Της Mίτου Σενγκούπτα*

Η μετατροπή των κερδισμένων με σκληρούς αγώνες σεξουαλικών δικαιωμάτων και της ισότητας των φύλων σε χαρακτηριστικά γνωρίσματα εθνικής τιμής και αυτάρεσκης εθνικής υπερηφάνειας, δεν είναι μόνο λυπηρό φαινόμενο, αλλά και επικίνδυνο.

«Γιατί το Άμπου Ντάμπι είναι τόσο αναπτυγμένο οικονομικά, αλλά τόσο καθυστερημένο όσον αφορά το σεξ;» Αν και ειπωμένο με τον αμίμητο τρόπο της Σαμάνθα Τζόουνς, αυτό είναι το αμφίβολο ηθικό μήνυμα της ταινίας Sex and the City 2. Η ταινία έλαβε αρνητικές κριτικές για το εξωφρενικό της στόρι, τον χοντροκομμένο υλισμό της, το ρηχό φεμινισμό και τον αυταπόδεικτο οριενταλισμό της. Όμως, υπάρχει μια πτυχή που διέφυγε από πολλούς κριτικούς: το ανησυχητικό με το Sex and the City 2 δεν είναι ο οριενταλισμός αλλά το πόσο εύκολα, αυτή η εύπεπτη και φαινομενικά αθώα ταινία, καταλήγει να δίνει μια επιθετική μάχη παγκόσμιας ανωτερότητας πάνω στα σώματα γυναικών και γκέι αντρών. Η ταινία και η ομώνυμη σειρά έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: η καθεμία μιλά για μια μοναδικά αμερικανική στιγμή. Εάν η σειρά εξέφραζε την αυτοπεποίθηση της δεκαετίας του 1990, η ταινία ταυτίζεται με την όψη της μετά την οικονομική κατάρρευση της Αμερικής – μιας χώρας που αγωνίζεται να αντιμετωπίσει την απώλεια της, πάλαι ποτέ, αδιαμφισβήτητης θέσης ως οικονομικής και πολιτισμικής υπερδύναμης.
Η σειρά, στον πυρήνα της, ήταν μια δοξολογία της αμερικανικής ισχύος και του ατομιστικού ιδανικού, παρά το ότι η διάσταση της «γυναικείας δύναμης» εκλαμβανόταν λανθασμένα ως φεμινισμός. Οι τέσσερις κύριοι χαρακτήρες ήταν ανεξάρτητες γυναίκες που μπορούσαν να κάνουν ό,τι τους περνούσε από το μυαλό, που ήθελαν τους άντρες, αλλά δεν έμοιαζαν να τους χρειάζονται. Ήταν, επίσης, ένας φόρος τιμής προς τη μοντέρνα, πλούσια αμερικανική μητρόπολη, ως τόπο οικονομικού δυναμισμού και ανακάλυψης του εαυτού, όπου μπορούσε κανείς να υπερβεί τους δεσμούς του τόπου του και της ταξικής καταγωγής, μαζί με τη μικρονοϊκότητα του ρατσισμού, των ηλικιακών διακρίσεων και της ομοφοβίας. Η πόλη απεικονιζόταν ως εκκολαπτήριο «προοδευτικών» αξιών κι αυτό δεν είχε να κάνει τόσο με την τεχνολογική υπεροχή όσο με το πρόσχαρο, αμερικανικό σφρίγος.  Στην ταινία, η κυρίαρχη ατμόσφαιρα είναι αυτή της κατάπτωσης. Το σικάτο Μανχάταν της αβανγκάρντ έχει υποβαθμιστεί με την παρουσία των κινέζικων λιανοπωλητών, με τα μισοφωτισμένα διαμερίσματα και την κακής ποιότητας τηλεόραση των ριάλιτι. Τα κορίτσια είναι ευάλωτα και αρπακτικά, παλεύουν να διατηρήσουν τη μαραμένη νιότη τους, τη ζωτικότητα και το βιοτικό επίπεδό τους. Ουδείς μπορεί να κάνει τίποτε πέραν του να αισθάνεται θλιμμένος γι’ αυτές τις εικόνες παρακμής που συνδυάζονται με εργασιακή υπερένταση.
Έτσι, είναι αναμενόμενο οι «κοπέλες» να βρουν, τελικά, ανακούφιση έξω από την πόλη -και τη χώρα- όταν κάποιος σεΐχης προσφέρει δουλειά δημοσίων σχέσεων στο Άμπου Ντάμπι. Τα κορίτσια τον ακολουθούν σε ένα ταξίδι στη «Μέση Ανατολή» με όλα τα έξοδα πληρωμένα.
Όμως, η «νέα Μέση Ανατολή» δεν έχει σχέση με τις παλιές περιγραφές. Βεβαίως υπάρχουν καμήλες, χαρέμια και πικ-νικ στην έρημο, αλλά και στόλοι από Μερσεντές, ξενοδοχεία εφτά αστέρων και νυχτερινά μπαρ. Οι γυναίκες στο Άμπου Ντάμπι, παρά τα καλυμμένα πρόσωπα, περνούν μια πλούσια και τεμπέλικη ζωή: φορούν ντιζαϊνάτα ρούχα, τρώνε γαλλικές πατάτες δίπλα στην πισίνα, συνομιλούν εύθυμα στα κοσμημένα με πετράδια κινητά τους. Δεν είναι καθόλου καθυστερημένο αυτό το «Άμπου Ντάμπι», μοιάζει μάλλον με το νέο επίκεντρο της υφηλίου.
