Καλά κρατεί η πολιτική κρίση σε χώρες-κλειδιά της Ευρώπης. Το έναυσμα της κλιμάκωσης δόθηκε από τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Μπόρις Τζόνσον στη Βρετανία, και την επακόλουθη κωμικοτραγική καμπάνια για την ανάδειξη διαδόχου μεταξύ, τελικά, της ανεκδιήγητης Λιζ Τρας και του «Βρούτου» Ρίσι Σούνακ (το αποτέλεσμα θα βγει στις αρχές Σεπτεμβρίου). Κι έπειτα, περνώντας από τις διαρκώς αποσταθεροποιητικές καταστάσεις που αντιμετωπίζουν ο Μακρόν κ.ά., κορυφώθηκε με την παραίτηση του «σωτήρα» Ντράγκι στην Ιταλία και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών για τις 25 Σεπτεμβρίου*. Όχι πια με πρωτοβουλία των (εκ νέου «ανεύθυνων λαϊκιστών») Πέντε Αστέρων, αλλά της συμμαχίας της Δεξιάς. Η οποία πρωτοτυπεί: δύο κόμματά της συμμετείχαν στη συγκυβέρνηση Ντράγκι, ενώ το τρίτο –της Μελόνι– ήταν μέχρι τώρα η μοναδική «αντιπολίτευση».
Η τρικομματική λοιπόν συμμαχία της ιταλικής Δεξιάς ευελπιστεί ότι θα αποσπάσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση [βλ. πίνακα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις]. Σιγά-σιγά μάθαμε και τις πικάντικες λεπτομέρειες για το πώς το τρίο αποφάσισε να τραβήξει το χαλί κάτω από τον Ντράγκι (μυστικό δείπνο Σαλβίνι-Μπερλουσκόνι, με την Μελόνι σε ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή – δεν μας είπαν όμως ποιος ήταν ο υποβολέας…). Μάθαμε και τη συμφωνία για το ποιος θα γίνει πρωθυπουργός: ο πρώτος σε ψήφους. Δηλαδή, με τα ως τώρα δεδομένα, η Μελόνι. Έτσι διαμορφώθηκε από όλο μαζί το πολιτικό σύστημα το «καλύτερο δυνατό» σκηνικό για το επόμενο δίμηνο: η μεν ποικιλοτρόπως αμαρτωλή Δεξιά ράβει κυβερνητικά κοστούμια, η δε εξίσου αμαρτωλή Κεντροαριστερά ξεσκονίζει τα λάβαρα του… αντιφασιστικού αγώνα.
Η πονηρή αλεπού και ο αδύναμος κρίκος
Όμως το αφήγημα μέρα με τη μέρα εμπλουτίζεται. Έτσι μαθαίνουμε ότι, εκτός της Μελόνι, την Ιταλική Δημοκρατία απειλεί ένας ακόμη τεράστιος κίνδυνος: ο Πούτιν. Αυτός, λέει, έδωσε οδηγίες στον Σαλβίνι να ρίξει την «οικουμενική κυβέρνηση». Κάτι τέτοια διαβάζει ο Ντράγκι στα «έγκυρα» ιταλικά ΜΜΕ –που δεν έχουν πάψει να θρηνούν την αποχώρησή του– και διασκεδάζει, αφού γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους ότι αποσύρθηκε επειδή δεν είχε σκοπό να θυσιαστεί για το «κοινό καλό» (των ελίτ). Διότι βλέπει πολύ πιο μακριά από το κοντόφθαλμο τρίο της Δεξιάς: κατανοεί ότι ο πόλεμος ανατρέπει όλες τις προηγούμενες διευθετήσεις, και νιώθει ότι, αντί για γενναιόδωρο πακέτο ενίσχυσης, η ευρωκρατία μάλλον ετοιμάζει μνημονιακού τύπου ζουρλομανδύα για την Ιταλία. Και ότι έρχονται, άρα, μεγαλύτερα κύματα κοινωνικής αναταραχής. Θα αφήσει λοιπόν άλλους να λουστούν τις συνέπειες, ώστε πιθανά να επανακάμψει ως «σωτήρας»…
Όμως το πρόβλημα με την Ιταλία είναι ότι δεν πρόκειται για Ελλάδα ή Ιρλανδία. Αποτελεί σημαντικό κρίκο της ευρωπαϊκής αλυσίδας. Όταν ένας τέτοιος κρίκος αποσταθεροποιείται, οι τριγμοί είναι πολύ σοβαρότεροι από αυτούς που θα προκαλούσαν ανάλογες εξελίξεις σε αδύναμες ή μικρομεσαίες χώρες. Αυτό συμβαίνει τώρα. Καταρχήν δημιουργείται μεγάλο πολιτικό κενό, εντείνοντας τις δυσκολίες διαχείρισης της λαϊκής δυσαρέσκειας από ένα φτωχό, ολίγιστο πολιτικό προσωπικό, που δεν έχει σχέδιο – απλά ψάχνεται να βρει ποιος του προσφέρει περισσότερα. Έπειτα, στον ίδιο τον πυρήνα του ιταλικού κατεστημένου αναδύονται αντιθέσεις. Ο πόλεμος και οι συνέπειές του αποδομούν τον ενιαίο προσανατολισμό των ελίτ. Αντιμαχόμενες πτέρυγες διαφωνούν για το σε ποια μεγάλη δύναμη πρέπει να προσκολληθεί η Ιταλία (ενδεικτικές είναι από αυτήν την άποψη οι παλινωδίες όσον αφορά τη Βόρεια Αφρική, και ιδίως τη Λιβύη, στην οποία η ιταλική ελίτ θεωρεί ότι έχει «ιστορικά» δικαιώματα).
