Του Γιώργου Κυριακού
Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’, Μέρος Β’, Μέρος Γ’, Μέρος Δ’
33 χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας στην Αλβανία και τα κύματα φυγής, ο Δρόμος ψηλαφίζει το βορειοηπειρωτικό τραύμα. Οι συνομιλητές μας προσεγγίζουν το βάθος του σε μια περιοχή που είναι πυκνή συμβολισμών, μνημείων και ιστορικών παρακαταθηκών του Ελληνισμού. Ο Κώστας Κυριακού από τη Δερβιτσάνη Δρόπολης συνελήφθη το 1974, σε ηλικία 18 χρονών μέσα στο σχολείο του, και καταδικάστηκε σε 9 χρόνια φυλάκιση στο κάτεργο Σπατς. Μετά την αποφυλάκισή του προσπάθησε να γνωστοποιήσει τις συνθήκες καταπίεσης μέσω αλληλογραφίας σε πακέτα τσιγάρων που έδινε σε Ελλαδίτες επισκέπτες. Εντοπίστηκε από την Ασφάλεια και το 1990 δραπέτευσε στην Ελλάδα. Το 1992 επέστρεψε και εκλέχτηκε δημογέροντας στο χωριό του, συμμετέχοντας στις κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα του Ελληνισμού. Τον Απρίλιο του 1994 συνελήφθη και μετά από βασανιστήρια οδηγήθηκε στη διαβόητη «Δίκη των 5». Έχει γράψει πλήθος βιβλίων με μαρτυρίες και κείμενα για τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις του βορειοηπειρωτικού ζητήματος. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής και τιμήθηκε με το «Μετάλλιο για την Προσφορά στο Έθνος». Είναι ο πέμπτος συνομιλητής μας.
Κώστα τι σε οδήγησε στον αγώνα, και τι σε κάνει να συνεχίζεις μέχρι σήμερα;
Στην Αλβανία είχαμε το «κρυφό σχολειό». Ήταν η γιαγιά, ο παππούς, η μάνα… Μου έλεγε η μάνα μου για τον αγά του Αργυροκάστρου, που στα χωράφια του εργάζονταν Δροπολίτες, ότι πάντα με ταπεινότητα τον καλημέριζαν στα αλβανικά. Μια μέρα, την περίοδο του 1912, πριν ακόμα ο πάππος μου Θεμελής τον πλησιάσει, ο αγάς τον καλημέρισε. «Mirmegjesi (καλημέρα) Θεμελή». «Τι μιρμεγκέσι και μερμήγκια στο φέσι! Σήκωσε το κεφάλι και δες την γαλανόλευκη που κυματίζει στον Καλιά (Κάστρο)! Πλέον θα λέμε “καλημέρα” αγά μου», του είπε. Παρόμοιες ιστορίες άκουγα για το 1940. Παρακολουθούσαμε ελληνικές εκπομπές, τη «Φωνή της Αμερικής», το BBC, την Deutsche Welle, με κλειστές τις κουρτίνες και πολύ χαμηλωμένη την ένταση. Οι άνθρωποί μας συνεννοούνταν με κινήσεις, με τα μάτια. Η μάνα, κρυφά, έβαφε κόκκινα αυγά το Πάσχα και έθαβε τα τσόφλια. Κρυφά από τα παιδιά διάβαζαν επιστολές από την Αμερική ή από συγγενή δραπέτη. Τρόμο ένιωθαν γιατί φυλάκισαν τον τάδε ή τον δείνα ως «εχθρό» που είπε κάτι καλό για την Ελλάδα. Αυτές οι συνθήκες καθόρισαν το μέλλον μου και πολλών συντρόφων. Βιώνεις στο πετσί σου τη μειονεκτικότητα του «μειονοτικού». Συνειδητοποιείς ότι είσαι Έλληνας που ζει εκτός συνόρων και πως τα βασικά σου δικαιώματα καταπατούνται. Αρχικά, εντάσσεσαι στην κοινωνική ομάδα που αμφισβητεί τους προπαγανδιστές του «σοσιαλισμού» που λένε για τη «μοναρχοφασιστική» Ελλάδα. Αυτό σε κάνει σκεπτικό, υπεύθυνο και δραστήριο. Γι’ αυτούς τους λόγους συνεχίζω.
