Του Στράτου Γεωργούλα. Σε είδα έξω από το κτίριο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης να φωνάζεις.
Ακολούθησες την πορεία και το βράδυ έσπευσες να είσαι από τους πρώτους που θα πιάσουν θέση για να ακούσεις κλασική μουσική. Και μου φάνηκες τόσο γελοίος. Κάποιοι θα πουν ότι μύρισες αλλαγή και ήρθες να βουτήξεις τα λιγδιασμένα χέρια σου στο μέλι, τη στιγμή της παραγωγής. Αλλά δεν είναι αυτό, ή μόνο αυτό. Για πρώτη βλέπεις καθαρά και αυτό που βλέπεις σε φοβίζει. Βλέπεις το θάνατό σου και τώρα αυτός εμφανίζεται περισσότερο εκφοβιστικός γιατί βλέπεις πόσο λίγο έχεις ζήσει. Πόσο σε λυπάμαι.
Πάντα μιλούσες για τη μέση λύση, για τη μεγάλη σιωπηλή πλειοψηφία που δεν θέλει τα άκρα. Την ίδια ώρα που δίωκες και κτυπούσες με κάθε πρόσφορο μέσο τους συναδέλφους σου στη δουλειά που τόλμησαν να ψελλίσουν τα όνειρα τους για την κοινωνική αλλαγή, εσύ έβγαζες σε κοινή θέα την ταυτότητά σου από το Ρήγα Φεραίο, την ΚΝΕ ή μια φωτογραφία από τη Β’ Πανελλαδική για να ζητήσεις τη νομιμοποίηση, την αριστερή επίφαση. Και όλο αυτό τον καιρό πληρωνόσουν -από κάθε πηγή εύκαιρη- για να παίξεις το ρολάκι σου, για να πείσεις ή να εκβιάσεις να σε ακολουθήσουν και άλλοι στην ανυποχώρητη επιμονή σου στην έλλειψη νοήματος, στην πνευματική κενότητα.
Εσύ ήσουν που μιλούσες για μια νέα εποχή, για τη σημασία της πληροφορίας, για την καινοτομία, εσύ ήσουν που δεν άντεχες την αισθητική της βίας, που έδινες σημασία στους τρόπους και στη γλώσσα. Δεν καταλάβαινες καν ότι αυτές σου οι προσταγές, ταυτόχρονα, σε έκαναν λιγότερο άνθρωπο, χωρίς νόημα, χωρίς μέλλον, χωρίς ηθικό προσανατολισμό για τη βία, έναν άνθρωπο της πλήξης. Η ζωή σου φαινόταν καλή με τις τριπλοθεσίες και τις προσκλήσεις για δείπνα εργασίας με τα αφεντικά σου, τα οποία σου φαίνονταν τότε τόσο οικεία.
Εσύ, ταλιμπάν του μεταμοντέρνου, που ήθελες τα πράγματα να είναι μόνο ο καθρέφτης του εαυτού τους.
Στραβομουτσούνιαζες όταν άκουγες πολιτικά τραγούδια, πολιτικά συνθήματα, τις έννοιες προλεταριάτο, καπιταλισμός και επανάσταση. Ξεπερασμένα απολιθώματα τα αποκαλούσες, μνήμες του χθες σε μια κοινωνία που οφείλει να βλέπει το αύριο. Και το αύριο ήρθε. Στην αρχή δεν το κατάλαβες. Πήρες τη θέση που σου είχε προκαθοριστεί και ήσουν αυτός που στήριξε την εφαρμογή των αυταρχικών πολιτικών στο χώρο σου. Σιγά-σιγά όμως ένιωθες τον κίνδυνο να σε πλησιάζει. Τότε ήταν που ψέλλισες «συμφωνώ αλλά θα έπρεπε να βρεθεί άλλος τρόπος». Αυτός ήσουν μέχρι εκεί μπορούσε να σκεφτεί το βαρετό μυαλό σου.
