Αυτή η σκηνοθεσία, κυρίως μετά τον πόλεμο, στηρίζεται σε κάτι το οποίο έχει να κάνει με την ευρύτερη κοινωνία. Αυτό το κάτι είναι ο δεσμός της συνενοχής. Έχει σκεφτεί κανείς τι σημαίνει η αντιπαροχή; Αντιπαροχή είναι ο συνενοχικότερος θεσμός που γέννησαν οι αιώνες και πάνω σ’ αυτό το θεσμό θεμελιώνεται η μεταπολεμική Ελλάδα.
Είναι σαν να ερχόμαστε και να λέμε, από κοινού συμφέροντος ορμώμενοι, με αναφορά στο ιδιωτικό συμφέρον, απαλλοτριώνουμε δημόσιο χώρο, προκειμένου να βάλουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας και μετά αρχίζουν όλα τα άλλα με τη σπέκουλα πάνω στη γη και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Όταν εμπλέκεις σ’ αυτή τη διαδικασία την ίδια την κοινωνία, τότε η κατάσταση θυμίζει μια σχέση αμοιβαίου επιβητορισμού μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Βάζεις στο παιχνίδι της συνενοχής μεγάλα κοινωνικά στρώματα, μέσα απ’ τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, μέσα απ’ τη νομιμοποίηση της συναλλαγής με το φακελάκι, διοχετεύοντας και παράγοντας ένα απίστευτο ποσό βίας, ήπιας βίας, που εσωτερικεύει ο κάθε Έλληνας, μέσα απ’ την ασχήμια του περιβάλλοντος, μέσα από το φακελάκι που πρέπει να δώσει για να κάνει τη δουλειά του αλά ελληνικά… Αυτά συσσωρεύονται, με αποτέλεσμα την εξουθένωση κάθε δημιουργικής ικμάδας και, βεβαίως, το μηδενισμό κάθε βάσης προοπτικής.
Και, βεβαίως, διαμορφώνει και μια αισθητική της κοινωνίας, γιατί γίνεσαι συνδημιουργός των τερατουπόλεων που δεν είναι λειτουργικές, δεν έχουν ελεύθερους χώρους, δεν αναπτύσσουν μια νέα κοινωνικότητα και στηρίζονται στο κακό γούστο. Συνηθίζεις, αυτό το άσχημο να αποτελεί τον τρόπο ζωής σου.
Μα, η σημερινή Αθήνα δεν είναι πόλη, είναι ένα εποικιστικό μόρφωμα. Πόλη σε κάνει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, σε κάνει μια σχέση αυτού του περιβάλλοντος που έχει χτιστεί και αυτού που είναι ελεύθερο. Απ’ αυτή την άποψη, η τραγωδία ημών των σημερινών Ελλήνων, συνίσταται στο εξής: επιδιώκοντας ή εμπλεκόμενοι αναγκαστικά μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι, το ίδιον όφελος, το κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας, όλοι από κοινού καταστρέψαμε αυτό που κάνει τη ζωή αξιοβίωτη. Διότι, όταν εγώ αγοράζω ένα διαμέρισμα και απέναντι βλέπω ένα δάσος και μετά από πέντε χρόνια βλέπω άλλες πολυκατοικίες, τότε μηδενίζεται και η αξία του δικού μου διαμερίσματος. Αυτό ακριβώς το οποίο έχει να κάνει με τα άυλα αγαθά, αυτό που έχει να κάνει με το «ανάμεσα» στους ανθρώπους, αυτό προσδιορίζει την περίφημη ποιότητα ζωής. Είναι αυτό που δεν μπορώ να έχω εγώ, να είναι δικό μου. Ο δρόμος Κορίνθου-Πατρών είναι ένας άθλιος δρόμος, με εκθέτει όταν οδηγώ σε απίστευτα πράγματα. Μπορεί να τρέχω σ’ αυτό το δρόμο με το τελευταίο μοντέλο Μερσεντές, το οποίο μπορώ να αγοράσω, το δρόμο όμως Κορίνθου-Πατρών δεν μπορώ να τον αγοράσω. Όμως, η ποιότητα του δρόμου είναι που κάνει τη ζωή αξιοβίωτη και όχι η Μερσεντές που μπορώ ή δεν μπορώ να αγοράσω.
Αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος ανάπτυξης που επιβάλλεται από τις μητροπόλεις και την εντόπια νομενκλατούρα, αλλοιώνει την αισθητική των ανθρώπων. Τα ελληνικά χωριά ήταν πανέμορφα, όταν όμως κατεβαίνουν στην πόλη, χάνουνε τη φύση και την αρχιτεκτονική του χώρου και συνηθίζουνε να ζούνε μέσα στα διαμερισματάκια, με τη μια πολυκατοικία μέσα στην άλλη. Στη συνέχεια, επιστρέφοντας για να φτιάξουνε το πατρικό τους σπίτι στο χωριό, το φτιάχνουνε σαν το διαμέρισμα στην Κυψέλη!
Αναπαράγεται ακριβώς αυτή η αθλιότητα. Μ’ αυτή την έννοια, λέει κανένας, τι να κάνω σήμερα; Να δώσω μια αύξηση στους συνταξιούχους; Ένας όμηρος της Κυψέλης ή των Αμπελοκήπων, ένας άνθρωπος που κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσουν τα παιδιά του και είναι έγκλειστος σ’ ένα δυάρι, τι του δίνει όταν του κάνει μια αύξηση 5%; Μα, δεν του λείπουν τα 5%, το οξυγόνο του λείπει. Αν δεν προσμετρηθεί σ’ αυτό που λέγεται οικονομική ανάπτυξη η διάσταση των άυλων αγαθών, δηλαδή του αέρα, του «ανάμεσα», αυτού που δεν είναι κανενός, που δεν είναι δικό μου ούτε δικό σου, τότε νομίζω εμείς οι Έλληνες οι οποίοι καυχιόμαστε ότι ατομικά είμαστε απ’ τους ευφυέστερους ανθρώπους στον κόσμο, θα αποτελούμε ως σύνολο, το βλακοδέστερο άθροισμα της οικουμένης.