Η απαίτηση για ένα νέο πολιτικό σύστημα και η σχοινοβασία της Αριστεράς. Του Γιάννη Τσούτσια
Μετά την ψήφιση των μέτρων, το νερό μπήκε στ’ αυλάκι. Ανοίγει ένας νέος πολιτικός κύκλος που ολοένα θα αποκαλύπτεται, όσο τα σχέδια διαχείρισής του θα παίρνουν σταδιακά σάρκα και οστά. Η συγκυβέρνηση κέρδισε χρόνο, τουλάχιστον μέχρις ότου η κοινωνία βιώσει όσα αποφασίστηκαν. Απέκτησε, προσωρινά, την πρωτοβουλία των κινήσεων, την οποία και αγωνιά να αξιοποιήσει. Αυτό, βεβαίως, συνεπάγεται έναν νέο εγκλωβισμό για τη χώρα, σε παιχνίδια εξουσίας. Για τα πιο σοβαρά ζητήματα, όπως π.χ. αυτά που σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εκρήξεις στην αυλή μας, ούτε λόγος δεν θ’ ακουστεί. Απροετοίμαστοι θα παραμείνουμε. Ίσως γιατί, αναπόφευκτα, στην παρούσα φάση, στο επίκεντρο όλων των προβλημάτων παραμένει η ανασύνταξη του πολιτικού συστήματος, ζήτημα άμεσης προτεραιότητας και εκκωφαντικά άλυτο, που έρχεται και πάλι δυναμικά στην επικαιρότητα.
Οι στοχεύσεις του συστημισμού
Η νέα πολιτική ατζέντα είναι διαθέσιμη και έτοιμη να σερβιριστεί: Αλλαγές στον εκλογικό νόμο, κινητικότητα των δελφίνων, κάποιο νέο κόμμα σε μια προσπάθεια επικύρωσης της ευθυγράμμισης του φιλελεύθερου χώρου με τη μνημονιακή προοπτική. Το σχέδιο επιβίωσης των προθύμων είναι σε πλήρη εξέλιξη, έτοιμο προς εφαρμογή. Κυρίως περιλαμβάνει τις αναδιατάξεις και τις ειδικότερες προσδέσεις του πολιτικού προσωπικού με τους ξένους, που αυτή την περίοδο αλωνίζουν στη χώρα, στο φόντο της δικής τους σύγκρουσης. Περιλαμβάνει, επίσης, ως ειδικότερη όμως πτυχή και την ανακοπή του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν εξαντλείται εκεί. Οι στοχεύσεις του συστημισμού ενσωματώνουν κάθε ενδεχόμενο, προσβλέποντας σε μονιμότερους, μακρόχρονους όρους σταθεροποίησης μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του, τα κατάφερε καλά ώς εδώ. Εξακολουθεί να εισπράττει από την κυβερνητική φθορά, έστω και δυσκολότερα, ασκώντας σταθερά δριμεία αντιπολίτευση, καθηλωμένη πάντως στο εύκολο επίπεδο της καταγγελίας. Αντιπαρέρχεται και τους αγριεμένους κάβους της συγκυρίας, που απειλούν με αυθόρμητα ξεσπάσματα, ικανά να διαταράξουν την πορεία του. Όμως τα σύννεφα πυκνώνουν, ολοένα και μεγαλύτερες οι δυσκολίες. Κύριες πλευρές των σχεδιασμών του ΣΥΡΙΖΑ πλέον δοκιμάζονται, ενώ στοιχεία της φυσιογνωμίας του εμφανίζονται σε δυσαρμονία, ενίοτε παροξυνόμενη μάλιστα, με τις διαθέσεις του λαϊκού κινήματος. (Αυτό το τελευταίο είναι που πονάει και δυσκολεύει περισσότερο από καθετί άλλο τα πράγματα). Γιατί την ώρα που η καταγγελτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ περισσεύει, η δυναμική των πραγμάτων έχει περάσει στα ζητήματα προοπτικής. Υπό αυτό το πρίσμα, και ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του αλλάζει, προσαρμόζεται. Το ζήτημα των συνακόλουθων συμβιβασμών -στρατηγικά κρινόμενο και όχι ως απαίτηση επιδερμικής εκρηκτικότητας- παραμένει ανοιχτό, ρευστό και παιζόμενο. Και η υπόθεση του ώριμου φρούτου χλομιάζει, έχει ήδη ανασκευαστεί. Ο εκλογικός περίπατος μετατρέπεται σε πορεία δύσβατη, που πρέπει να φωτιστεί και να χαραχτεί. Η αυτοκεντρική, μονοκομματική βεβαιότητα μοιάζει τώρα πιο αδύναμη. Γι’ αυτό και η λεκτική της προσαρμογή σε «κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», μένει να αποσαφηνιστεί, να αποκτήσει νόημα και περιεχόμενο.
