Η παράδοση συνεχίζεται: «Κάντε πόλεμο, όχι έρωτα».

Οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ δεν ικανοποιούνται μόνο με το να εξολοθρεύουν τους ενοχλητικούς λαούς σε άλλες περιοχές. Δουλειά πάντα βρίσκεται και εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είτε μαζεύοντας τους Άραβες και κλείνοντάς τους μέσα, το 2003, είτε διαπράττοντας γενοκτονίες κατά το 19ο αιώνα, οι αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν μακρά ιστορία στην ανασύνθεση και στον αποδεκατισμό πληθυσμών οι οποίοι στάθηκαν εμπόδιο στο δρόμο των Αμερικανών που αγαπούν την ελευθερία. Για παράδειγμα, το 1830 το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ενέκρινε τον νόμο για τη μετατόπιση των Ινδιάνων. Ο πρόεδρος Άντριου Τζάκσον τον υπέγραψε γρήγορα για να τεθεί σε ισχύ αμέσως. Το καλοκαίρι του 1838, ο Αμερικανός στρατηγός Γουίνφιλντ Σκοτ ηγείται των στρατιωτών του στην επιδρομή κατά της φυλής των Τσερόκι. Σ’ ένα από τα πολλά αιματηρά επεισόδια της αμερικανικής ιστορίας, άντρες, γυναίκες και παιδιά ξεριζώθηκαν από τη γη τους, στριμώχτηκαν σε προχειροφτιαγμένα φρούρια με ελάχιστες υποδομές και λιγοστά τρόφιμα, και αργότερα, αναγκάστηκαν να περπατήσουν χιλιάδες μίλια – μέρος των οποίων διένυσαν πάνω σε πλοίο με εξίσου άθλιες συνθήκες. Εξαιτίας των αδιάφορων Αμερικανών αξιωματικών, περίπου 5.000 ιθαγενείς Αμερικάνοι πέθαναν στην «Πορεία των Δακρύων». Για τις πολεμοχαρείς διαθέσεις της χώρας και την πίστη τους ότι είναι ανίκητος λαός, οι δημοσκοπήσεις, σ’ όλο τον κόσμο, τώρα δείχνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα έθνος που αποδοκιμάζεται. Καμία έκπληξη…
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατηγορούμενοι κατά συρροήν δολοφόνοι και βιαστές έχουν περισσότερη πρόσβαση σε νομική υποστήριξη από ό,τι ένα άτομο που κατηγορείται για τρομοκρατία. Και για πρώτη φορά, η Αμερική έχει περισσότερους πολίτες φυλακισμένους και εκτελεσμένους από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον πλανήτη. Το «Με ελευθερία και δικαιοσύνη για όλους» φαίνεται να στερείται νοήματος, όταν οι ΗΠΑ καμαρώνουν για το γεγονός ότι έχουν στρατόπεδο θανάτου στον Κόλπο Γκουαντάναμο της Κούβας και για το ότι η εξωτερική και η εσωτερική πολιτική τους συμπεριλαμβάνει βασανιστήρια, δολοφονίες και παρακολούθηση κάθε ατόμου που θεωρείται απειλή για την εθνική ασφάλεια.
Η Αμερική βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου από το 1775. Μάλιστα, οι ΗΠΑ ποτέ δεν έζησαν σε ειρήνη. Οι συγκρούσεις που παρατίθενται θεωρούνται μείζονος σημασίας: η Αμερικανική Επανάσταση (1775-1783), ο Πόλεμος του 1812 (1812-1815), ο Μεξικανικός Πόλεμος (1846-1848), ο Εμφύλιος Πόλεμος (1861-1865), ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος (1898), ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1917-1918), ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1941-1945), ο Πόλεμος της Κορέας (1950-1953), ο Πόλεμος του Βιετνάμ (1964-1972) και ο Α΄ Πόλεμος του Κόλπου (1990-1991). Στον κατάλογο αυτό δεν αναφέρεται η εισβολή στον Παναμά, τη Γρενάδα και τη Σερβία, ο Β΄ Πόλεμος του Κόλπου και μια σειρά κρυφών δράσεων που ανέτρεψαν κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο…
