Της Νάνσι Φρέιζερ*
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ αντιπροσωπεύει μία από τις δραματικές πολιτικές ανταρσίες που, σε συνδυασμό μεταξύ τους, σηματοδοτούν μια κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Στις ανταρσίες αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ψήφος υπέρ του Brexit στη Βρετανία, η απόρριψη των μεταρρυθμίσεων Ρέντσι στην Ιταλία, η εκστρατεία του Μπένι Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ και η αυξανόμενη υποστήριξη προς το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία. Αν και διαφέρουν ως προς την ιδεολογία και τους στόχους τους, αυτές οι εκλογικές ανταρσίες διαθέτουν έναν κοινό στόχο: όλες απορρίπτουν την επιχειρηματική παγκοσμιοποίηση, το νεοφιλελευθερισμό και τα πολιτικά κατεστημένα που τα ανέδειξαν. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι ψηφοφόροι λένε «Όχι!» στον καταστροφικό συνδυασμό της λιτότητας, του ελεύθερου εμπορίου, του μη βιώσιμου χρέους και της επισφαλούς, κακοπληρωμένης εργασίας που χαρακτηρίζουν σήμερα το χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Οι ψήφοι τους είναι μια απάντηση στη διαρθρωτική κρίση αυτής της μορφής του καπιταλισμού, που έγινε έντονα ορατή με τη σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση τού παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού οικοδομήματος το 2008.
Μέχρι πρόσφατα όμως η κύρια αντίδραση στην κρίση ήταν η κοινωνική διαμαρτυρία – αναμφίβολα έντονη και ζωντανή, αλλά σε μεγάλο βαθμό πρόσκαιρη. Αντιθέτως, τα πολιτικά συστήματα φαίνονταν σε μεγάλο βαθμό αλώβητα, παραμένοντας υπό τον έλεγχο κομματικών αξιωματούχων και διαφόρων ελίτ του κατεστημένου, τουλάχιστον στα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γερμανία. Τώρα όμως, οι εκλογικοί κραδασμοί γίνονται αισθητοί σε όλο τον κόσμο, ακόμα και στα κάστρα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτοί που ψήφισαν τον Τραμπ, όπως κι εκείνοι που ψήφισαν υπέρ του Brexit και κατά των ιταλικών μεταρρυθμίσεων, ξεσηκώθηκαν κατά των πολιτικών ηγετών τους. Γυρνώντας την πλάτη στα κομματικά κατεστημένα, απέρριψαν το σύστημα που έπληξε καίρια το βιοτικό τους επίπεδο τα 30 τελευταία χρόνια. Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη ότι συνέβη αυτό, αλλά ότι άργησε τόσο.
Ωστόσο, η νίκη Τραμπ δεν είναι αποκλειστικά μια εξέγερση κατά του χρηματοοικονομικού συστήματος. Αυτό που απέρριψαν οι ψηφοφόροι δεν είναι απλά ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός. Αυτό μπορεί να ακούγεται οξύμωρο σε κάποιους, είναι όμως μια πραγματική, αν και παράδοξη, πολιτική εξίσωση που αποτελεί το κλειδί για να αντιληφθεί κανείς το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, ίσως και κάποιες άλλες εξελίξεις αλλού. Στην αμερικανική του εκδοχή, ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός είναι μια συμμαχία μεταξύ, από τη μία πλευρά, ενσωματωμένων στο σύστημα ρευμάτων των νέων κοινωνικών κινημάτων (φεμινισμός, αντιρατσισμός, πολυπολιτισμικότητα και δικαιώματα ΛΟΑΤ) και, από την άλλη, «εμβληματικών» επιχειρηματικών τομέων κύρους με βάση τις υπηρεσίες (Γουόλ Στριτ, Σίλικον Βάλεϊ και Χόλιγουντ). Σε αυτή τη συμμαχία, προοδευτικές δυνάμεις ενώνονται στην πράξη με τις δυνάμεις του γνωσιακού καπιταλισμού, ιδίως του χρηματοπιστωτικού. Εντούτοις, όχι εσκεμμένα, η πρώτη πλευρά προσφέρει το χάρισμά της στη δεύτερη. Ιδανικά όπως η διαφορετικότητα και η χειραφέτηση, που θεωρητικά θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν διαφορετικούς σκοπούς, σήμερα εξωραΐζουν πολιτικές που έχουν καταρρακώσει τη βιομηχανία και τις ζωές αυτών που κάποτε αποτελούσαν τη μεσαία τάξη.