Παραμύθι χωρίς δράκο και προετοιμασίες των ελίτ
Σε αυτές τις συνθήκες, ίσως να ήταν προσωρινά καλοδεχούμενη μια κυβέρνηση χρήσιμων ηλίθιων – και, στις δεδομένες συνθήκες, η δεξιά τριπλέτα διεκδικεί αυτόν τον ρόλο με αξιώσεις. Τέτοιας κοπής κυβερνώντες θα υλοποιήσουν τις οδηγίες της ευρωκρατίας (διότι πολλά θα εξαρτηθούν από το τι θα γίνει σε επίπεδο Ε.Ε.), «εκσυγχρονίζοντας» κι άλλο τη ζαλισμένη και απηυδισμένη ιταλική κοινωνία, και θα προσπαθήσουν ταυτόχρονα να υπηρετήσουν τις υπερατλαντικές πολεμικές απαιτήσεις. Λειτουργώντας, εν τέλει, και ως σάκος του μποξ απέναντι σε λαϊκά ξεσπάσματα. Ώσπου κάποιος οποιοσδήποτε Μάριο [βλ. φωτολεζάντα] να επιστρέψει ως από μηχανής Θεός, σώζοντάς μας επί τη ευκαιρία κι από τον… φασισμό – είτε της Μελόνι, είτε του Πούτιν, είτε και των δύο. Εδώ βέβαια ταιριάζει καλά η έκφραση «καλό το παραμύθι σας, αλλά δεν είχε δράκο».
Πέρα από τα αστεία, γεγονός είναι ότι από τη μια αδυνατίζει ο ιταλικός κρίκος, κι από την άλλη οι ιθύνουσες τάξεις της Ευρώπης διαισθάνονται –σε αντίθεση με την πλειοψηφικά εξωνημένη αριστερά, που ζει αλλού– ότι έρχονται ακόμη μεγαλύτερες τρικυμίες. Και επιχειρούν να προετοιμαστούν, τρομοκρατώντας προληπτικά σε ιδεολογικό επίπεδο, και κυριολεκτικά απέναντι σε όποια τμήματα της κοινωνίας έχουν ήδη μπει σε κίνηση. Στόχος τους είναι ο αποπροσανατολισμός, το ξεδόντιασμα, και τελικά η συντριβή των διαμαρτυριών και των αντιστάσεων. Για να κάνουν τι; Να μπορούν, ανενόχλητες από τον εχθρό λαό, να αλληλομαχαιρώνονται και να καταστρέφουν μια ολόκληρη ήπειρο (τις υπόλοιπες ηπείρους τις «φροντίζουν» άλλοι…). Xρειάζεται να κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό ώστε να μην βιώσουμε τέτοια εξέλιξη.
Super–Mario εις διπλούν;
Αξίζει ίσως να θυμόμαστε ότι Μάριο είναι το μικρό όνομα όχι μόνο του Ντράγκι, αλλά και του Μόντι. Που κι αυτός είναι «τεχνοκράτης», κι έχει ήδη «σώσει» την Ιταλία ως πρωθυπουργός το 2011-13 (ξεπατώνοντάς την στις «μεταρρυθμίσεις»). Τελευταία το όνομά του έχει ξαναρχίσει να ακούγεται… Είναι χαρακτηριστικό της εμπιστοσύνης των ελίτ στο πρόσωπό του ότι τον βρίσκεις παντού: ισόβιος γερουσιαστής, εξέχον στέλεχος στη Λέσχη Μπίλντερμπεργκ και στο Ατλαντικό Συμβούλιο, σύμβουλος της Goldman Sachs, της Moody’s κ.ά. ευαγών ιδρυμάτων, συνιδρυτής της Ομάδας Σπινέλι, επίτιμος πρόεδρος της Τριμερούς Επιτροπής (Βόρεια Αμερική-Δυτική Ευρώπη-Ιαπωνία) κ.ο.κ. Το βασικό του μειονέκτημα είναι πλέον η ηλικία του (σχεδόν 80 ο Μόντι, «μόλις» 75 ο Ντράγκι). Σε κάθε περίπτωση, η ευρωκρατία και η ιταλική ελίτ δεν κινδυνεύουν άμεσα να ξεμείνουν από ρεζέρβες…