Είναι πολλά ή λίγα τα 80 χρόνια από το «Όχι»; Οι παππούδες μας δε ζουν πια για να μας πουν ιστορίες από το Μέτωπο κι αυτό επιτρέπει στους πανηγυρικούς της ημέρας να γίνονται διαρκώς πιο ψεύτικοι, άδειοι από νόημα και γεμάτοι επιδιώξεις. Έτσι το «Όχι» γίνεται ολοένα και πιο «πολιτικό», αν όχι πολιτικάντικο. Το κλέβουν από την ιστορία του, το τραυματίζουν, ώστε ξεφτισμένο πια να ενταχθεί σε όλων των ειδών τα πλάνα. Άλλοτε φουλ «ηρωικό» για να υποδειχτεί υπογείως και τεχνηέντως ότι «έχουν αλλάξει βέβαια οι εποχές». Κι άλλοτε πεζό και κακομοίρικο, σαν να ανήκει μονάχα στην ιστοριογραφία. Κι από κοντά και κατά περίσταση, μία η ανάγκη «να καταπολεμηθεί ο νέος φασισμός, ο εθνολαϊκισμός», μία η τόνωση ενός «πατριωτισμού» και μιας «εθνικής ενότητας» ραγιάδικων κι έτοιμων να προσυπογράψουν παραχωρήσεις. Κάποτε ήταν το φρόνημα, σήμερα το «φρόνιμα». Κανείς βέβαια δεν ξέρει επακριβώς πως όλα αυτά λειτουργούν. Τι σκέφτονται οι μαθητές στις σχολικές γιορτές, τι τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων που περιπολούν τους τελευταίους μήνες στο Αιγαίο. Τι «όλοι εμείς» –όλο και περισσότερο άτομα– που συνηθίζουμε να ακούμε κάθε μέρα για το «ένα ακόμα μίλι κοντύτερα» στο Καστελλόριζο.

Κυρίως κλέβουν το «Όχι» από αυτόν που το είπε και το υποστήριξε με το αίμα του. Γράφει ο Σεφέρης στο ημερολόγιο του: «Ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε – μόνος του. Οι έξι μήνες του πολέμου ήταν δυο πράγματα ξεχωριστά. Από το ένα μέρος ένα άνθισμα, μια ανώνυμη ανάσταση και από το άλλο μέρος ο καρκίνος της “Μπρετάνιας”» (εννοεί το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», όπου συγκεντρώνονταν οι κυβερνητικοί και οι διπλωμάτες). Βαριές κουβέντες ο ποιητής. Από τη μία το «άνθισμα», ανώνυμο, κι από την άλλη ένας «καρκίνος» με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση. Και αυτό το «μόνος του» που κατάφερε να σταθεί απέναντι σε «υπέρτερες δυνάμεις» πώς μπορούμε σήμερα να το λογαριάσουμε και να το φανταστούμε; Είμαστε ο ίδιος λαός; Είμαστε όντως απόγονοι ηρώων; Η τελευταία δεκαετία σίγουρα θα μνημονεύεται από τους ιστορικούς του μέλλοντος: «Οι άνθρωποι στην Ελλάδα φτώχυναν τότε απότομα ενώ διάφοροι μηχανισμοί –ΔΝΤ, Ε.Ε. κ.ά.– επέβαλλαν την πολιτική τους. Λιτότητα, ανεργία και ένα νέο καθεστώς επιτροπείας τέτοιο που αρκετοί το παρομοίαζαν με “κατοχή” και “χούντα”». Και θα συνεχίζουν: «Όμως ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε. Η Πλατεία Συντάγματος ήταν γεμάτη για πολλές εβδομάδες». Δεν είμαστε μόνο «καλομαθημένοι», «καταναλωτές», «αλλοτριωμένοι πολίτες» κ.ο.κ. Είμαστε πολύ από όλα αυτά αλλά αυτή είναι μονάχα η μία όψη.

Τα «Όχι» των λαών δεν υπόκεινται σε μικροϋπολογισμούς και μεζούρες. Γι’ αυτό είναι σπάνια. Η τάξη τους είναι αυτή της ελευθερίας, της αντίστασης, της υπέρβασης και όλα αυτά μέσα σε ένα απίστευτα ορμητικό «παρών». Είναι αρνήσεις σε τελεσίγραφα και όχι συνυποσχετικά σε δικαστήρια. Το πρώτο –και αν γινόταν παρέλαση– θα το ακούγαμε για χιλιοστή φορά από τον παρουσιαστή της τηλεόρασης. Το δεύτερο το απαγορεύει η ιστορική και οργανική προθυμία του πολιτικού μας κόσμου για «συνεννοήσεις» με τους Μεγάλους, δηλαδή εκδουλεύσεις. Το δικό μας «Όχι» εκδηλώθηκε σαν αδιαπραγμάτευτο, λες και ένα «Ναι» θα καταργούσε μεμιάς κάτι πολύ σπουδαίο. Τι είναι το σπουδαίο σήμερα, 80 χρόνια μετά; Ας μην αθροίσουμε κι εμείς κι άλλα κλισέ στην απάντηση. Ας πάμε με περισυλλογή, πιο ταπεινά και με ό,τι μπορεί η στάση μας να υποστηρίζει και να τολμά. Είναι μακριά λοιπόν το Καστελλόριζο; Πρέπει να φοβόμαστε τους Τούρκους; Μπορεί η τύχη της χώρας μας να αφεθεί στα χέρια του πολιτικού κόσμου; Θέλουμε να ζήσουμε σε μια κουτσουρεμένη εκδοχή Ελλάδας; Είμαστε όντως τόσο μόνοι με μόνη μας ελπίδα τους «συμμάχους» μας; Με τέτοια ερωτήματα γιορτάζουμε τα 80 μας χρόνια. Δεν είναι ο χρυσαυγίτικος φασισμός που μας απειλεί αλλά μια νέου τύπου φασιστική δύναμη στα σύνορά μας. Κατά μία έννοια, βρισκόμαστε ήδη μέσα σε μια πολεμική αναμέτρηση.


Από το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη

Σάββατο 14 Δεκέμβρη 1940
Ρωτούν έναν πατέρα τεσσάρων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε, γιατί πήρε τέτοια απόφαση: «Ντράπηκα τους συγχωριανούς μου» αποκρίθηκε, «για το κρίμα που θα ‘πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό».
Αίσθημα ευθύνης, που είχαμε ξεσυνηθίσει να βλέπουμε στους λαούς. Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα, που κανείς πριν δεν το υποψιαζότανε. Ένα πράγμα που ξεμυτίζει και φυτρώνει σαν το φρέσκο χορτάρι. Πιο πάνω, ο κόσμος ο δικός μας δεν έχει αλλάξει: παλιές συνήθειες, παλιοί τρόποι, οι ανταποκρίσεις από το μέτωπο θυμίζουν ανταποκρίσεις των πολέμων του ’12. Ένας κόσμος χαλασμένος.

Τρίτη, 6 Μάη 1941
Αλλά δεν ήθελαν να κρατήσουν την Κρήτη, δεν ήθελαν τα νησιά, δεν ήθελαν τίποτα. Τ’ άκουσμα μονάχα του Γερμανού τους νέκρωνε τα νεύρα και οι περισσότεροι που ήρθαν μαζί μας δε γύρευαν τίποτα άλλο παρά να πετύχουν μιαν ήσυχη γωνιά στο εξωτερικό για να περάσουν τις μέρες του πολέμου.
Είναι παράξενο και υπέρογκο να το συλλογίζεται κανείς: ο λαός έκανε μόνος του αυτό που έκανε – μόνος του. Οι έξι μήνες του πολέμου ήταν δυο πράγματα ξεχωριστά. Από το ένα μέρος ένα άνθισμα, μια ανώνυμη ανάσταση και από το άλλο μέρος ο καρκίνος της «Μπρετάνιας» με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τις απελπιστικές χειρονομίες. Από το τελευταίο δεν έχουμε ακόμη καθαριστεί και δε θα καθαριστούμε παρά μόνο όταν τελειώσει ο πόλεμος, όταν νικήσουμε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!