Η «ανίερη συμμαχία» του Κλιντονισμού
Ο προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ τα 30 τελευταία χρόνια και εδραιώθηκε με την εκλογή του Μπιλ Κλίντον το 1992. Ο Κλίντον ήταν ο βασικός αρχιτέκτονας και σημαιοφόρος των «Νέων Δημοκρατικών», το αμερικανικό αντίστοιχο του «Νέων Εργατικών» του Τόνι Μπλερ. Στη θέση του συνασπισμού των οργανωμένων σε σωματεία βιομηχανικών εργατών του New Deal, των αφροαμερικανών και της μεσαίας τάξης των αστικών κέντρων, συνέπηξε μια νέα συμμαχία επιχειρηματιών, κατοίκων των προαστίων, νέων κοινωνικών κινημάτων και νεολαίας, με όλους να διατρανώνουν τις σύγχρονες, προοδευτικές πεποιθήσεις τους, ασπαζόμενοι αρχές όπως η διαφορετικότητα, η ανοχή κάθε κουλτούρας και τα δικαιώματα των γυναικών. Ακόμα όμως και τότε που υιοθετούσε αυτού του είδους τις προοδευτικές αρχές, η διοίκηση Κλίντον φλέρταρε με τη Γουόλ Στριτ. Εκχωρώντας την οικονομία στην Goldman Sachs, φιλελευθεροποίησε το τραπεζικό σύστημα και διαπραγματεύθηκε συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που επιτάχυναν την αποβιομηχάνιση. Αυτή που αφέθηκε στην τύχη της ήταν η περιοχή που αποκαλούνταν Rust Belt [το πάλαι ποτέ επίκεντρο της βορειοαμερικανικής βαριάς βιομηχανίας], η οποία κάποτε αποτελούσε το προπύργιο της κοινωνικής δημοκρατίας του New Deal – και είναι αυτή που σήμερα χάρισε το κολέγιο των εκλεκτόρων στον Ντόναλντ Τραμπ. Η περιοχή αυτή, μαζί με άλλα πιο πρόσφατα βιομηχανικά κέντρα στο Νότο των ΗΠΑ, επλήγησαν σημαντικά από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της παντοδυναμίας των αγορών στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Εφαρμοζόμενες και από τους διαδόχους του, συμπεριλαμβανομένου του Μπαράκ Ομπάμα, οι πολιτικές Κλίντον υποβάθμισαν τις συνθήκες ζωής όλων των εργαζομένων, κυρίως όμως εκείνων που εργάζονταν στη βιομηχανία. Εν συντομία, ο Κλιντονισμός φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την αποδυνάμωση των συνδικάτων, την κάμψη των πραγματικών μισθών, την αυξανόμενη επισφάλεια της εργασίας και την άνοδο της οικογένειας των δύο εργαζομένων που διαδέχθηκε τον εξαφανισμένο πλέον οικογενειακό μισθό.
Όπως δείχνει η τελευταία αυτή παρατήρηση, η επίθεση στην κοινωνική ασφάλιση χρυσώθηκε με μια επικάλυψη χειραφέτησης, δανεισμένης από τα νέα κοινωνικά κινήματα. Με την πάροδο των ετών, ενώ η βιομηχανία παρήκμαζε, η χώρα βούιζε από επιχειρήματα περί «διαφορετικότητας», «ενδυνάμωσης» και κατά των διακρίσεων. Ταυτίζοντας την «πρόοδο» με την αξιοκρατία, αντί για την ισότητα, αυτοί οι όροι ταύτισαν τη «χειραφέτηση» με την άνοδο μίας μικρής ελίτ «ταλαντούχων» γυναικών, μειονοτήτων και ομοφυλοφίλων στην επιχειρηματική ιεραρχία, αντί να την καταργούν. Αυτή η φιλελεύθερη-ατομικιστική αντίληψη της «προόδου» σταδιακά αντικατέστησε την πιο ευρεία, αντιιεραρχική, υπέρ των ίσων δικαιωμάτων, ταξικά ευαίσθητη, αντικαπιταλιστική αντίληψη περί χειραφέτησης που είχε ανθήσει στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Με την παρακμή της Νέας Αριστεράς, ξεθώριασε η διαρθρωτική κριτική της για την καπιταλιστική κοινωνία και επανέκαμψε η χαρακτηριστική φιλελεύθερη-ατομικιστική νοοτροπία, περιορίζοντας τις φιλοδοξίες των «προοδευτικών» και των αυτοπροσδιοριζόμενων ως αριστερών. Αυτό που σφράγισε όμως τη συμφωνία ήταν η σύμπτωση της εξέλιξης αυτής με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Ένα κόμμα που είχε στόχο να φιλελευθεροποιήσει την καπιταλιστική οικονομία βρήκε το τέλειο ταίρι του σε έναν αξιοκρατικό εταιρικό φεμινισμό με επίκεντρο την «κατάργηση των διακρίσεων κατά των γυναικών στους χώρους δουλειάς».
