Στον απόηχο της υπόθεσης Φαμπρ
Η σκόνη που σηκώθηκε από τον καβγά για τον Φαμπρ έχει πλέον κατακάτσει αλλά πολλές πλευρές που ανέδειξε, προσφέρονται ακόμα για συζήτηση. Ακολουθούν μερικές σκέψεις αστήριχτες σε μεγάλο βαθμό αφού θα χρειαζόταν περισσότερος χώρος για να επιχειρηματολογήσει ή να τις συζητήσει κανείς.
Παρατήρηση πρώτη. Ό,τι και να λέγεται, τον Φαμπρ δεν τον έδιωξαν οι καλλιτέχνες ή η «καλλιτεχνική ελίτ». Η αντίδραση στο project του Διεθνούς Φεστιβάλ Αμβέρσας και το θράσος του εμπνευστή του και όσων τον επέλεξαν, προήλθε από την ίδια την κοινωνία. Και για αυτό ήταν τόσο αποτελεσματική. Πάνω στο κύμα που σηκώθηκε, σέρφαραν αρκετοί, αλλά κανείς θα έπρεπε να επικεντρώσει ίσως περισσότερο στο κύμα και λιγότερο στους σέρφερς.
Παρατήρηση δεύτερη. Αλλά και οι «καλλιτέχνες που αντέδρασαν», δεν είναι «ένα πράγμα». Η μεγάλη πλειοψηφία των καλλιτεχνών στην Ελλάδα σήμερα απλώς είναι απλήρωτη, δουλεύει τσάμπα και περίπου πεινάει. Θα μπορούσε κανείς να το δει πριν κατακεραυνώσει γενικώς τους καλλιτέχνες «που κοιτάνε την τσέπη τους και τους πήραν το φεστιβάλ για αυτό αντιδράνε».
Παρατήρηση τρίτη. Όποιος εξανίσταται γιατί «οι καλλιτέχνες αντέδρασαν για τον Φαμπρ αλλά δεν έκαναν το ίδιο και τόσα χρόνια για τα μνημόνια» μάλλον δεν έχει καταλάβει τι είναι τα μνημόνια και η χώρα στην οποία ζούμε τα τελευταία χρόνια. Γιατί είναι κορυφαία εκδήλωση της μνημονιακής (και μάλιστα σε νέα φάση, αποικιοκρατούμενης) Ελλάδας να έρχεται ο Φαμπρ (ελέω Μπαλτά και Τσίπρα) λέγοντας με κάθε τρόπο «θα σας εκπολιτίσομεν», να μας δείχνει στον προτζέκτορα για πρότυπο την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου Βελγίου σε συνέντευξη Τύπου με προσκλήσεις για λίγους, να αναλαμβάνει τη θέση του δηλώνοντας ότι δεν ξέρει κάτι για ελληνικό πολιτισμό άρα προς το παρόν θα εντρυφήσουμε στον βέλγικο. Τι νόημα έχει να αντιπαραβάλει κανείς την αντίδραση σε όλο αυτό με την αντίσταση στα μνημόνια;
Τα παραπάνω θυμίζουν λίγο και το γνωστό αυτά τα χρόνια «Μα καλά, πού είναι ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι να κατέβουν στο Σύνταγμα να τελειώνουμε;». Το γιατί, πότε και με ποιο τρόπο αντιστέκεται κανείς είναι μάλλον κάτι πιο σύνθετο.
Παρατήρηση τέταρτη. Και ποιος είπε ότι οι καλλιτέχνες «δεν αντιδρούσαν στα μνημόνια»; Εκτός πάλι αν λέμε καλλιτέχνες και εννοούμε τις περσόνες ή πέντε παρατρεχάμενους των εκάστοτε υπουργών, γραμματέων και διευθυντών. Γιατί όποιος ήταν αυτά τα χρόνια στις σημαντικές εκδηλώσεις αντίστασης του λαού, δεν μπορεί, κάπου θα είδε και κάποιους καλλιτέχνες. Όπως και θα είδε πλήθος εθελοντικών πολιτιστικών ομάδων να προσπαθούν κάτι να κάνουν και να πουν, με όποιο τρόπο αυτές το καταλάβαιναν. Και δεν μιλάμε μόνο ή τόσο για δηλωμένα «πολιτικοποιημένες» ή «εναλλακτικές» προσπάθειες δημιουργίας, όσο για έναν γαλαξία πολιτιστικών προσπαθειών νέων ανθρώπων, χωρίς αυστηρά προσδιορισμένο «πολιτικό πρόσημο», στις πόλεις, τις γειτονιές και τα χωριά.
Παρατήρηση πέμπτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια καλλιτεχνική ελίτ που μονοπωλεί δουλειές και κονδύλια, που συνωστίζεται στις κρατικές αυλές των πολιτιστικών οργανισμών και του υπουργείου, που προφανώς ένα κομμάτι της αθροίστηκε στις αντιδράσεις για το Φεστιβάλ. Όσο είναι λάθος να νομίσει κανείς ότι αυτή ήταν κυρίως που συγκρούστηκε με τον Φαμπρ, άλλο τόσο δεν έχει λόγο προφανώς να βγάλει λάδι ή να κάνει ότι δεν βλέπει αυτή την κρατικοδίαιτη «στρατευμένη» τέχνη και τους φορείς της.
Όπως επίσης (παρατήρηση έκτη) πρέπει να αναφερθεί κανείς και σε ένα τμήμα καλλιτεχνών που είτε αντέδρασε είτε όχι, δεν παύει να έχει αντίληψη για την τέχνη πανομοιότυπη με εκείνη που λάνσαρε ο Φλαμανδός. Η τέχνη δηλαδή σαν project εντυπωσιασμού και «πρωτοτυπίας», με τον καλλιτέχνη κλεισμένο στο δικό του σύμπαν, μακριά από τα ζόρια των πτωχών που δεν καταλαβαίνουν και πολλά.
Δεν έλειψαν, όπως πάντα, και αυτοί που είδαν επαρχιωτισμό και εθνικισμό στις αντιδράσεις για τον Φαμπρ. Μειωμένοι, βέβαια, αυτή τη φορά γιατί έλειπαν κάποιοι «Μένουμε Ευρώπη» αντιεθνικιστές αφού είδαν τώρα να παραγκωνίζονται (οι ίδιοι ή κάποιοι φίλοι τους) ή επειδή δεν χωνεύουν τον Μπαλτά… Έτσι, το έργο του αντιεθνικισμού έπεσε αυτή τη φορά κυρίως στις πλάτες ούλτρα «διεθνιστών», ΣΥΡΙΖΑίων, κάποιων συντακτών εφημερίδας και συναφών περιπτώσεων. Είναι εκείνοι που αγανακτούν για τα γουρουνάκια στις πορείες των αγροτών, αλλά δεν τους πειράζουν και τόσο οι εκτοξευόμενες γάτες που έχουν, όπως και να το κάνουμε, άλλη χάρη. Αυτοί εξεγέρθηκαν με τις αντιδράσεις για τον «αφελληνισμό» του φεστιβάλ, αφού ως γνωστόν ο αφελληνισμός δεν είναι και κάτι κακό, αντιθέτως είναι το ανώτατο στάδιο του διεθνισμού. Σε αντίθεση βέβαια με τον «απογερμανισμό», τον «αποβελγισμό» και λοιπούς αντιευρωπαϊσμούς που είναι σημάδια επαρχιωτικού κόμπλεξ. Και εις άλλα με υγεία.
Γιώργος Παπαϊωάννου