Ποιος «εσωτερικός» παράγοντας συνέβαλε στην πτώση και διαίρεση του βορειοηπειρωτικού κινήματος από το 1994;
Ήμασταν ενωμένοι. Δεν ήμαστε παράνομοι, δεν ενθαρρύναμε ούτε επιδιώξαμε τη βία στους συμπολίτες μας Αλβανούς. Δεν μας ενδιέφερε τι λέγανε: «Ο Ηρακλής (Σύρμος) και ο Κώστας γύρισαν στα μέρη μας για εκδίκηση»… Τα έλεγαν δικοί μας «μειονοτικοί» που στήριζαν το καθεστώς Χότζα-Αλία και τα διοχέτευαν στις αρμόδιες υπηρεσίες, που δεν σταμάτησαν να λειτουργούν. Όταν διαπίστωσαν ότι σκοπός μας ήταν η ενότητα, ακολούθησαν το ρεύμα και όλοι μαζί διεκδικούσαμε δυναμικά. Πριν φτάσουμε όμως στη διετία 1992-94, πρέπει να αναφέρουμε κάποια σημαντικά στοιχεία: Τα κόμματα που δημιουργήθηκαν μεταπολιτευτικά ήταν ελεγχόμενα από τις μυστικές υπηρεσίες και προσωπικά από τον Ραμίζ Αλία, σύμφωνα με την καθοδηγητική ομιλία του τον Οκτώβριο του 1988 στην Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και σε στελέχη υπηρεσιών, για το πώς πρέπει να ελέγχονται τα κόμματα που μελλοντικά θα δημιουργηθούν. Την πρωτοβουλία για την ίδρυση της ΔΕΕΕΜ Ομόνοια την πήραν κυρίως πρώην υποστηρικτές της δικτατορίας. Με την επιστροφή όμως πολλών πολιτικών φυλακισθέντων, η καθοδήγηση της Ομόνοιας πέρασε σε αυτούς που έζησαν στο πετσί τους τη δικτατορία. Η Ένωση Φυλακισθέντων μαζί με την Ομόνοια διοργάνωσαν πολλά συλλαλητήρια στους Αγίους Σαράντα και στο Αργυρόκαστρο. Οι μυστικές υπηρεσίες έπαψαν να ελέγχουν την κατάσταση. Έτσι η δυναμική των αγώνων σήμανε συναγερμό σε Αλβανία και Ελλάδα. Σε αυτόν συνέβαλλαν αποφασιστικά αλβανικοί εθνικιστικοί κύκλοι με τη σύμφωνη γνώμη των αρχικών στελεχών της Ομόνοιας, που έχαναν τα ηνία της οργάνωσης… Αυτοί είναι οι δύο «εσωτερικοί» παράγοντες. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε το τραγικό συμβάν τον Απρίλιο του 1994 στο χωριό Επισκοπή, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου άγνωστοι σκότωσαν δύο Αλβανούς στρατιωτικούς. Καλύτερη αφορμή δεν υπήρξε. Τα αλβανικά ΜΜΕ και οι μυστικές υπηρεσίες καλλιεργούσαν σενάρια πολεμικής επίθεσης στην Αλβανία και διαμόρφωσαν κλίμα τρομοκρατίας. Αργά τη νύχτα στις 18 Απριλίου άρπαξαν γύρω στους 500 Έλληνες από τις περιοχές Κορυτσάς, Χιμάρας, Πρεμετής, Λεσκοβικίου-Τεπελενίου, Δελβίνου, Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Κλεισούρας κ.λπ. Πολλοί κατέφυγαν στην Ελλάδα. Όσοι απέμειναν στον τόπο μας διαιρέθηκαν: α) σ’ αυτούς που θέλουν την ησυχία τους, β) σε αυτούς που «έσφιξαν το ζωνάρι» αλλά δεν γονάτισαν, και γ) σε λίγους που υπέφεραν τις συνέπειες της άκαμπτης στάσης τους. Αυτές οι ομάδες δεν βρήκαν φόρμουλα συνεννόησης, και έτσι το χάσμα μεταξύ τους διευρύνθηκε.