Το αποτέλεσμα ήταν ένας «προοδευτικός νεοφιλελευθερισμός» που συνένωσε κουτσουρεμένα ιδανικά περί χειραφέτησης και καταστροφικές μορφές της πλήρους κυριαρχίας των αγορών. Αυτό το κράμα ήταν που απέρριψαν συνολικά οι ψηφοφόροι του Τραμπ. Πρώτοι μεταξύ αυτών που παραμελήθηκαν στον νέο και τολμηρό αυτό κοσμοπολίτικο κόσμο ήταν οι βιομηχανικοί εργάτες, αλλά και τα μεσαία στελέχη επιχειρήσεων, οι μικροί επιχειρηματίες και όλοι όσοι στηρίζονταν στην βιομηχανία του Rust Belt και του Νότου, καθώς και αγροτικοί πληθυσμοί που καταστράφηκαν από την ανεργία και τα ναρκωτικά. Για τους πληθυσμούς αυτούς, η πληγή της αποβιομηχανοποίησης επιδεινώθηκε από την προσβολή της προοδευτικής ηθικολογίας, που επανειλημμένα τους κατέτασσε στους πολιτιστικά υπανάπτυκτους. Με το να απορρίψουν την παγκοσμιοποίηση, οι ψηφοφόροι του Τραμπ γύρισαν επίσης την πλάτη τους στον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό που έχει ταυτιστεί μαζί της. Για κάποιους (σίγουρα όχι για όλους) ήταν εύκολο πλέον να αποδοθούν οι ευθύνες για την επιδείνωση της κατάστασης στην πολιτική ορθότητα, τους έγχρωμους πολίτες, τους μετανάστες και τους Μουσουλμάνους. Στα δικά τους μάτια, οι φεμινιστές και η Γουόλ Στριτ ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, σε ιδανική σύμπραξη στο πρόσωπο της Χίλαρι Κλίντον.
Η απουσία Αριστεράς επέτρεψε την «ανίερη συμμαχία»
Αυτό που έκανε εφικτή αυτή την σύμπραξη ήταν η απουσία μίας γνήσιας Αριστεράς. Παρά τις παροδικές εξάρσεις αντίδρασης όπως το κίνημα Occupy Wall Street, που αποδείχθηκε βραχύβιο, δεν υπήρχε άλλη βιώσιμη παρουσία της Αριστεράς στις ΗΠΑ για αρκετές δεκαετίες. Απούσα ήταν επίσης και κάποια συνολική αριστερή θεώρηση των πραγμάτων, που θα μπορούσε να συνδυάσει τα θεμιτά παράπονα των οπαδών του Τραμπ με μια ολοκληρωμένη κριτική της κυριαρχίας των αγορών από τη μία πλευρά και με ένα αντιρατσιστικό, αντισεξιστικό και αντιιεραρχικό όραμα χειραφέτησης από την άλλη. Εξίσου επιζήμιο ήταν ότι αφέθηκαν να παρακμάσουν οι εν δυνάμει δεσμοί μεταξύ των εργαζομένων και των νέων κοινωνικών κινημάτων. Χωρίς σύνδεση μεταξύ τους, αυτοί οι απολύτως απαραίτητοι πόλοι μιας βιώσιμης Αριστεράς απείχαν μεταξύ τους παρασάγγας, και ήταν μόνο θέμα χρόνου να αντιπαρατεθούν ως αντιθετικοί.
