Άλλη πόλη αγαπήσαμε κι άλλη μας προέκυψε!
Ο Στέλιος Ελληνιάδης είναι υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Αθήνας.
Νιώθαμε ότι βρισκόμασταν σε μια δυναμική πόλη που κάθε μέρα άλλαζε. Εντυπωσιαζόμασταν από το μέγεθος και την ταχύτητα των αλλαγών, αλλά δεν προλαβαίναμε να συνειδητοποιήσουμε τις μας συνέβαινε. Αυτό που βλέπαμε ήταν ότι χρόνο με το χρόνο πολλαπλασιάζονταν οι πολυκατοικίες και ανέβαιναν οι όροφοι. Πριν καλά καλά το καταλάβουμε, χάναμε όχι μόνο τα οικόπεδα που παίζαμε, αλλά και τον ουρανό από τα μάτια μας. Τα αστέρια έγιναν αόρατα και το χώμα εξαφανίστηκε κάτω από αμέτρητα πλακάκια και τόνους μπετόν αρμέ και ασφάλτου που κάλυπταν κάθε σπιθαμή γης στα οικόπεδα, τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και τις πλατείες. Δεν μπορούσαμε πια να παίξουμε γκαζάκια στο τσιμέντο, ούτε μπάλα γιατί γέμιζαν οι γειτονιές αυτοκίνητα.
Οι κανονικοί δρόμοι που αποκρίνονταν στις ανάγκες των μονοκατοικιών και μας φαίνονταν λεωφόροι, ξαφνικά έγιναν μικροί και στενοί καθώς βρέθηκαν ανάμεσα σε εξαώροφες πολυκατοικίες. Οι αυλές και οι πρασιές των σπιτιών που αποτελούσαν ενδιάμεσους υπαίθριους χώρους μεταξύ σπιτιού και δρόμου και έδιναν ανάσα στις γειτονιές θεωρήθηκαν περιττοί και καταβροχθίστηκαν από τις μπουλντόζες και τις μπετονιέρες. Η καθαρή ατμόσφαιρα μύριζε όλο και πιο πολύ καυσαέριο και οι θόρυβοι έγιναν εκκωφαντικοί όλο το εικοσιτετράωρο. Τα νερά της βροχής κατέβαιναν ορμητικά από τα Τουρκοβούνια καλύπτοντας με λάσπη και απορρίμματα τα πάντα στο πέρασμά τους, μέχρι τις γραμμές του ηλεκτρικού που λειτουργούσαν σαν τεχνητό φράγμα. Δεν υπήρχαν ακάλυπτοι χώροι για να απορροφήσουν το νερό, ούτε επαρκές αποχετευτικό δίκτυο για να το μεταφέρει στη θάλασσα. Η πόλη χτιζόταν χωρίς σχέδιο, χωρίς έλεγχο, χωρίς πρόβλεψη για το μέλλον, χωρίς αναγκαίες υποδομές. Τα υπόγεια διαμερίσματα πλημμύριζαν από τις βουλωμένες αποχετεύσεις που είχαν κατασκευαστεί για πολύ λιγότερους χρήστες. Ο καθένας, οικοδόμος, αγρότης ή μανάβης, γινόταν εργολάβος και έχτιζε, χωρίς γνώση, χωρίς περιορισμούς, χωρίς λεφτά και χωρίς αστική κουλτούρα. Χτιζόταν μια ανοχύρωτη πόλη για εκατομμύρια ανθρώπους με μόνη επιδίωξη το εύκολο κέρδος. Έτσι, συγκεντρώθηκε στην πρωτεύουσα ο μισός πληθυσμός της χώρας. Για να πλουτίσουν οι εργολάβοι και οι προμηθευτές οικοδομικών υλικών, να δημιουργηθεί μια μεσαία τάξη που θα στήριζε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί δια πυρός και σιδήρου και ήταν διεφθαρμένο ως τα μπούνια.
Ο τρόπος ανάπτυξης που επιλέχτηκε και εφαρμόστηκε εξυπηρετούσε μια αρπαχτική μειοψηφία που στηριζόταν στο στρατό, την αστυνομία και την χωροφυλακή και κέρδιζε τις εκλογές βάζοντας ακόμα και τα δέντρα να ψηφίσουν.
Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης, δυτικής ή ανατολικής, δεν εξωθήθηκε ο μισός πληθυσμός να συρρεύσει σε μία και μόνο πόλη. Παντού, σε χώρες με μεγαλύτερες ή μικρότερες καταστροφές από την Ελλάδα εξαιτίας του Παγκοσμίου Πολέμου, εφαρμόστηκαν σχέδια ανασυγκρότησης, ανοικοδόμησης και ανάπτυξης ισόρροπα και σε αρμονία με την κατανομή των πληθυσμών, παρ’ όλο που είχαν γίνει τεράστιες μετοικήσεις από χώρα σε χώρα, αλλά και στο εσωτερικό πολλών χωρών.
