάσεις και αιγιαλοί, νομοθετικές και ρυμοτομικές ρυθμίσεις, όλα έγιναν σύμφωνα με τις επιθυμίες των επενδυτών. Οι τράπεζες, με όπλο τα κόκκινα δάνεια, πίεζαν ασφυκτικά ξενοδόχους να πουλήσουν τις επιχειρήσεις τους, να παραχωρήσουν μερίδια ή να συγχωνευθούν με μεγάλους παίκτες του εξωτερικού.
Και οι πιέσεις αυτές αποδίδουν καρπούς. Με όχημα τους tour operators και στο κλίμα των γεωπολιτικών αναστατώσεων και των πολέμων στην εγγύτερη ανταγωνιστική τουριστική αγορά, ο ελληνικός τουρισμός ανακάμπτει. Ανακάμπτει στους αριθμούς… όχι στην ουσία. Οι τοπικές κοινωνίες όλο και περισσότερο αποκλείονται από τα οφέλη. Ο μαζικός χαρακτήρας των τουριστικών ρευμάτων, η κατανάλωση αποκλειστικά μέσα στις ξενοδοχειακές μονάδες, ο αποκλεισμός των τοπικά παραγόμενων προϊόντων από το συνολικά προσφερόμενο τουριστικό προϊόν, δίνουν όλο και πιο ευκαιριακά και μεταπρατικά χαρακτηριστικά στη νέα μεγάλη «μπίζνα».
Και δίπλα σε αυτά τα οικονομικά στοιχεία συντελείται κάτι βαθύτερο, που σχετίζεται με την αλλοίωση των ουσιαστικότερων χαρακτηριστικών μας. Καθώς ο τουρισμός ως «αγορά» μετασχηματίζεται εντασσόμενος πλήρως στην κυρίαρχη αντίληψη διαχείρισης του «ελεύθερου χρόνου», μετασχηματίζει παράλληλα και τις τοπικές κοινωνίες. Ο τζόγος, τα καζίνο, οι αεριτζίδικες αρπαχτές γίνονται το πρότυπο της τουριστικής ενασχόλησης. Και δίπλα σε αυτά, οι μεγαλοκαρχαρίες της εμπορικής εκμετάλλευσης ενός αποστειρωμένου πολιτισμού σε φαραωνικά Μέγαρα τύπου Νιάρχου ή Λάτση. Η όποια διάχυση στη κοινωνία οφείλει να υπακούει και να μιμείται αυτές τις νόρμες. Η ανάπτυξη τύπου Μπαχάμες είναι το όραμα. Στις παρυφές του σχεδίου, μισο-παράνομα και μισο-ελεημοσυνικά, μπορούν να αναπτύσσονται οι δραστηριότητες των πολλών, της «πλέμπας». Και όλα αυτά αλλάζουν και προσαρμόζονται κάθε φορά σύμφωνα με τα κατά καιρούς κερδοσκοπικά μοντέλα.
Η φιλοξενία, ο πολιτισμός, η ιστορία και η παράδοση της χώρας και του λαού, οφείλουν να προσαρμοστούν στις ανάγκες της αγοράς. Γι’ αυτό πανηγυρίζουν οι αγορές. Γι’ αυτό χαίρεται η κυβέρνηση. Άλλωστε τα όρια μεταξύ κυβερνητικών παραγόντων και «αγορών», των ίδιων που οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή καταστροφή, συνεχώς μικραίνουν, για να αναδειχθεί και μ’ αυτόν τον τρόπο η ιδιομορφία μιας χώρας που συνεχίζει την ίδια και απαράλλακτη πορεία, πλέον με την «αριστερά» στο τιμόνι.
Η πλασματική εικόνα των αριθμών
Τα στοιχεία που αφορούν τις εξελίξεις στον ελληνικό τουρισμό δίνουν μια εικόνα, αλλά τις περισσότερες φορές οι αλήθειες που κρύβουν οι αριθμοί είναι, όχι τυχαία, δυσδιάκριτες. Οι αριθμοί λοιπόν επιβεβαιώνουν αύξηση των αφίξεων ξένων τουριστών και των εσόδων τα τελευταία χρόνια, αύξηση του κύκλου εργασιών των τουριστικών και ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, εμφάνιση νέων χωρών-δυναμικών πελατών του τουριστικού προϊόντος της χώρας. Όμως η αύξηση εσόδων, συνυπολογιζομένη με την αύξηση των επισκεπτών, μαρτυρά μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνης.
Σημαντικές είναι και οι αλλαγές που παρατηρούνται στη δομή και το μέγεθος των τουριστικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, το Δεκέμβρη του 2016 λειτουργούσαν στη χώρα 9.730 μονάδες με δυναμικότητα 788.553 κλινών, παρουσιάζοντας μια αυξητική τάση κατά 5,7% και 10,6% (σε μονάδες και κλίνες αντίστοιχα) τα τελευταία δέκα χρόνια. Εξίσου μεγάλες είναι οι μεταβολές ανάμεσα στις κατηγορίες των ξενοδοχειακών μονάδων μεταξύ 2000 και 2016 (πίνακας). Παρατηρείται δηλαδή αύξηση των μεγάλων και πολυτελών συγκροτημάτων, ενώ τα ξενοδοχεία 1 και 2 αστέρων εμφανίζουν μείωση -37% και -18% αντίστοιχα, διατηρώντας όμως παρά τη μείωση (από 70,4% σε 55,5%) σχετικά υψηλό μερίδιο αγοράς.