Έτσι είχαν τα πράγματα, τουλάχιστον μέχρι τη θεαματική εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προκριματικές εκλογές, ο οποίος προσπάθησε να τους ενώσει με τη σχετική στήριξη του κινήματος Black Lives Matter. Αποκαλύπτοντας την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ανοησία, η εξέγερση του Σάντερς μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των οπαδών του Τραμπ, αλλά στους κόλπους του Δημοκρατικού Κόμματος. Ενώ ο Τραμπ κατεδάφιζε το κατεστημένο των Ρεπουμπλικανών, ο Μπέρνι έφθασε σε απόσταση αναπνοής από το να νικήσει την καθορισμένη διάδοχο του Ομπάμα, οι αξιωματούχοι της οποίας έλεγχαν όλα τα επίπεδα εξουσίας στο Δημοκρατικό Κόμμα. Οι δυο τους, Σάντερς και Τραμπ, κινητοποίησαν μία τεράστια πλειοψηφία Αμερικανών ψηφοφόρων. Όμως μόνο ο αντιδραστικός λαϊκισμός του Τραμπ επιβίωσε. Αν και εκείνος εύκολα εξουδετέρωσε τους Ρεπουμπλικανούς αντιπάλους του, ακόμα κι εκείνους που είχαν την εύνοια των μεγάλων χορηγών και των πρωτοκλασάτων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η εξέγερση Σάντερς ελέγχθηκε αποτελεσματικά από ένα πολύ λιγότερο δημοκρατικό Δημοκρατικό Κόμμα. Όταν είχε έρθει η ώρα των εκλογών, η αριστερή εναλλακτική λύση είχε πλέον εξαλειφθεί. Αυτό που είχε απομείνει ήταν η ανούσια επιλογή μεταξύ του αντιδραστικού λαϊκισμού και του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού. Όταν η αποκαλούμενη αριστερά ενώθηκε με την Χίλαρι Κλίντον, ο κύβος είχε πλέον ριφθεί.
Όμως στο εξής η Αριστερά οφείλει να αρνηθεί αυτήν την επιλογή. Αντί να αποδεχθούμε τους όρους που μας παρουσιάστηκαν από τις πολιτικές τάξεις, οι οποίες αντιπαραβάλλουν τη χειραφέτηση στην κοινωνική προστασία, πρέπει να δουλέψουμε ώστε να τους επανακαθορίσουμε, αντλώντας από την τεράστια και συνεχώς αυξανόμενη δεξαμενή της κοινωνικής δυσαρέσκειας για την παρούσα τάξη πραγμάτων. Αντί να τασσόμαστε στην ίδια πλευρά με την κυριαρχία των αγορών/χειραφέτηση σε βάρος της κοινωνικής προστασίας, θα έπρεπε να χτίζουμε μια νέα συμμαχία χειραφέτησης και κοινωνικής προστασίας κατά της παντοδυναμίας των αγορών. Στο σχέδιο αυτό, που στηρίζεται στα θεμέλια του Σάντερς, χειραφέτηση δεν σημαίνει εμπλουτισμός της εταιρικής ιεραρχίας, αλλά κατάργησή της. Όσο για την ευημερία, αυτή δεν σημαίνει την αύξηση των μετοχών ή των εταιρικών κερδών, αλλά τις υλικές προϋποθέσεις για μια καλή ζωή για όλους. Αυτός ο συνδυασμός παραμένει η μόνη εμπεριστατωμένη και νικηφόρα απάντηση στην τρέχουσα συγκυρία.
Όλα παίζονται!
Εγώ προσωπικά, δεν θα χύσω κανένα δάκρυ για την ήττα του προοδευτικού νεοφιλελευθερισμού. Αναμφίβολα υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι στη ρατσιστική, αντιοικολογική και αντιμεταναστευτική διοίκηση Τραμπ. Δεν πρέπει όμως να θρηνήσουμε ούτε την κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας ούτε τον κλυδωνισμό του απόλυτου ελέγχου του Κλιντονισμού στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η νίκη Τραμπ σηματοδοτεί μια ήττα της συμμαχίας μεταξύ της χειραφέτησης και της κυριαρχίας των αγορών. Όμως αυτή η προεδρία δεν προσφέρει λύση στην παρούσα κρίση, ούτε υπόσχεση για ένα νέο καθεστώς, ούτε ασφαλή ηγεμονία. Αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι περισσότερο μια «μεσοβασιλεία», μια ανοιχτή και ασταθής κατάσταση όπου όλα παίζονται. Στην κατάσταση αυτή δεν υπάρχουν μόνο κίνδυνοι αλλά και ευκαιρίες: η δυνατότητα για την οικοδόμηση μιας νέας Νέας Αριστεράς.
Το αν αυτό θα συμβεί εξαρτάται εν μέρει από την αυτοκριτική και την εσωτερική αναζήτηση που θα κάνουν οι προοδευτικοί οι οποίοι συντάχθηκαν με την εκστρατεία Κλίντον. Θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν τον βολικό αλλά ψεύτικο μύθο ότι έχασαν από μια «συμμαχία αξιοθρήνητων» (ρατσιστές, μισογύνηδες, ισλαμοφοβικοί και ομοφοβικοί) με τη βοήθεια του Βλαντίμιρ Πούτιν και του FBI. Θα πρέπει να αναγνωρίσουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης στη θυσία της κοινωνικής προστασίας, της υλικής ευημερίας και της αξιοπρέπειας της εργατικής τάξης στο βωμό επίπλαστων αντιλήψεων περί χειραφέτησης με όρους αξιοκρατίας, διαφορετικότητας και ενδυνάμωσης. Θα χρειαστεί να σκεφτούν σοβαρά πώς μπορούμε να μεταμορφώσουμε την πολιτική οικονομία του καπιταλισμού των παντοδύναμων αγορών, αναδεικνύοντας το σλόγκαν του Σάντερς περί «δημοκρατικού σοσιαλισμού» και τι σημαίνει αυτό στον 21ο αιώνα. Θα χρειαστεί όμως, πάνω από όλα, να απευθυνθούν στη μάζα των ψηφοφόρων του Τραμπ που δεν είναι ούτε ρατσιστές ούτε φανατικοί δεξιοί, αλλά θύματα ενός «στημένου παιχνιδιού» τα οποία πρέπει και μπορούν να στρατολογηθούν στο πρόγραμμα μιας αναζωογονημένης Αριστεράς κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό δεν σημαίνει ότι θα σωπάσουμε για τα σοβαρά προβλήματα του ρατσισμού και του σεξισμού. Σημαίνει όμως ότι πρέπει να αναδείξουμε πως αυτά τα μακροχρόνια ιστορικά φαινόμενα καταπίεσης βρίσκουν νέες μορφές έκφρασης και ανάπτυξης σήμερα, στον καπιταλισμό των παντοδύναμων αγορών. Αντικρούοντας την ψευδή αντίληψη που κυριάρχησε στην προεκλογική εκστρατεία, πρέπει να συνδέσουμε τα δεινά που έχουν υποστεί έγχρωμες γυναίκες και άνδρες με εκείνα που έχουν βιώσει πολλοί από αυτούς που ψήφισαν τον Τραμπ. Με αυτόν τον τρόπο μία αναζωογονημένη Αριστερά θα μπορούσε να θέσει τα θεμέλια για έναν ισχυρό νέο συνασπισμό, έτοιμο να αγωνιστεί για όλους.
* Η Νάνσι Φρέιζερ είναι Βορειοαμερικανή καθηγήτρια φιλοσοφίας και πολιτικής, με πλούσιο θεωρητικό και διδακτικό έργο σχετικά με την έννοια της Δικαιοσύνης, και ιδιαίτερα κριτική προς την εγκατάλειψη των αιτημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης από τα «νέα κοινωνικά κινήματα». Το παρόν άρθρο της πρωτοδημοσιεύθηκε στις αρχές Ιανουαρίου στην έντυπη και ηλεκτρονική επιθεώρηση Dissent (www.dissentmagazine.org). Εδώ παρουσιάζεται σε συντετμημένη μορφή, με μεσότιτλους της Σύνταξης.
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη