Με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή και με τα χαρακτηριστικά του πρότυπου ανάπτυξης που αναγνωρίζουν οι αγορές, σχεδιάστηκε η «πράσινη ανάπτυξη» και ειδικότερα η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Πρόκειται για μια ανάπτυξη που παράγει ανισότητες, συγκεντρώνει την οικονομία και την εξουσία σε λίγα χέρια και καταστρέφει την κοινωνία και το περιβάλλον. Η «ανάπτυξη» των ΑΠΕ αναπαράγει το πρότυπο των συμβατικών μορφών ενέργειας, συγκεντρώνοντας το μονοπωλιακό έλεγχο της παραγωγής σε πολύ λίγες εταιρίες, που σε μεγάλο βαθμό είναι οι ίδιες που ελέγχουν και τις συμβατικές μορφές ενέργειας. Ο νέος γεωπολιτικός χάρτης κατανομής των διάφορων μορφών ΑΠΕ σχεδιάστηκε με μοναδικό κριτήριο τη μέγιστη απόδοση. Έτσι, στην κατανομή αυτή η Ελλάδα και η Κρήτη βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα αφού και φυσάει πολύ και υπάρχει πολύ μεγάλη ηλιοφάνεια.
Οι σχεδιασμοί για την ενέργεια έχουν ως αφετηρία την πολιτική για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας (1995), υλοποιούνται στη χώρα μας με μια σειρά από αντισυνταγματικά νομοθετήματα που παραβιάζουν και ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις (αειφορία, περιβάλλον, βιοποικιλότητα, ερημοποίηση, τοπίο, ακόμα και ανθρώπινα δικαιώματα) και αποδεικνύουν την απέραντη υποκρισία που επικρατεί και την τεράστια αντίφαση ανάμεσα σε όσα λέγονται και όσα τελικά υλοποιούνται.
Εδώ και πάνω από μια δεκαετία «απλοποιούνται» συστηματικά οι διαδικασίες για την αδειοδότηση των ΑΠΕ, χωρίς να έχει προηγηθεί και να υπάρχει Εθνικός Σχεδιασμός για την Ενέργεια. Σήμερα, σε εποχή κρίσης, οι σχεδιασμοί επιταχύνονται και οι εκβιασμοί εντείνονται, οδηγώντας σε fast trak καταστροφές.
Το 2001, με το Ν. 2941/2001, καθορίστηκε ότι τα έργα ΑΠΕ, -ως έργα δημόσιας ωφέλειας ανεξάρτητα από το φορέα υλοποίησής τους-, επιτρέπεται να υλοποιούνται σε δάση και δασικές εκτάσεις. Η άδεια αποτελεί νόμιμο τίτλο χρήσης της έκτασης, που παραμένει έγκυρος και ισχυρός ακόμα και αν αναγνωριστεί κάποιος ως ιδιοκτήτης της έκτασης αυτής.
Το 2006, ο N. 3468/2006 καθόρισε ότι προωθείται κατά προτεραιότητα η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, έθεσε το πλαίσιο και τις εγγυήσεις για κάθε μορφή ΑΠΕ και δεν παρέλειψε να δημιουργήσει «Επιτροπή Προώθησης Επενδυτικών Σχεδίων Μεγάλης Κλίμακας για ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ», 4,5 χρόνια πριν από το γνωστό fast trak! Ως «μεγάλη κλίμακα» θεωρήθηκαν τα 30MW και ο προϋπολογισμός των 30 εκ. ευρώ.