Ξαφνικά όμως όλα άλλαξαν. Τα αφεντικά σου, που μέχρι χθες νόμιζες φίλους σου, αποφάσισαν να σε ξεφτιλίσουν για να νομιμοποιήσουν τη σφαγή. Κατάλογοι ονομάτων συνεργατών του «μαζί τα φάγαμε» και αιτήματα να επιληφθεί η Δικαιοσύνη. Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή σου, ο στενός εγκέφαλός σου μπόρεσε να χωρέσει όλη την εικόνα. Ο κόσμος σου άλλαξε. Ή μήπως ποτέ δεν ήταν αυτός που πίστευες; Και οι επιλογές σου απομακρύνθηκαν από το στυλ και το περιτύλιγμα και έγιναν ουσιαστικές. Θα πας με αυτούς που πριν, εμφατικά, έβγαζες έξω από το «συνταγματικό τόξο» το μύθευμα που είχες πιστέψει βλέποντας τα δελτία των οκτώ; Η ντροπή, όταν έμαθες ότι, ο πατέρας σου ήταν χαφιές της χούντας και ο παππούς σου γερμανοτσολιάς επί του παρόντος δεν σε αφήνει. Και τότε το αποφάσισες να έρθεις, στην αρχή δειλά, εκεί στη γωνία, αμίλητος και μετά με το παγωμένο χαμόγελο να ξεκινάς συζήτηση για τον καιρό. Και το βλέμμα σου να αποκαλύπτει τη ζήλεια σου για μας, «τα απολιθώματα που δεν βαριούνται να κατεβαίνουν σε πορείες, σάμπως και θα αλλάξει τίποτα». Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ανακαλύπτεις ότι ήσουν ο άνθρωπος-πρότυπο στην εποχή της πλήξης. Με απώλεια του προσανατολισμού, όταν εμείς παρά τους κινδύνους και τα παθήματα μας, ουδέποτε τον χάσαμε. Ένας άνθρωπος που έχασε την ίδια τη σχέση του με τον κόσμο, όταν εμείς πάντοτε ξέραμε που είμαστε. Ένας άνθρωπος νωθρός, χωρίς ταυτότητα, που εκεί που εμείς βλέπουμε νόημα και επαναπροσδιορισμό, εσύ έβλεπες πληροφορία και προσαρμογή. Ένας άνθρωπος που όταν εμείς ζητούσαμε ενεργητική συγκρότηση του κόσμου και αυτοπραγμάτωση, εσύ δρούσες ανοίγοντας το δρόμο για έννοιες και πολιτικές που άλλοι είχαν φτιάξει για σένα χωρίς εσένα. Όταν εμείς μιλούσαμε για βία ταξική, εργαλείο της καπιταλιστικής εξουσίας, εσύ έβλεπες συνωστισμό, όταν εμείς παλεύαμε για το διαφορετικό εσύ σφύριζες μη διαφορετικά – αδιάφορα, όταν εμείς νοιαζόμαστε για τον άλλο, για αυτόν που χάνει τη ζωή του, τη δουλειά του, τα όνειρα του, εσύ νοιαζόσουν για την τσέπη σου.
Εκείνος ο κατάλογος όμως με τα υπερβολικά ποσά σε πείραξε, σου έδειξε ότι –γι’ αυτούς- είσαι ασήμαντος. Ξέρεις πολύ καλά ότι αύριο έρχεται η σειρά σου. Και αυτή η ανακάλυψη, φτάνει μέχρι τα κατάβαθα του εαυτού σου. Βλέπεις ότι είχες στυλ, αλλά δεν είχες νόημα. Τότε καταλαβαίνεις ότι ήσουν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που δεν υπάρχει. Ο «μέσος όρος», η «κοινή γνώμη», ο «άνθρωπος της εποχής σου», ένας άνθρωπος της εποχής της πλήξης. Η εποχή σου τελείωσε και μαζί με αυτή και εσύ.
Εμείς συνεχίζουμε, άλλοι με στίγμα, άλλοι φτωχοί, άλλοι χωρίς δουλειά, άλλοι μετανάστες. Εσύ όμως πέθανες.
* Ο Στράτος Γεωργούλας είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου