Tου Φώτη Τερζάκη

 

Στην πολιτική γλώσσα μιλάμε συχνά για «συλλογικά υποκείμενα». Τί εννοούμε; Η έννοια του υποκειμένου που σήμερα χρησιμοποιούμε είναι μια έννοια νεωτερική, του δέκατου έβδομου αιώνα. Την οφείλουμε στον Καρτέσιο, ο οποίος την έκανε, όπως λέγεται, «νέα γη» όλης της μοντέρνας φιλοσοφίας. Σε αυτή την καταγωγική σύλληψή της σήμαινε ακριβώς την αυτοστοχαζόμενη συνείδηση. Ο Καρτέσιος βέβαια την αντιλαμβανόταν ως ατομική συνείδηση, πράγμα που υπονοείται ακόμα στις περισσότερες εμπειρικές χρήσεις τής λέξης. Ο όρος «συλλογικό υποκείμενο» δεν θα ήταν διόλου αυτονόητος, λοιπόν, αν δεν είχε γίνει κανονικό μέρος τού μαρξιστικού λεξιλογίου. Υπονοεί μια ομάδα ανθρώπων ενωμένων από μια κοινή συνείδηση του ανήκειν – και, ανεξαρτήτως του υπό ποιους αντικειμενικούς (εξωτερικούς) όρους μπορεί αυτή να παραχθεί, το στοιχείο συνείδηση είναι που συνιστά την υποκειμενικότητα ως τέτοια: χωρίς αυτήν, κανένα κοινό χαρακτηριστικό ή συμφέρον δεν θα συγκροτούσε κάτι άξιο να ονομαστεί «υποκείμενο».

Ο Μαρξ επεφύλασσε τον όρο για τις κοινωνικές τάξεις. Η περίφημη πρόταση (από την Αθλιότητα της φιλοσοφίας) ότι το προλεταριάτο οφείλει να γίνει, από τάξη καθ’ εαυτήν, τάξη δι’ εαυτή, χρησιμοποιεί ακριβώς την εγελιανή ορολογία για τη μετάβαση από το αδιαμεσολάβητο είναι (καθ’ εαυτό) στο αυτοαναστοχασμένο είναι (δι’ εαυτό): σαν να λέμε, από μια κοινή θέση στο σύστημα παραγωγής και τα απορρέοντα κοινά συμφέροντα, πρέπει να οδηγηθεί στη συνείδηση αυτής της κοινότητας. Πράγμα που σημαίνει, η τάξη στην πλήρη της σημασία συγκροτείται από τη ταξική συνείδηση και μέσω αυτής, δεν υφίσταται ως «συλλογικό υποκείμενο» έξω από την επίγνωση της κοινότητάς της και την απορρέουσα αλληλεγγύη.

Από τον Χέγκελ ο Μαρξ δεν πήρε μόνο τους λογικούς προσδιορισμούς τού είναι, αλλά και την ίδια την ιδέα τού συλλογικού Πνεύματος. Για την ακρίβεια, το Πνεύμα είναι συλλογικό εξ ορισμού (είναι παντού για τον Χέγκελ μια μετωνυμία τής Ανθρωπότητας)· ενσαρκώνεται όμως ειδικά στον ιστορικό γίγνεσθαι κάθε λαού, και σε μια δεδομένη χρονική στιγμή είναι ένας λαός εκείνος που εκφράζει προνομιακά τη δράση του Πνεύματος ως ιστορική δημιουργία. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η ιδέα τού «ενός λαού». Προϋποθέτει, πρώτον, ότι οι «λαοί» είναι κάποιου είδους μονάδες με ξεχωριστό τρόπο δράσης και ιστορικά πεπρωμένα· και δεύτερον, ότι ένας «λαός» είναι κάποιου είδους συλλογικότητα με συνείδηση της κοινότητάς της – είναι δηλαδή, για τον Χέγκελ, ένα «συλλογικό υποκείμενο».

Η ιδέα αυτή έχει από τη μία πλευρά τις ρίζες της στην ανακάλυψη της «λαϊκής κοινότητας» και του «έθνους» (όροι εναλλασσόμενοι σε αυτό το ιδίωμα) από το ρομαντικό κίνημα, που είναι το περιρρέον φαντασιακό της εποχής τού Χέγκελ· από την άλλη πλευρά όμως – και νωρίτερα, για τον Χέγκελ όσο και για τους συγχρόνους του Ρομαντικούς – ήταν μια ιδέα την οποία γέννησε κι έριξε στην κυκλοφορία η Γαλλική Επανάσταση. Όλος ο Γερμανικός Ιδεαλισμός είναι κατά βάθος η εννοιοποίηση των κατακλυσμιαίων συμβάντων της Γαλλίας, και η ιδέα ενός «λαού» που εκφράζει προνομιακά σε μία ιστορική στιγμή τον βηματισμό τού παγκόσμιου Πνεύματος είναι κομμένη, για τον Φίχτε όσο και για τον Χέγκελ, πάνω στο μοντέλο της Γαλλίας και των Γάλλων: αυτού ακριβώς τη μεταλαμπάδευση είναι που ευαγγελίζονταν για τους Γερμανούς και τη Γερμανία.

