του Λαοκράτη Βάσση
Στο τέλος μιας απ’ τις τιμητικές γι’ αυτόν εκδηλώσεις, στην Παλαιά Βουλή, πολύ συγκινημένος ο Μανώλης Γλέζος εξομολογήθηκε πως όλο και συχνότερα έρχεται στον ύπνο του ο αδερφός του ο Νίκος, εκτελεσμένος στις 10 Μαΐου του 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, και του ζητάει πίσω τη ζωή του:
‒ Μανώλη, μου λέει, δώσ’ μου πίσω τη ζήση μου!
‒ Πείτε μου όλοι σας, σας παρακαλώ, τί να του απαντήσω;
Κάποιες μέρες αργότερα, σκεπτόμενος το άδικα «αυτο-ενοχικό» ερώτημά του , πήρα μολύβι και χαρτί και τού ‘γραψα τη γνώμη μου που συμπεριελήφθη στο Επίμετρο του βιβλίου για τον Νίκο: Νίκος Νικ. Γλέζος (1925-1944), εκδ. Ίδρυμα Νικ. Νικολάου Γλέζου, Αθήνα 2008 .
Την αναδημοσιεύω, με τις μικρο-συμπληρώσεις της, δίκην μνημοσύνου, ως ελαχίστη τιμή στην οδηγητική μνήμη αυτού του δια βίου παρτιζάνου του ΕΑΜικού πατριωτισμού (συναίρεση πολιτιστικής ιθαγένειας, δημοκρατίας, ουμανισμού και διεθνισμού!), που τόσο έξοχα υμνήθηκε απ’ τη γενιά του (Ν.Καρβούνης):
Θέλουμε ελεύθερη εμείς Πατρίδα
Και πανανθρώπινη τη Λευτεριά!
Αγαπητέ μου Μανώλη,
Σε τούτο τον Τόπο, όπως καλύτερα από μένα γνωρίζεις, ο διάλογος με τους νεκρούς είναι ο πιο ιερός διάλογος με την ίδια τη ζωή. Κάτι που δεν μπορούν να καταλάβουν τα αναμηρυκαστικά του «εργαλειακού ορθολογισμού».
Το τραγικό αίτημα: «Δώσ’μου πίσω τη ζήση μου», δεν είναι του αδερφού σου, που είπε: «Πάω για εκτέλεση». Είναι η δική σου ασήκωτη «ενοχή»: γιατί έζησες, εσύ ο δοσμένος στο θάνατο για τη ζωή όλων των άλλων.
Εσύ εγκαλείς τον εαυτό σου κι όχι ο αδερφός σου, που «πήγε» στο απόσπασμα από χρέος που καταργεί το θάνατο. Το «Πάω» του στερνού χαιρετισμού του, αυτή η απόλυτη υπέρβαση επ’ αγαθώ των ανθρώπινων μέτρων, χωρίς υποψία διλήμματος, δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο ενοχών, που να μη «θίγουν» τη δική του επιλογή να αποθεώσει τη ζωή μέσ’ απ’ τον θάνατό του.
Ο αδερφός σου, ο ομοαίματος, κι όλα σου τα άλλα αδέρφια, που δρασκέλισαν τα ανθρώπινα όρια σε μια μεθυστική πορεία ηρωικής θέωσής τους, ένα μόνο τραγικό ερώτημα θα μπορούσαν να θέσουν σε όλους εμάς, το λιγότερο ή καθόλου για σένα, που πάντα φυλάττεις Θερμοπύλες. Θα μπορούσαν να μας ρωτήσουν με παράπονο , για μας και όχι για τους ίδιους: «Τί την κάνατε τη ζήση μας, αδέρφια»;
Οι ίδιοι, πράξαντες χωρίς αντίδοση και με την επιείκεια του ήθους τους, ούτε αυτό δεν μας θέτουν. Μακάρι, όμως, εμείς να ακούγαμε τη συνείδησή μας να μας το θέτει εκ μέρους τους.
Κατά παράξενο συνειρμό, θυμάμαι μια συνάντηση με τον Στέφα Μαλιάτση (*) ,πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, στην Πύλη της Πάρνηθας. Τον είχα τότε ρωτήσει: «Μπαρμπα-Στέφα, υπάρχουν στιγμές στη ζωή σου που να μετανιώνεις για ό,τι έκανες και σκοτώθηκε ο μοναχογιός σου, το μοναχοπαίδι σου»;
Κι ο γερο-Στέφας, αφού χάθηκε για κάποια δευτερόλεπτα, μου αποκρίθηκε: «Δεν γινόταν αλλιώς. Το χρέος πού ’καμα κι ο θάνατος του παιδιού μου είναι αζύγιστα κι αφίλιωτα. Τί να σου πω; Για τα παλιο-εινόρτα που με δικάζουν και μ’ αφήνουν άυπνο νύχτες και νύχτες; Όμως, έτσι έπρεπε να γίνει». Και καθώς εκείνη την ώρα βγήκαν διάλειμμα τα παιδιά του Δημοτικού της Πύλης κι ακούστηκαν οι φωνές τους, συνέχισε: «Τα ’ακούς; Εκεί ανάμεσα είναι κι η φωνούλα του παιδιού μου. Θα μου πεις πως ξεγελάω τον εαυτό μου. Όμως εγώ την ακούω κάθε μέρα τη φωνούλα του»!
Καθώς μας γέμιζε τα ποτήρια τσίπουρο ‒ ήμασταν με τον Κώστα τον Μανωλκίδη, ανταρτόπουλο του Στέφα, αποτόλμησα την ίδια βάρβαρη ερώτηση και προς τη θεια-Στέφαινα: «Εσύ, θειά, τί λες»;
Κι εκείνη με στεγνό πόνο: «Εγώ, παιδί μου, κλαίω. Μόνο κλαίω. Ο γέροντάς μου δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς».
‒ «Πάω» ο Νίκος, «Έπρεπε» ο Στέφας: Αφιερωμένος πάντοτε στο αξιακό τους διατακτικό Εσύ!
Να είσαι καλά.
Η ανάσα σου κουράγιο μας
Λαοκράτης
(22/10/2007)
(*) Ο Στέφας Μαλιάτσης ήταν καπετάνιος του εφεδρικού ΕΛΑΣ στην Πύλη της Πάρνηθας. Τον Οκτώβριο του ‘43 φτάνουν με προδοσία οι Γερμανοί έξω απ’ το χωριό, όπου συλλαμβάνουν αιχμάλωτα τρία παιδιά. Ανάμεσά τους και το μοναχοπαίδι του Στέφα. Τότε ο καπετάνιος στήνει καρτέρι στον εχθρό, χωρίς να ενημερώσει τους αντάρτες του για το προσωπικό του δράμα. Όταν οι Γερμανοί πλησίασαν σε απόσταση βολής κι οι αντάρτες έβλεπαν, με κομμένη την ανάσα, τα παιδιά ως ασπίδα μπροστά απ’ τη φάλαγγα και με τις κάνες πίσω απ’ τα κεφάλια τους, ο τραγικά ηρωικός καπετάνιος έδωσε το σύνθημα: «Πυρ»! Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν. Όσοι δεν σκοτώθηκαν πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Θυσιάστηκαν όμως και τα τρία παιδιά, χτυπημένα, πρώτα αυτά απ’ τις σφαίρες των όπλων, που τα σημάδευαν.