Συμπληρωματικά με αυτές τις τάσεις, παρατηρείται αύξηση των μεριδίων των μεγάλων μονάδων στην αγορά. Έτσι, τα ξενοδοχεία 5 αστέρων αποτελούν το 4,6% των ξενοδοχειακών μονάδων, αλλά κατέχουν το 16,5% των δωματίων και το 17% των κλινών. Αντίστοιχα, τα 3 και 4 αστέρων αποτελούν το 39,9% των ξενοδοχειακών μονάδων και κατέχουν το 49,2% των δωματίων και το 49,3% των κλινών. Τέλος οι μικρές κατηγορίες των 1 και 2 αστέρων διατηρούν το 55,5% των μονάδων, όμως κατέχουν μόλις το 34,7% των δωματίων και το 33,3% των κλινών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η γεωγραφική συγκέντρωση των ξενοδοχειακών μονάδων. Το Νότιο Αιγαίο και η Κρήτη διαθέτουν το 24,5% και 22,1% των δωματίων αντίστοιχα. Ακολουθεί το Ιόνιο με 11,8% και η Κεντρική Μακεδονία με 11%.
Ποιος κερδίζει από την αύξηση του τουριστικού προϊόντος;
Τα στοιχεία αυτά, όπως φαίνονται στους σχετικούς πίνακες, είναι σημαντικά – δεν περιγράφουν όμως όλη την αλήθεια. Πρόσφατη μελέτη της Γενική Γραμματείας Βιομηχανίας κατέδειξε, μάλλον αισιόδοξα, πως στην περίφημη τουριστική μας βιομηχανία η συμμετοχή του ελληνικού προϊόντος πανελλαδικά δεν υπερβαίνει το 15%. Αντίστοιχα ποσοστά άλλων ευρωπαϊκών προορισμών ξεπερνούν το 65 κι 70%. Έτσι το «δημόσιο» εισπράττει τον αναγκαίο για την αποπληρωμή των δανείων ΦΠΑ, ενώ τα κέρδη καταλήγουν σε ξένες εταιρίες που διεισδύουν εκρηκτικά στην αγορά, και στους tour operators που ελέγχουν τις τουριστικές ροές. Την ίδια στιγμή, οι τοπικές κοινωνίες και η οικονομία τους καταστρέφονται με ταχύτατους ρυθμούς. Η παραγωγή αγαθών καταρρέει καθώς αδυνατεί να τροφοδοτήσει, ακόμα και μέσα στην ίδια μας τη χώρα, το υποτίθεται «βαρύ χαρτί» του τουρισμού με δικά μας, αυθεντικά τοπικά προϊόντα. Η τουριστική βιομηχανία αποτελεί τυπικό υπόδειγμα του μεταπρατικού τύπου ανάπτυξης.
Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια σημαντική διείσδυση ξένων κεφαλαίων στην τουριστική αγορά. Ήδη το Χίλτον, που ανήκε στον όμιλο της Alpha Bank, και ο Αστέρας της Βουλιαγμένης, που ανήκε στην Εθνική Τράπεζα, έχουν αλλάξει χέρια. Ενδεικτικά και μόνο η ξενοδοχειακή αλυσίδα της Sani Resort (Χαλκιδική), η Dolfin Capital, ο όμιλος Κωνσταντακόπουλου με το Costa Navarino (Μεσσηνία), η επένδυση Ίτανος Γαία (Λασίθι), είναι ανάμεσα σε εκείνες που έχουν προσελκύσει ξένα κεφάλαια. Το αμερικανικό fund Oaktree Capital Management έχει ήδη επενδύσει, μαζί με τον όμιλο της Sani, σε δύο πολυτελή ξενοδοχεία (Ikos Resorts) που βρίσκονται στη Χαλκιδική. Το πλειοψηφικό πακέτο της Ikos ανήκει στους Αμερικανούς επενδυτές της Oaktree, που προγραμματίζουν να λειτουργήσουν έως και δέκα ξενοδοχεία στην Ελλάδα και γενικότερα στη Μεσόγειο μέσα στην επόμενη πενταετία.
Ο σαουδαραβικός κολοσσός Olayan επενδύει στη Μεσσηνία και στον όμιλο Costa Navarino 500 εκατ. ευρώ. Ακόμα ενδιαφέρον δείχνει, μεταξύ άλλων, ο κινεζικός όμιλος της Fosun Ιnternational Limited, που αποφάσισε να συνεισφέρει σε ένα νέο επενδυτικό fund έως 700 εκατ. ευρώ για την εξαγορά 30-40 ξενοδοχειακών μονάδων στη Μεσόγειο τα προσεχή χρόνια, αναζητώντας μονάδες σε Κρήτη, Ρόδο και Λέσβο. Ρώσικα κεφάλαια δραστηριοποιούνται κυρίως στη Χαλκιδική – τα εξυπηρετούσε τα τελευταία χρόνια ο Στέργιος Πιτσιόρλας, πρώην πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ και νυν υπουργός, ως επικεφαλής των εταιρειών Med Sea Health και Mare Village.