Το 2008, το Ειδικό Χωροταξικό για τις ΑΠΕ επέβαλε το μοντέλο εγκατάστασης των ΑΠΕ σε κάθε γωνιά της υπαίθρου που δεν είχε την τύχη να διαθέτει ένα Προεδρικό Διάταγμα προστασίας, είτε για παραγωγικούς, είτε για περιβαλλοντικούς λόγους. Προστάτεψε δηλαδή τον ήδη δομημένο χώρο και τις διαμορφωμένες τουριστικές περιοχές, θεωρώντας δεδομένο ότι ΑΠΕ μπορούν να είναι μόνο εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας και όχι αποκεντρωμένα συστήματα. Έτσι, στην Κρήτη αποκλείονται ρητά από εγκατάσταση σταθμών ΑΠΕ μόνο η Σαμαριά και το Βάι και αρχαιολογικές ζώνες Α βαθμού προστασίας (στην Κνωσό τώρα γίνονται!).
Το 2010, η «πράσινη» υπουργός -που δήλωνε ότι αγαπούσε τα δάση και τις ΑΠΕ -, με το Ν. 3851/2010, για την επιτάχυνση των ΑΠΕ επιβεβαίωσε την εγκατάστασή τους στα δάση και τις δασικές εκτάσεις και αναβάθμισε τα έργα αυτά σε «υψίστης σημασίας» για να δεσμεύσει τη δικαστική εξουσία σε περιπτώσεις προσφυγών, που έπεφταν και πέφτουν βροχή. Επιπλέον, επιχείρησε να προσδώσει μεγαλύτερη νομική ισχύ στο Ειδικό Χωροταξικό για τις ΑΠΕ, που παρά το γεγονός ότι ήταν μόνο μια Κοινή Υπουργική Απόφαση εμφανιζόταν να έχει κανονιστικό χαρακτήρα και να υπερισχύει κάθε άλλης νομοθεσίας. Έτσι, μεταξύ άλλων προσπάθησε να δεσμεύσει και τον πολεοδομικό σχεδιασμό καθορίζοντας ότι τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια και τα ΣΧΟΟΑΠ δεν μπορούν να εισάγουν περιοριστικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη έργων Κοινή Υπουργική Απόφαση πέραν όσων ήδη προβλέπονται από τις διατάξεις του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ.
Το 2012 νομοθετείται η εφαρμογή του προγράμματος «Ήλιος», για εγκατάσταση 10.000MW σε 200.000 στρέμματα δημόσια γης, πλήρως αδειοδοτημένων, σε ειδικές επενδυτικές ζώνες, με έσοδα δεσμευμένα ήδη από τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου για την πληρωμή του χρέους.
Την ίδια στιγμή, ο φορέας των επιχειρηματιών της αιολικής ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) ζητάει «ισότιμη μεταχείριση» με τα προβλεπόμενα για το πρόγραμμα «Ήλιος» και τη σύσταση Γενικής Διεύθυνσης ΑΠΕ στο ΥΠΕΚΑ, με επαρκείς οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους. Η νέα Γενική Διεύθυνση, λένε, σε συνεργασία με τους φορείς της αγοράς, θα μπορεί να αναλάβει να εκδίδει τις άδειες για την εγκατάσταση όλων των επενδύσεων ΑΠΕ μετά την άδεια παραγωγής, χωρίς εμπλοκή άλλων υπηρεσιών.
Όλες αυτές οι εξελίξεις αποτελούν μια πολύ μεγάλη απειλή για τη χώρα, που έχει ήδη υποστεί τη δραματική συρρίκνωση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα παραγωγής και την άναρχη ανάπτυξη και επικράτηση του μαζικού τουρισμού. Σήμερα, το πολιτικό σύστημα συναινεί στην ανάληψη του νέου ρόλου που επιβάλλεται στη χώρα, ρόλου που βασίζεται σε νέες εισαγωγές υλικών, νέες εξαγωγές κερδών, κατευθυνόμενη διάθεση οικονομικών πόρων, επιδοτήσεων και δανεισμού, σε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δηλαδή που οδήγησαν στην κρίση και που αναπαράγουν και εντείνουν τις κάθε είδους εξαρτήσεις.
Η πολιτική που ακολουθείται και που βασίζεται:
• Στην προτεραιότητα απεξάρτησης της χώρας από το πετρέλαιο, τη στιγμή που η επισιτιστική ασφάλεια της χώρας εξαρτάται απόλυτα από τις εισαγωγές τροφίμων.