Δυστυχώς, ο πόλεμος είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των αμερικανικών κυβερνήσεων και της πλειοψηφίας του λαού της χώρας. Η αμερικανική ελευθερία βασίζεται στον πόλεμο και το οικονομικό σύστημα της χώρας τον απαιτεί. «Στον καπιταλισμό οι εταιρίες που κατασκευάζουν όπλα αποκομίζουν τεράστια κέρδη απ’ αυτά τα όπλα πολέμου και για αυτό το λόγο είναι πρόθυμες να προετοιμάζονται και να συμμετέχουν σε πολέμους. Ετοιμάζεσαι για πόλεμο, έχεις υπογράψει συμβάσεις με την κυβέρνηση, κερδίζεις τεράστια ποσά, συμμετέχεις σε πόλεμο, χρησιμοποιείς όλα αυτά τα προϊόντα και μετά πρέπει να τα αντικαταστήσεις.» (Χάουαρντ Ζιν)
Υπάρχει καμία ελπίδα να δοθεί τέλος στην αιματοβαμμένη ιστορία που εορτάζεται, αμέριμνα, κάθε 4η Ιουλίου; Θα ζήσουν κάποτε οι Αμερικανοί με τα ιδανικά που διατυπώνονται στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών; Μπορούν να αποβάλουν τη συνήθεια του πολέμου;
«Ο πόλεμος πάντα υπονομεύει την ελευθερία μας», γράφει ο Ζιν. «Κάθε φορά που η ελευθερία μας κερδίζει έδαφος, αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα πολέμου ή κάτι που έκανε η κυβέρνηση, αλλά ήταν κατόρθωμα των πολιτών. Η περίτρανη απόδειξη γι’ αυτό είναι η ιστορία των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ιστορία σκλαβιάς και φυλετικού διαχωρισμού. Δεν ήταν πρωτοβουλία της κυβέρνησης το κίνημα κατά της δουλείας, αλλά των λευκών και μαύρων οπαδών της κατάργησής της.
Δεν ήταν πρωτοβουλία της κυβέρνησης ο αγώνας κατά του φυλετικού διαχωρισμού, δεκαετίες τις 1950 και 1960, αλλά ένα κίνημα των ανθρώπων του Νότου. Δεν ήταν η κυβέρνηση που έδωσε στον κόσμο το δικαίωμα να εργάζεται οκτώ ώρες αντί για δώδεκα την ημέρα. Ήταν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που οργανώθηκαν σε συνδικάτα, κατέβηκαν σε απεργίες και αντιμετώπισαν την αστυνομία. Η κυβέρνηση ήταν με την αντίθετη πλευρά. Η κυβέρνηση πάντα υποστήριζε τους εργοδότες και τις εταιρίες.  
Η ελευθερία των εργαζομένων, η ελευθερία των μαύρων πάντα βασιζόταν στους αγώνες των ίδιων των ανθρώπων εναντίον της κυβέρνησης. Έτσι, αν κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία, εμείς δεν χρειαζόμαστε τις κυβερνήσεις για να υπερασπιστούμε τις ελευθερίες μας. Πρέπει να βασιζόμαστε μόνο στις δικές μας οργανωμένες δυνάμεις». Μόνο ο αμερικανικός λαός μπορεί να σταματήσει τον πόλεμο. Τι θα κάνει; Ο κόσμος περιμένει.

(Δεύτερο μέρος του άρθρου Χρόνια πολλά, Αμερική – 227 χρόνια πολέμου του John Stanton που δημοσιεύτηκε στο Counterpunch, το 2003, και παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο. Το πρώτο μέρος αναρτήθηκε στο Περίπτερο Ιδεών – Δρόμος, φύλλο 20)

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!