Οι κριτικοί που εκνευρίστηκαν με τον οριενταλισμό της ταινίας θα πρέπει να αναθεωρήσουν. Αν και ακούσια, το Sex and the City 2 αμφισβητεί τα εθνοκεντρικά και αποικιακά στερεότυπα της παγκόσμιας τάξης και την προσδοκία ότι η γνώση, τα αγαθά και η ισχύς θα ρέουν διά παντός από ένα (δυτικό) κέντρο προς μια (μη δυτική) περιφέρεια. Αν μη τι άλλο η ταινία αντανακλά έναν εξυπηρετικό αυτό-οριενταλισμό του νέου αραβικού καπιταλισμού, ο οποίος πλασάρει πόλεις όπως το Ντουμπάι και το Άμπου Ντάμπι, ως επίζηλα υβρίδια μυστικιστικής παραδοσιοκρατίας και υπερμοντέρνου κοσμοπολιτισμού, όπου μπορεί κανείς να απολαύσει ένα λάιφ στάιλ που συνδυάζει το ρομαντικό παραμύθι Χίλιες και Μια Νύχτες με την επιτυχία των μπιγκ μπίζνες. Εν τέλει, η ταινία θέτει ένα, πολιτισμικά,αγωνιώδες ερώτημα. Γιατί πρέπει οι πρωταγωνίστριες να επιστρέψουν στην άνευρη ζωή τους στο παρηκαμασμένο γηραιό Μανχάταν; Ποια είναι, τέλος πάντων, η μοναδικότητα της Αμερικής;  Η απάντηση, φυσικά, είναι μία: το σεξ και το δικαίωμα των γυναικών επ’ αυτού. Η αμερικανική πολιτισμική ανωτερότητα, όπως φαίνεται, συνοψίζεται στη δυνατότητα των γυναικών να γεμίζουν τις τσάντες τους με προφυλακτικά, να κατεβάζουν το εσώρουχό τους στο γραφείο, να προσποιούνται ότι κάνουν στοματικό έρωτα στα πάρτι. Το Άμπου Ντάμπι μπορεί να είναι παράδεισος γεμάτος από υπερφίαλους και Λαμποργκίνι, είναι όμως μια «καθυστερημένη» χώρα, σεξουαλικώς φιμωμένων, γυναικών. Η Αμερική είναι ο τόπος όπου οι γυναίκες μπορούν να περπατούν ελεύθερα με ακάλυπτα στήθη, να φορούν σμόκιν σε γάμους γκέι να τραγουδούν το Είμαι Γυναίκα της Έλεν Ρέντι, στα καραόκε μπαρ. Το μήνυμα, αν και υπερβολικά καρικατουρίστικο, έχει τεράστια απήχηση στους φιλελεύθερους και «κοινωνικά προοδευτικούς» Αμερικανούς. Ο σκηνοθέτης, Μάικλ Πάτρικ Κινγκ, γνωρίζοντας το κοινό του, προσπάθησε να το εξαργυρώσει. Αλλά αν τα δικαιώματα των γυναικών και των γκέι είναι το μόνο μέσον για την ανανέωση της προβληματικής αμερικανικής ταυτότητας, θα έπρεπε να ανησυχούμε πολύ.
Μην εκλάβετε λανθασμένα αυτή την τελευταία φράση. Τιμώ την Αμερική των γάμων μεταξύ ομοφύλων και της ελευθερίας της λίμπιντο. Ωστόσο, η μετατροπή των κερδισμένων με σκληρούς αγώνες σεξουαλικών δικαιωμάτων και της ισότητας των φύλων σε χαρακτηριστικά γνωρίσματα εθνικής τιμής και αυτάρεσκης εθνικής υπερηφάνειας, δεν είναι μόνο λυπηρό φαινόμενο, αλλά και επικίνδυνο. Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πόσο εύκολα μπορεί να το εκμεταλλευτεί η εξουσία προς το συμφέρον της.
Τα αποικιακά καθεστώτα χρησιμοποίησαν επανειλημμένα τη «χειραφέτηση των γυναικών» ως δικαιολογία για ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και επέκταση. Ο βομβαρδισμός και η κατοχή του Ιράκ, του Αφγανιστάν και της Παλαιστίνης νομιμοποιήθηκαν βάσει αυτής της αξίωσης. Μέρη του σεναρίου του Sex and the City 2 θα μπορούσαν να είχα γραφτεί από έναν Τζορτζ Μπους (στις πιο διαυγείς στιγμές του!) ή έναν Β. Νετανιάχου – ιδιότητα που έκανε αυτό το, μάλλον βλακώδες και άξιο λήθης, κινηματογραφικό έργο να μείνει στη μνήμη μου.

* Βοηθός καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Ryerson στο Τορόντο.
Από το Counterpunch
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!