Πέθανε σε ηλικία 90 ετών ο Τόνι Νέγκρι, μια από τις σημαντικότερες πολιτικές και πνευματικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης Ιταλίας. Ενεργά πολιτικός, καθηγητής πανεπιστημίου, φιλόσοφος, πολυγραφότατος, διέτρεξε μεταπολεμικά –από τα μέσα της δεκαετίας του 1950– μια πλούσια, ενδιαφέρουσα, αντιφατική διαδρομή, προκαλώντας πότε εντύπωση, πότε θόρυβο, και πάντως μεγάλο ενδιαφέρον για όσα έλεγε και έπραττε. Η επίσημη Ιταλία σήμερα αναφέρεται σε αυτόν με τον προσδιορισμό «κακός δάσκαλος», φανερώνοντας εχθρότητα απέναντι σε μια προσωπικότητα που ποτέ δεν έκρυψε ότι αγωνίζεται για μια άλλη κοινωνία, και αυτοπροσδιορίζονταν ως κομμουνιστής.
Στα νεανικά του χρόνια εντάχθηκε σε κύκλους καθολικών οργανώσεων, έπειτα πέρασε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, μετέχοντας στην αριστερή του πτέρυγα, για να ριζοσπαστικοποιηθεί στα χρόνια της δεκαετίας του 1960 παίρνοντας ενεργά μέρος σε οργανώσεις του ανταγωνιστικού κινήματος, όπως το Potere Operaio (Εργατική Εξουσία) και η Autonomia Operaia (Εργατική Αυτονομία). Ήταν χρόνια ενός κινηματικού σεισμού στην Ιταλία, που αποτέλεσε ένα μεγάλο πολιτικό εργαστήριο. Ένας «πυρετός» φούντωσε τότε, αγκαλιάζοντας το εργοστάσιο στο Βορρά, αλλά και τα σχολεία και τα πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα. Ο «Μάης» στην Ιταλία κράτησε πολύ περισσότερο από τον γαλλικό, γέννησε πολλές οργανώσεις, πολλούς διανοούμενους, πολύ πιο μαζικές και τολμηρές δοκιμασίες. Ο Νέγκρι ήταν από αυτή τη μεριά, και θεωρήθηκε ένας από τους βασικούς θεωρητικούς και ιδεολογικούς διαμορφωτές μιας πτέρυγας αυτού του κινήματος.
Καταστολή, φυλάκιση, και συγγραφή σημαντικών έργων
Γνώρισε σκληρή απάντηση από το ιταλικό κράτος που, θέλοντας να αντιμετωπίσει την «τρομοκρατία» (τις Ερυθρές Ταξιαρχίες αλλά και πολλές άλλες ένοπλες οργανώσεις), κατασκεύασε τη «θεωρία του Καλότζερο» (ο Καλότζερο ήταν εισαγγελέας προσκείμενος στο Ιταλικό Κ.Κ.). Σύμφωνα μ’ αυτήν, υπήρχε ένα ενιαίο κέντρο που οργάνωνε όλες τις ενέργειες του ένοπλου, όλες τις «απαλλοτριώσεις-ιδιοποιήσεις», όλες τις περιφρουρήσεις των σκληρών απεργιών, όλα τα σαμποτάζ κ.ο.κ. Το δόγμα του Καλότζερο έδωσε τροφή για πολλές αναλύσεις σχετικά κάποιον μυθικό «Μεγάλο Γέρο» που ήταν πίσω από όλα αυτά. Ο Νέγκρι θεωρήθηκε ως ένας από τους βασικότερους αυτού του ενιαίου κέντρου, και του φορτώθηκαν κατηγορίες για δολοφονίες και ενέργειες με τις οποίες δεν είχε σχέση.