Μετά το βιασμό που υπέστη η Αθήνα από τις δυνάμεις Κατοχής, ξεκίνησε, από τη δεκαετία του ‘50, ένας νέος βιασμός ενορχηστρωμένος από τις δυνάμεις που ανέδειξε και τοποθέτησε η αγγλοκρατία και η αμερικανοκρατία, πολύ χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου και με εθνική συνείδηση προβληματική, εξαρτημένη και μεταπρατική.
Είμαστε ακόμα ζωντανοί
και αποφασισμένοι
Ο κοινοβουλευτικός κανιβαλισμός της δεκαετίας του ‘60, με τα τμήματα της άρχουσας τάξης να αλληλοτρώγονται οδήγησε σε παραπέρα μαρασμό τα πολιτικά και κοινωνικά ήθη. Σε αντίθεση με την Αριστερά που καλλιεργούσε την πολιτισμική αναγέννηση της κοινωνίας.
Με τη χούντα η Ελλάδα υποβαθμίστηκε στη χορεία των υπανάπτυκτων κρατών του τρίτου κόσμου, τις μπανανίες. Μόνο η ηρωική αντίσταση της Αριστεράς και μερίδας του πνευματικού κόσμου, διέσωσε την εθνική αξιοπρέπεια από την πλήρη διεθνή απαξίωση.
Η μετατροπή της μικρής μας πόλης σε μία πόλη τέρας, παράδειγμα προς αποφυγήν σε όλη την Ευρώπη, είχε πολλαπλές συνέπειες. Τα περισσότερα χωριά εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους και τα υπόλοιπα διαλύθηκαν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Ο κόσμος που κατέκλυσε την Αθήνα έχασε το αίσθημα της κοινότητας, στερήθηκε το πολιτισμικό του περιβάλλον και προσπάθησε να προσαρμοστεί σε ένα τρόπο ζωής ξένο και αφιλόξενο. Οι κάτοικοι της πόλης έγιναν μειοψηφία μέσα στο πελώριο μεταναστευτικό ρεύμα που σάρωσε τις συνοικίες και έχασαν το δικό τους πολιτισμό, επίσης. Το σπουδαίο πολιτισμικό υπόβαθρο γηγενών και μη, συμπιεσμένο από τα ισχυρά ρεύματα που συγκλίνανε και αποκλίνανε, δημιούργησε νέα πολιτισμικά ρεύματα εξαιρετικού ενδιαφέροντος, αλλά η κοινωνία δεν είχε πλέον σταθερούς αρμούς. Ήταν ευάλωτη. Και σταδιακά μεταβαλλόταν σε κοινωνία που αντικαθιστούσε τις παραδοσιακές αξίες της και τη δική της πολιτισμική παραγωγή με τα ήθη του καταναλωτισμού, του ατομισμού, της μίμησης και της αρπαχτής.
Οι πολιτισμικές εξάρσεις της μεταπολίτευσης δεν σταθεροποιήθηκαν. Οι πολιτισμικές υποδομές της πόλης που είχαν συμπιεσθεί από την αντιπαροχή, αντικαταστάθηκαν από την τηλεόραση και η λαϊκή αισθητική, ένα αμάλγαμα λαϊκής αστικής και αγροτικής κουλτούρας, ισοπεδώθηκαν από το λάιφσταϊλ.
Μέσα σε λίγες δεκαετίες η ανοιχτόκαρδη και φιλόξενη πόλη είχε μεταβληθεί σε μία πελώρια και άμορφη “κυψέλη” που δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε το ίδιο της το βάρος. Ένα βάρος που καταπλάκωσε τους κατοίκους της και τους έκανε ευάλωτους στα θέλγητρα της κατανάλωσης και της αδιαφορίας. Ξένους μεταξύ τους, ξένους στην ίδια τους την πόλη.
Η κυρίαρχη πολιτική και οικονομική κάστα, αφού ξεζούμισε την Αθήνα, χτίζοντας και το τελευταίο τετραγωνικό της μέτρο χωρίς επαρκείς υποδομές και ανάσες, την εγκατέλειψε για τα βόρεια προάστια, για νέες οικοδομές, νέα πλούτη. Εν συνεχεία, την περικύκλωσε με τα εμπορικά κέντρα, παίρνοντας όλη την πελατεία από τα εμπορικά της καταστήματα και την άφησε να υποβαθμιστεί και να σαπίσει.
Αλλά εμείς είμαστε ακόμα ζωντανοί και η πόλη δεν έχει πει τον τελευταίο της λόγο.
Θα διώξουμε τους μνημονιακούς, κυβερνητικούς και δημοτικούς, και θα την αναγεννήσουμε, όσο φιλόδοξο κι ανέφικτο κι αν φαίνεται αυτό. Γιατί το βάρος πάνω μας μεγάλωσε, αλλά η αγάπη μας για την Αθήνα δεν έσβησε.