του Γιάννη Σχίζα

 

Ο Φρόυντ γράφει το «Τοτέμ και ταμπού» για να αποδείξει την ψυχολογική ομοιότητα μεταξύ των πρωτόγονων λαών, των παιδιών και των νευρωτικών (Wikipedia). Η Λυδία Μαργαρώνη «σκαρφίζεται» τον τίτλο «τοτέμ» όχι για να δείξει μια ομοιότητα μεταξύ διαφόρων κατηγοριών ανθρώπων αλλά για να περιγράψει ανθρώπους και καταστάσεις σε καταστολή – που όμως μπορεί να βγουν στο φως της ημέρας μετά από μια ενδελεχή γραφή, όπως η δική της.

Σε τι χρειάζεται η κριτική μιας διηγηματογραφίας; Όχι βέβαια πρωτίστως για να κρίνουμε την καλλιέπεια των διηγηματογράφων –περί του συγκεκριμένου η συγγραφέας και ζωγράφος έχει να επιδείξει προσόντα– αλλά για να δούμε και να συλλάβουμε την «αληθινότητά» της, την αντιστοιχία της με γεγονότα ή πιθανότητες γεγονότων. Όταν η Μαργαρώνη κινείται κάτω από το έδαφος και σε περιθώρια παράδοξα, το αίτημα της αληθινότητας παίρνει άλλη διάσταση. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να ανατρέξει κανείς πίσω από άλλες πραγματικότητες και να καταδυθεί μέχρι το βάθος χαρακτήρων –ή στάσεων ζωής– για να υπάρξει αποτέλεσμα.

Όλες της οι αφηγήσεις, είτε έχουν θηλυκό είτε αρσενικό ύφος, διέπονται από αυτή την αρχή του φαινομενικά παράδοξου, που όμως τελικά μπορεί να εξηγηθεί – ή εξηγείται, με τα γραφόμενά της.

Ας πάρουμε τις θηλυκές αφηγήσεις: Στο «Τοτέμ» που είναι και το πρώτο της διήγημα, υπάρχει μια συμβία κουρασμένη και υπάρχει ένας Νικήτας –παλιός γνώριμος, από την παιδική ηλικία γνωστός, μετέπειτα σύζυγος, για τον οποίο υποψιαζόμαστε ότι ενδιαφέρεται πρωτίστως για τις δημόσιες σχέσεις του– μόνο που αυτό «σκάει» παρεμπιπτόντως, όταν η συμβία υπό το κράτος επιλόχειας κατάθλιψης εκτραπεί σε έναν καταυλισμό τσιγγάνων. Όλο το σκηνικό κλείνει με μια σφικτή κουβέντα, ταυτόχρονα σιβυλλική, σαν επίγραμμα όλης της πρακτικής της συγγραφέως.

Με την ίδια σιβυλλική διάθεση θα δώσει τέλος σε μια σειρά από άλλα αφηγήματα: «Σε ένα παζάρι όλα μπορεί να συμβούν» –γράφει στην «Πασιφάη», αφού προηγουμένως μας εισάγει σε μια έννοια της Φυσικής των μικροσωματιδίων παρατηρώντας ότι «ήθελε να βλέπει την εικόνα των λέξεων και να φαντάζεται άτομα»– ενώ στο «Μωβ μαρκαδόρο» καταλήγει ουσιαστικά σε ένα ποίημα, παίζοντας με ό,τι φτεροκοπάει στις όχθες του Αχέροντα. Στη «Χαμένη συνοχή» προσθέτει έναν γρίφο στο ήδη γριφώδες και ομολογουμένως υπερ-ρεαλιστικό αφήγημα, με σκοπό την αναζήτηση του μητρικού προσώπου, ενώ το «Πάρτι» (εγώ προσωπικά το φαντάζομαι ως «πάρτυ») περνάει από τη ευθυμία της νιότης στον τρόμο των γηρατειών, για να καταλήξει σε μια κατάφαση της –όπως-λάχει– ζωής…

Η «Φόνη» είναι μια πολύ συμβατική ιστορία με ένα συνηθισμένο τέλος (του φυλακισμένου για κατάχρηση) – μόνο που η κατάληξή της έχει κάτι το παράδοξο από τη σκοπιά του «χαμένου», που κλειδαμπαρώνεται μέσα στο παρελθόν για να σώσει τη γοητεία της ανάμνησης.

Το «Ανεπίδοτο μήνυμα» θα μπορούσε να είναι και ένα πεζοποίημα, όχι τόσο λόγω του μεγέθους όσο λόγω της καλλιτεχνικής αοριστίας του: Ένα ποίημα καβαφικό, με βάση το αίσθημα λιτότητας και το βίωμα του δράματος από τον καλλιτέχνη. Ενώ ο «Μουσταφάς», παρ’ όλο που είναι αφήγημα της εγκατάλειψης, φθάνει στην κορύφωσή του με έναν ήπιο και «πολιτισμένο» τρόπο.

Εκεί που θα μείνω ίσως περισσότερο είναι τα «Ρολόγια», που είναι ένας στοχασμός πάνω στον χρόνο – ούτε ολωσδιόλου πικρός ούτε ολωσδιόλου γλυκός. Εδώ η συγγραφέας κατασκευάζει έναν πωλητή «φιλόσοφο» με μια αφήγηση πολύ ρεαλιστική, ο οποίος πουλάει ρολόγια που έχουν την ιδιότητα να σέβονται τα όνειρα και να επεμβαίνουν αποφασιστικά στους εφιάλτες περικόπτοντάς τους! Τελικά η ίδια η αφηγούμενη παίρνει τη θέση του πωλητή ρολογιών και διηγείται την ικανότητα του ρολογιού να πετάει «λόγια γλυκά, παρηγορητικά, που μας πληγώνουν»…

Αυτή η αφήγηση του υποκειμενικού χρόνου –του χρόνου όπως μας βολεύει αλλά ταυτόχρονα μας τραυματίζει– είναι ίσως το κορυφαίο διήγημα της Μαργαρώνη. Μέσα από 17 ιστορίες η συγγραφέας αποδίδει ένα γλυκόπικρο συναίσθημα που διακόπτεται από απρόσμενα γεγονότα – που ίσα ίσα φθάνουν για να στοχαστούμε τη ζωή στη διάρκειά της…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!