Γιατί οι πολιτικοί κρατούμενοι, Έλληνες και Αλβανοί, δεν καταφέρατε να παίξετε έναν ρόλο σημαντικό;
Οι ηγεσίες της Αλβανίας και της Ελλάδας φοβούνταν την κοινότητα των πρώην πολιτικών φυλακισθέντων. Στην ίδια ομιλία του, ο Αλία έδωσε σαφή εντολή για την πολιτική και κοινωνική εξόντωσή μας. Θεσμικοί φορείς, σκηνοθετώντας πλαστά έγγραφα, προσπάθησαν να λασπώσουν πολλούς πρώην φυλακισθέντες. Για τους κυβερνώντες την Ελλάδα, ήμασταν πονοκέφαλος: απρόβλεπτοι, ακηδεμόνευτοι, δυναμικοί και αποφασισμένοι. Το κάθε κράτος φρόντισε να αποδομηθούν οι αγώνες μας, να καμφθεί το ηθικό μας.
Ποιες είναι οι βασικές «εξωτερικές αιτίες», που έπαιξαν τον ρόλο τους;
Οι ελλαδικές κυβερνήσεις δεν είχαν σχέδιο, ούτε «πράσινο φως» από τους ξένους κηδεμόνες τους. Μετά την αποφυλάκισή μας, το ελλαδικό κράτος αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά βοηθητικό. Κορυφαίοι παράγοντες των κυβερνήσεων, όπως π.χ. ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας, έδωσαν ξεκάθαρες οδηγίες σε δεκάδες στελέχη της μειονότητας να ενταχθούν στα αλβανικά κόμματα. Οι κοινωνικές αδικίες, σε συνδυασμό με τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, την έλλειψη υλικοτεχνικής υποστήριξης και υποδομών από την Ελλάδα και την Αλβανία, έχουν οδηγήσει τους ανθρώπους μας στη φυγή, στο διχασμό, στην απογοήτευση, στην αυτολογοκρισία και εν τέλει στην απραξία.
Έχεις ακούσει συγγνώμη για τις ψευδείς καταθέσεις που έστειλαν ένα νέο παλικάρι στο κάτεργο ή στην καταδίκη του το 1994;
Από την πρώτη καταδίκη κάποιοι έχουν ζητήσει συγνώμη, φοβούμενοι την εκδίκηση. Η συγγνώμη δεν ήταν ειλικρινής, και φάνηκε από τη μετέπειτα στάση των μαρτύρων κατηγορίας στη δίκη μας, που δεν δίστασαν να ψευδομαρτυρήσουν, με κίνδυνο την εκτέλεση ενός από τους πέντε. Όμως η κοινωνία τους έχει περιθωριοποιήσει…
Ποιος είναι ο πόνος που σε κατατρέχει;
Με πονάει η ερήμωση του τόπου, τα εξαπατημένα οράματα και οι προδομένες προσδοκίες μας. Με συνθλίβει η διαστρέβλωση της ιστορίας μας, με συνθλίβει που το ελληνικό κράτος αρκείται στην εργαλειακή χρήση του βορειοηπειρωτικού ζητήματος. Ένα από τα γεγονότα που έχω καταγράψει: Αρμόδιοι του ελλαδικού κράτους μας ζήτησαν, επίσημα, σχέδιο οργάνωσης της Κοινότητάς μας, και στην επόμενη συνάντηση που το φέραμε σε διυπουργική Επιτροπή, τέθηκε βέτο. Παλεύουμε για την επιβίωση, ανεχόμαστε τους ίδιους να κάνουν κουμάντο στα χωριά μας, ανεχόμαστε την αδιαφορία και την υποτίμηση από τους επίσημους ελληνικούς θεσμούς. Ζούμε με τον ίδιο καημό, όπως πολύ λυρικά έχει αποτυπώσει ο πεθερός μου, Γιώργος Ιωαννίδης: «Χτύπα καημένη μου καρδιά, χτύπα λιγάκι ακόμα, μήπως και δω τη λευτεριά προτού να μπω στο χώμα».