Η Γαλλική Επανάσταση γέννησε την εξελιγμένη αστική μορφή τού Συνταγματικού Κράτους (res publica), σύμφωνα με τις νομιμοποιητικές διακηρύξεις του οποίου η κυριαρχία πηγάζει από τον «λαό». Γέννησε δηλαδή, με την ίδια κίνηση, την έννοια του λαού ως εθνικής κοινότητας η οποία περιορίζεται στο πλαίσιο, αλλά και εκφράζεται μέσω, του νεωτερικού κράτους. Ως πολιτικό ιδεώδες (παράλληλα με την Αμερικανική Επανάσταση), πυροδότησε μια σειρά από αλυτρωτικές κινητοποιήσεις και κινήματα – στην Καραϊβική, στη Λατινική Αμερική κι από εκεί στην Κεντρική Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο – για τη δημιουργία αντίστοιχων πολιτικών μορφών, σε αντιπαράθεση με πολυεθνοτικές είτε αποικιακές Αυτοκρατορίες, στο όνομα της εθνικής ιδιαιτερότητας. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι, παράλληλα με τη θεσμική δημιουργία τού νεωτερικού κράτους μέσ’ από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, γεννήθηκαν οι δίδυμες έννοιες του «λαού» και του «έθνους» ως όροι νομιμοποίησης αυτής της πολιτικής μορφής: ο λαός ως δικαιική σύλληψη του πολιτικού σώματος που οριοθετείται στα θεσμικά όρια του συνταγματικού κράτους, και το έθνος ως ουσιολογική έκφραση της κοινότητας που αξιώνει και δικαιολογεί ταυτόχρονα το «δικό της» κράτος. Αυτές ήταν οι έννοιες του «συλλογικού υποκειμένου» πριν ο Μαρξ μεταφέρει τη σύλληψη στην τάξη.

Υπάρχουν ωστόσο πολλά ανεπίλυτα ζητήματα. Σε ό,τι αφορά την έννοια του έθνους, επανειλημμένα έχει τεθεί το ερώτημα: υπάρχει κάτι τι πίσω από αυτό το όνομα, το οποίο προϋφίσταται όντως του κράτους και του οποίου το κράτος είναι η θεσμική έκφραση και κατοχύρωση; Ή μήπως αντίθετα σφυρηλατείται από την ίδια τη θεσμική επιβολή τού κράτους – με μέσα εξόχως γνωστά όπως η ανταλλαγή πληθυσμών, ο προσηλυτισμός, η στράτευση, η καταναγκαστική εκπαίδευση, η δημιουργία μιας έντυπης δημοσιότητας που γίνεται όρος κοινωνικής συμμετοχής και ανάδειξης, ή αντιστρόφως περιθωριοποίησης και αποκλεισμού; Εδώ η απάντηση πρέπει να είναι διαλεκτική, πιστεύω: το «έθνος» κατασκευάζεται μεν από τις κρατικές πολιτικές, αλλά η κατασκευή αυτή δεν γίνεται εν κενώ· υπάρχει κάτι το οποίο την καθιστά κατ’ αρχάς δυνατή, και αυτό είναι η υπαρκτή πολιτισμική κοινότητα (φορέας των σημασιών τής οποίας είναι η γλώσσα). Για να αποφύγουμε την αμφισημία, θα μπορούσαμε ίσως να ξεφορτωθούμε τον όρο έθνος (nation) και να μιλάμε εδώ για εθνότητα (ethnicity, μολονότι πολύ καλύτερα το αποδίδει η ρωσική λέξη νάροντ)· στην οποία περίπτωση γεννάται το ερώτημα: μήπως ο όρος λαός εκφράζει επίσης, ή και ακόμη καλύτερα, αυτό το στοιχείο;

Εξαρτάται επίσης από το πώς συλλαμβάνουμε τον «λαό». Διότι άλλη είναι η δικαιική έννοιά του (και αυτή χρησιμοποιείται στην τρέχουσα πολιτική γλώσσα), και άλλη η ανθρωπολογική χρήση του (όταν λέμε, ας πούμε, ο λαός των Γιορούμπα στη Νιγηρία ή των Ινουίτ στην Αρκτική). Μόνο με τη δεύτερη αυτή έννοιά του ο όρος αντιστοιχεί στην πολιτισμική κοινότητα, για την οποία ισχύει ότι δεν συνδέεται αναγκαστικά με, και κυρίως δεν διαμορφώνεται από, οιαδήποτε κρατική δομή. Και το νόημα αυτής της διάκρισης αποκτάει την πλήρη του σημασία εάν σκεφτούμε πως οι λαοί (με την τελευταία αυτή έννοια) σχετίζονται μεταξύ τους με όρους διαφοράς, ενώ τα κράτη σχετίζονται μεταξύ τους με όρους αντίθεσης. Όποιος σκέφτεται ρητά ή υπόρρητα με κρατικούς όρους – είτε μιλάει για «έθνος» είτε μιλάει για «λαό» – αναπαράγει το φαντασιακό των αντιτιθέμενων συμφερόντων που είναι όρος αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών ανταγωνισμών στο διεθνές πεδίο: εδώ έγκειται η ψευδαισθησιακή φύση κάθε εθνικισμού.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!