• Στην επιδότηση από την κοινωνία και της παραγόμενης ενέργειας, που δεν επιδοτούν πια άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
• Στη μονομερή προσέγγιση και αμέριστη υποστήριξη των σχεδιασμών αυτών από ακαδημαϊκά ιδρύματα.
• Στην παράκαμψη της κοινωνίας που δεν ενημερώνεται καν, με το πρόσχημα ότι δεν μπορεί να κατανοήσει «ειδικά θέματα» και γι’ αυτό δεν μπορεί να έχει άποψη.
• Στη συστηματική προσπάθεια διαμόρφωσης κοινής γνώμης που υποστηρίζει άκριτα ένα πρότυπο που εντέλει καμία σχέση δεν έχει με το χαρακτήρα και τα οφέλη που θα μπορούσαν να έχουν οι ΑΠΕ, οδηγεί σε επενδύσεις ενέργειας χωρίς όρια.
Στην Κρήτη, που τα θερμικά εργοστάσια έχουν ισχύ περίπου 800MW και οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ 230MW, η ισχύς των αιολικών, υβριδικών και ηλιοθερμικών σταθμών για τους οποίους έχει δοθεί άδεια παραγωγής από τη ΡΑΕ (Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας) ή εκκρεμεί η αξιολόγηση των αιτήσεων, ξεπερνά ήδη τα 5.500MW. Σ’ αυτά προστίθεται άγνωστο μέγεθος ισχύος σε εκτάσεις που ζητείται από το ΥΠΕΚΑ να παραχωρήσουν οι δήμοι για ανάπτυξη φωτοβολταϊκών συστημάτων του προγράμματος «’Ηλιος» και από την Παγκρήτια Τράπεζα για Εταιρεία Λαϊκής Βάσης, με «πρώτη δόση» τα 1.000MW.
Οι άδειες παραγωγής και οι αιτήσεις για αιολικούς σταθμούς ανήκουν σε 4 μόνο μεγάλες εταιρίες, ενώ και η συγκέντρωση στους υβριδικούς και ηλιοθερμικούς σταθμούς είναι πολύ μεγάλη. Για τους αιολικούς σταθμούς οι άδειες έχουν ζητηθεί και δοθεί με την προϋπόθεση οι ίδιες οι εταιρίες να αναλάβουν τη διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα, καθεμιά με δικό της καλώδιο. Είναι προφανές ότι στόχος δεν είναι να γίνει η Κρήτη «πράσινο νησί» αλλά να δημιουργηθεί μια κερδοφόρα αγορά εξαγωγής ενέργειας. Η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς θα φέρει και νέες αιτήσεις. Το μοναδικό όριο που τίθεται σήμερα, κι αυτό μόνο για αιολικά πάρκα, είναι το 4% της έκτασης του κάθε δήμου, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 332.000 στρέμματα και 10-15.000MW. Αν διασυνδεθεί η Κρήτη, το νούμερο αυτό θα διπλασιαστεί, όπως ήδη ισχύει στην ηπειρωτική χώρα στις Περιοχές Αιολικής Προτεραιότητας.
Με αυτά τα δεδομένα, το «νέο μοντέλο ανάπτυξης» που χτίζεται, όχι μόνο δε θα φέρει ανάπτυξη των παραγωγικών τομέων της οικονομίας αλλά θα αποτελέσει τη χαριστική βολή σε όποια παραγωγική δραστηριότητα έχει απομείνει.
Σε τέτοιες συνθήκες, η θεώρηση για «παραγωγική ανασυγκρότηση» καταντάει ανέκδοτο και οι «εποικοδομητικές προτάσεις» για εταιρίες λαϊκής βάσης, «σωστό χωροταξικό σχεδιασμό» ή προτιμητέες μορφές ΑΠΕ έναντι άλλων, αδυνατούν να απαντήσουν στο κρίσιμο ερώτημα, ποια πολιτική και ποιο θεσμικό πλαίσιο θα τα υποστηρίξει και πώς θα αποτραπεί η υλοποίηση της πολιτικής που μετατρέπει την Κρήτη σε ένα απέραντο ενεργειακό εργοστάσιο με παράλληλη υλοποίηση όλων των έργων που προωθούνται.
Μια εθνική πολιτική για τις ΑΠΕ θα μπορούσε και θα έπρεπε:
1. Να βασιστεί σε ένα πρότυπο που θα εξασφαλίζει ενεργειακή ασφάλεια και αυτάρκεια που να αντέχει, ανεξάρτητα από συνεργασίες και ανταλλαγές.
2. Να υιοθετήσει κατά προτεραιότητα ένα πρότυπο αποκεντρωμένης διαχείρισης, που συνδέει τις ΑΠΕ με τους καταναλωτές και τις παραγωγικές δραστηριότητες στο πλαίσιο της αυτοπαραγωγής, με άμεση διασπορά των ωφελημάτων στην κοινωνία, και να μπει στον κόπο ν’ αποδείξει ότι είναι -αν είναι- αναγκαίο να καταναλωθεί χώρος της υπαίθρου και πόσος, συνεκτιμώντας και όλες τις άλλες δραστηριότητες κ αι ανάγκες. Ένα τέτοιο πρότυπο, εκ των πραγμάτων συγκεντρώνει τις εγκαταστάσεις στο δομημένο χώρο, δεν έχει ανάγκες διανοίξεων νέων δρόμων και εγκαταστάσεων δικτύων στα βουνά και είναι ασύγκριτα πιο οικονομικό για το κοινωνικό σύνολο που στο τέλος πάντα πληρώνει το κόστος των επενδύσεων,
4. Να αποδείξει και να εγγυηθεί ότι θα κλείσουν θερμικά εργοστάσια, να θέσει σαφή χρονοδιαγράμματα για το σκοπό αυτό, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, μόνο και μόνο για να υποστηρίζουν ως μονάδες βάσης μια αέναη ανάπτυξη των ΑΠΕ και μάλιστα με μοναδικό στόχο την εξαγωγή ενέργειας σε τρίτους ακόμα κι αν αυτό ζημιώνει τη χώρα,
5. Να συνδυαστεί με χωροταξικό σχεδιασμό που θα συνεκτιμήσει τις ανάγκες όλων των παραγωγικών τομέων και την προστασία του περιβάλλοντος και θα διαφυλάξει όλους τους εθνικούς πόρους και πρώτα απ’ όλα το νερό και τη γη.
Από έναν τέτοιο σχεδιασμό, για την κοινωνία και τη χώρα και όχι για τους δείκτες της «πράσινης ανάπτυξης», είναι βέβαιο ότι θα προέκυπτε ανατροπή του συνόλου της πολιτικής και της νομοθεσίας που ισχύει σήμερα.
Για να μπορέσουμε να επιβάλουμε ένα άλλο σχεδιασμό, να εμποδίσουμε τη μετατροπή της Κρήτης σε ενεργειακό εργοστάσιο αλλά και την ευκαιριακή πολιτική των εταιριών λαϊκής βάσης που, αναζητώντας ένα μερίδιο στα κέρδη, δεν αποτρέπει την παράλληλη ανάπτυξη των έργων επιχειρηματικής βάσης, χρειάζεται συστράτευση.
Μπορούμε όλοι που νοιαζόμαστε και δεν θέλουμε να δούμε την Κρήτη και τη χώρα να γίνονται θυσία στ’ όνομα μιας ψευδώνυμης «πράσινης ανάπτυξης», να μην υποκύψουμε στους μνημονιακούς εκβιασμούς και να διαμορφώσουμε μια πρόταση για ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο που δεν θα βασίζεται στις αξίες της αγοράς, αλλά σε αξίες για τους ανθρώπους και τον τόπο.