Σε φάση καθολικής αναμόρφωσης
Αλλά ο μεγάλος κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑ και συνολικά για την Αριστερά είναι άλλος: Στο βαθμό που αφήνεται η πρωτοβουλία της αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού σε άλλους, ενδεχομένως η ίδια να εξαναγκαστεί σε μια στάση ακολουθητισμού. Ή και να στιγματιστεί ως τμήμα του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος. Χρειάστηκαν δυόμισι χρόνια για να μιλήσει η Αριστερά για το πολιτικό σύστημα, να βγάλει από το στόχαστρό της τον δικομματισμό. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος για να κατανοηθεί ότι το πολιτικό σύστημα διαφέρει από την αρχιτεκτονική των πολιτικών δυνάμεων, ότι είναι κάτι περισσότερο και πιο ουσιαστικό, που συγκροτεί καταστατικά, διά της πολιτικής, τις σχέσεις εκπροσώπησης και αντιπροσώπευσης, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Ότι η πολιτική δεν αφορά μόνο διεκδικήσεις, ρήξεις και συσχετισμούς, αλλά καθορίζει βαθύτερα την πολιτειακή συγκρότηση, τον τρόπο διεξαγωγής της διαμεσολάβησης.
Σε μια τέτοια φάση καθολικής αναμόρφωσης βρισκόμαστε τώρα. Το μεταπολιτευτικό συμβόλαιο έχει οριστικά λήξει. Η αντιμνημονιακή λαϊκή πλειοψηφία έχει πυροδοτήσει μια κορυφαία, ιστορικού τύπου απαίτηση στροφής, ν’ αλλάξουν όλα. Απαίτηση που δεν αντιστοιχείται πολιτικά, την οποία οφείλει να αναγνωρίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι στην οποία οι πάντες, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, υπολείπονται δραματικά. Αυτή η αναντιστοιχία είναι αδύνατον να αναιρεθεί υπό μονοκομματική εκδοχή ή υπό την Αριστερά και μόνον. Θα έχουμε πράγματι ένα ριζικά νέο πολιτικό σύστημα ή θα επιτραπεί στο συστημισμό να επιδιορθώσει το παλιό, κερδίζοντας χρόνο και δυνατότητες;
Το αντιμνημονιακό τόξο μπορεί να ωθήσει τα πράγματα. Διαθέτει εκρηκτική δυναμική, ικανή να συγκροτήσει, είτε αντικρουόμενες και αποκλίνουσες απαντήσεις, σχέδια και πρακτικές, είτε μεγάλες συγκλίσεις. Αυτό το στοίχημα της μεγάλης σύγκλισης είναι που σήμερα παίζεται και απευθύνεται πρωτίστως στην Αριστερά.
Η εξέλιξή του θα κριθεί σε πολιτικά αντικρουόμενα σενάρια. Αν θα κυριαρχήσει η αριστερή εκδοχή, αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να ανταποκριθεί στην απαίτηση για τη συγκρότηση ενός ρεύματος αριστερής διεξόδου. Ενός σχεδίου που θα αποτελέσει, σήμερα κι όχι αύριο, επίδικο της επικαιρότητας που τελευταία διαμορφώνεται ερήμην του. Σε τελευταία ανάλυση το ζήτημα είναι ταυτοτικό: Αφορά μια Αριστερά που μπορεί και θέλει να μετασχηματίζεται και η ίδια, δρώντας σε συνάρτηση με τα ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα που προάγουν την ιστορία.