Με την υπόθεση «7 Απρίλη» του 1979 το κράτος εξαπολύει μια τεράστια επιχείρηση καταστολής, συλλαμβάνοντας χιλιάδες αγωνιστές του ανταγωνιστικού κινήματος (λέγεται πως στα χρόνια που ακολούθησαν κατηγορήθηκαν περίπου 65.000 άνθρωποι και φυλακίσθηκαν περίπου 25.000). Ο Νέγκρι καταδικάστηκε σε πολλά χρόνια φυλακής, και εξέτισε μερικά. Στη συνέχεια, σαν υποψήφιος του Ριζοσπαστικού Κόμματος του Μάρκο Πανέλα, εκλέχτηκε βουλευτής. Μόλις βγήκε από τη φυλακή προτίμησε να καταφύγει στην Γαλλία (1983), όπου είχαν βρει άσυλο πολλοί εκπρόσωποι του ιταλικού κινήματος. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο VIII του Παρισιού και στο College International de Philosophie, κοντά στον Ντεριντά, τον Φουκό και τον Ντελέζ. Το 1997, μετά από συμφωνία με τις ιταλικές αρχές που μείωσε την καταδίκη του στα 13 χρόνια, επέστρεψε στην Ιταλία για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Πολλά από τα σημαντικότερα έργα του της περιόδου εκείνης γράφτηκαν στη φυλακή. Ο Νέγκρι αφήνεται τελείως ελεύθερος το 2003 και παραμένει δραστήριος, κυρίως μέσα από το συγγραφικό του έργο. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε μεταξύ Βενετίας και Παρισιού, και βρέθηκε κοντά στο DiEM25.
Στις αρχές του 2000 γράφει μαζί με τον Χαρντ ένα έργο που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, την «Αυτοκρατορία». Ακολουθούν άλλα δύο έργα, πάλι σε συνεργασία με τον Χαρντ: «Το πλήθος» και «Τα κοινά». Σ’ αυτά θεωρεί θετική την παγκοσμιοποίηση, αναγγέλλει το τέλος του ιμπεριαλισμού και του πολέμου, και βλέπει μια μεγάλη αλλαγή από ένα νέο υποκείμενο, «το πλήθος». Θεωρεί θετική εξέλιξη την Ευρωπαϊκή Ένωση, έρχεται σε σύγκρουση με κινήματα που αγωνίστηκαν ενάντια στη συνταγματική θέσπιση του νεοφιλελευθερισμού, και ήταν δριμύτατος απέναντι σε κάθε μορφή εθνικού κράτους. Σε μια συνέντευξή μάλιστα θα πει ότι «τα έθνη υπήρξαν η χειρότερη επινόηση της ανθρώπινης ιστορίας»…
Ένα κοφτερό μυαλό, και μια αξιοπαρατήρητη «υπόκλιση»
Όταν φεύγει ένας φιλόσοφος, ένας διανοούμενος, ένας άνθρωπος που αγωνίστηκε και άφησε ένα πλούσιο θεωρητικό και φιλοσοφικό έργο, δεν επιτρέπεται –ακόμα κι αν διαφωνείς στα πιο βασικά σημεία των αναλύσεών του– να μην είσαι σε θέση να δεις αν ήταν «μεγάλος», ή ένας ασήμαντος παπαγαλίζων γλείφτης που θέλει απλά να κάνει καριέρα. Ο Νέγκρι είχε μια ταραχώδη διαδρομή, κι άλλαξε πολλές από τις τοποθετήσεις του. Ήταν μυαλό κοφτερό που δούλευε πυρετωδώς, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1970 και ’80, κατατοπισμένος μαρξιστικά και φιλοσοφικά, με πλούσιο συγγραφικό έργο και οξυδερκείς επισημάνσεις. Χειμαρρώδης, στρυφνός, απόλυτος, σαν να μην έκανε ποτέ κανένα λάθος (όταν κάτι του φαινόταν λαθεμένο, το διόρθωνε με τρόπο που να φαίνεται ότι πάντα είχε δίκιο), αντιφατικός και με πολλές στροφές. Άλλο ο Νέγκρι του 1970 και ’80, άλλο ο Νέγκρι του 2000-2023. Αλλά και άλλη η μία εποχή, και κάτι διαφορετικό αυτή που ζούμε. Θα ήταν αδύνατο να μην εκφραζόταν η αλλαγή του «τοπίου» σε ένα πνεύμα τόσο ανήσυχο όσο αυτό του Τόνι Νέγκρι.