Και το φαγοπότι καλά κρατεί καθώς, σύμφωνα με δηλώσεις της υπουργού Ελ. Κουντουρά, το 2016 υποβλήθηκαν 142 φάκελοι έργων για νέα και υφιστάμενα ξενοδοχεία 4 και 5 αστέρων και δυναμικότητας άνω των 300 κλινών. Επιπλέον, έως και το Μάρτιο του 2017 υποβλήθηκαν προς ένταξη στον αναπτυξιακό νόμο 251 προτάσεις για ξενοδοχειακές επενδύσεις, που αντιπροσωπεύουν το 50% της συνολικής αξίας των υποβληθεισών προτάσεων.
Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ κ. Ανδρέας Ανδρεάδης, «δυνητικά όλα μπορούν να πωληθούν». Έχουν φροντίσει γι’ αυτό οι νόμοι fast track και το ΤΑΙΠΕΔ, που καταργούν κάθε περιορισμό στην εκποίηση αιγιαλών, οι τράπεζες, που πιέζουν ασφυκτικά τους μικρούς του κλάδου με το κόκκινα δάνεια, και οι συνθήκες γαλέρας που έχουν επιβληθεί σε αμοιβές και εργασιακές σχέσεις των εργαζόμενων του κλάδου.
Καλοκαιρινές εργασιακές γαλέρες
Αυτό που κρύβεται πίσω από κάθε είδους ανάλυση, έως και… αποθέωση για τον ελληνικό τουρισμό, είναι οι εργασιακές συνθήκες οι οποίες επικρατούν στο χώρο. Παρότι στον κλάδο ισχύουν θεωρητικά οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (με την τελευταία να έχει υπογραφεί το 2012, με 15% μείωση των μισθών), ωστόσο υπολογίζεται ότι εφαρμόζονται σε λιγότερο από το 1% των ξενοδοχείων! Με την υπογραφή των μνημονίων, βέβαια, με τη μη υποχρεωτική εφαρμογή των κλαδικών συμβάσεων, τις δεκάδες μορφές ελαστικής εργασίας, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της εκμετάλλευσης πίσω από τους αριθμούς της λεγόμενης «βαριάς βιομηχανίας της χώρας».
Η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων του κλάδου (80%) είναι εποχικά εργαζόμενοι. Ως εκ τούτου, τους εκτός τουριστικής σεζόν μήνες (τέσσερις έως και έξι) αρκούνται, για να επιβιώσουν, στο επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ – το οποίο καταβάλλεται μόνο για τρεις μήνες ανεργίας ετησίως. Φυσικά, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα, το κόστος εργασίας έχει μειωθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια, ενώ άλλες χώρες των PIGS, σε αντίθεση με την ελεύθερη πτώση της Ελλάδας, παρουσιάζουν σταθερότητα με μικρές αυξητικές τάσεις.
Το πιο επιβαρυντικό φαινόμενο, όμως, είναι η εντατικοποίηση των συνθηκών εργασίας. Ενώ η ΣΣΕ προβλέπει την παροχή δύο συνεχόμενων ρεπό, στην πράξη δεν υπάρχει καμία εφαρμογή της. Το ωράριο μπορεί να επιμηκυνθεί έως τις 10 και 12 ώρες, ιδιαίτερα στις πολύ τουριστικές περιοχές. Μάλιστα οι σχετικοί δείκτες της ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύουν μεγάλη αύξηση στις ώρες εργασίας, χωρίς αντιστοιχία, όμως, σε σχέση με το πόσοι απασχολούνται, αλλά και με το πόσο πληρώνονται. Με απλά λόγια, υπάρχουν πολλοί που, ενώ δουλεύουν περισσότερο, σε πολλές περιπτώσεις δεν πληρώνονται τις υπερωρίες τους ή πληρώνονται μόνο ένα μικρό τμήμα τους.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα από τη μία την προφανή επιβάρυνση της υγείας, που συνδυάζεται με τη μερική απασχόληση και τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση της Κοινωνικής Ασφάλισης, αφού πλέον δεν υπάγονται στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα. Από την άλλη, υπάρχει και ο εφιάλτης της πρόωρης ανεργίας, αφού οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ξενοδοχοϋπάλληλοι θεωρούνται «αντιτουριστικοί». Ειδικότερα η μερική απασχόληση στο χώρο παρουσιάζει ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια (ενδεικτικά αυξήθηκε κατά 21% το 2015 και κατά 14% το 2016). Επιπλέον αυτών, τα στοιχεία δείχνουν ότι απασχολείται λιγότερο προσωπικό από αυτό που χρειάζεται. Στα «πεντάστερα» ξενοδοχεία αντιστοιχούν μόλις 0,67 εργαζόμενοι ανά δωμάτιο, αριθμός που μειώνεται όσο «κατεβαίνουν» και τα αστέρια των ξενοδοχείων.