Θεωρητικά αλλά και πρακτικά, αν θέλουμε να τοποθετήσουμε τον Νέγκρι και να τον κρίνουμε αυστηρά, η εξέγερσή του απέναντι στον παλιό κόσμο έγινε μέσα από την αναζήτηση νέων υποκειμένων, προχωρώντας πέρα από τον ιταλικό εργατισμό των πρώτων χρόνων του 1960. Αναγνώρισε τον «κοινωνικό εργάτη» που μπορούσε να είναι ο καθένας, εκθείασε τους «μη εξασφαλισμένους», τους «εξεγερμένους», το «περιθώριο» ως επαναστατικές δυνάμεις, επιτέθηκε στην εργασία, θεώρησε το σαμποτάζ κύρια μορφή εργατικής αυτονομίας. Θεώρησε τον σοσιαλισμό ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Εξάγγειλε τη μετάβαση στον κομουνισμό tout court, άμεσα. Με τη ρητορική του εξάγγειλε ότι ο «κομμουνισμός είναι πλούτος και εξυπνάδα». Η Αυτονομία εξελίχθηκε όχι σαν μια συνέχεια του εργατικού κινήματος, αλλά ως έκφραση ενός νεοαναρχισμού.
Όταν ήρθε η πτώση του κύματος ελίχθηκε, έκανε συμβιβασμούς, προχώρησε σε αναθεωρήσεις, αποδέχθηκε την πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, είδε σε αυτήν δυνατότητες μιας άμεσης μετάβασης στον κομμουνισμό, χωρίς διαμεσολαβήσεις (πάλι) μέσα σε ένα πλαίσιο αποεδαφικοποίησης. Θεώρησε ότι η «Αυτοκρατορία» δουλεύει αντικειμενικά για να έρθει «το πλήθος» και να πραγματώσει τον κομμουνισμό. Στην ουσία επρόκειτο για μια αποδοχή του νέου τοπίου, για φανερή γοητεία από το αμερικανικό μοντέλο (η Αμερική πάντα γοήτευε πολλούς θιασώτες της Αυτονομίας). Αυτή η «υπόκλιση» στην παγκοσμιοποίηση από έναν ιταλό επαναστάτη, έναν που γεννήθηκε μέσα από το εργατικό κίνημα της Ιταλίας και τις επαναστατικές παραδόσεις της, είναι αξιοπαρατήρητη.
«Νομίζω ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν πράγματι κάτι εξαιρετικά σημαντικό για τους λαούς του τρίτου κόσμου. Υπήρξαν εκατομμύρια και εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν ανασυρθεί από τη φτώχεια μέσω της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Και πιστεύω επίσης ότι και η Δύση κέρδισε πολλά από αυτήν. Η αντιστροφή ίσως συνίσταται σε κάτι άλλο: Στο ότι η Δύση που έφερε την παγκοσμιοποίηση, σήμερα δεν είναι πλέον σε θέση να την κυριαρχήσει. Και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που προέκυψε από την εκλογή του Τραμπ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν ότι ήταν αυτοκρατορικές, ενώ στην ουσία έχασαν τη μάχη της διεύθυνσης της παγκοσμιοποίησης»: αυτήν την ύστερη τοποθέτηση του Τόνι Νέγκρι ο Κονστάντσο Πρέβε τη χαρακτήρισε ως έκφραση «ενός νέου μετανεωτερικού αναρχισμού των πλανητικών μεσαίων στρωμάτων».
Αν κάποιος θέλει να έρθει σε επαφή με τον Νέγκρι των πρώτων χρόνων, με τον Νέγκρι δάσκαλο, θα συνιστούσαμε το βιβλίο του «Το εργοστάσιο της στρατηγικής – 33 μαθήματα για τον Λένιν». Το βιβλίο είναι σύνοψη παραδόσεών του στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα το 1972-73. Εκεί (αλλά και σε άλλα έργα) θα δει κανείς πως ο Νέγκρι μόνο τυχαία περίπτωση δεν ήταν. Αντιφατικός, έντονα ιταλός, καθόλου «κακός δάσκαλος», μεγάλος ακόμα κι όταν διαφωνήσει κανείς σχεδόν σε όλα μαζί του. Στη χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει αρκετά βιβλία του από διάφορους εκδοτικούς οίκους.