Σε προηγούμενο φύλλο του Δρόμου ξεκίνησα κάποιες σκέψεις για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το ελληνικό σχολείο («Το σχολείο καταρρέει», φ. 420, 8/9/2018) αναζητώντας μια θεώρηση του προβλήματος που να πηγαίνει πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά και πέρα από την αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό. Διότι, με δεδομένη πλέον την επικράτηση των μνημονίων, δεν μπορεί, πιστεύω, να υπάρξει άλλου είδους αντίσταση στην καταστροφική λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού πέρα από μια ριζοσπαστική μεν, αλλά και δημιουργική ταυτόχρονα, εναλλακτική αντιμετώπιση όλων εκείνων των παθογενειών που ο νεοφιλελευθερισμός ισχυρίζεται πως θεραπεύει, καθώς και αυτών που ο ίδιος προξενεί. Και αν αυτό ισχύει λίγο ως πολύ για όλους τους τομείς και όλες τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας, ισχύει κατ’ εξοχήν για την εκπαίδευση, που όπως έλεγα στο προηγούμενο άρθρο μου, κατέρρεε ήδη πριν απ’ τα μνημόνια. Έχοντας λοιπόν περιγράψει τη μία όψη αυτής της κατάρρευσης, την «κοινωνικοοικονομική απαξίωση» του σχολείου, μας μένει τώρα να σταθούμε στην άλλη όψη, την παιδαγωγική του αστοχία. Επειδή όμως δεν μας φτάνει γι’ αυτό ο χώρος ενός άρθρου θα περιοριστούμε σήμερα σε ένα και μόνο σημείο, εν είδει –ας πούμε– μιας βασικής διευκρίνησης.
Γιατί χρειάζεται η κριτική
Μιλώντας για τις διάφορες όψεις της σχολικής κατάρρευσης δεν σκοπεύω καθόλου να διεκτραγωδήσω την κατάσταση του σχολείου και τα προβλήματά του. Ο καθένας μας τα γνωρίζει αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και ισχύει και σ’ αυτήν την περίπτωση το γνωστό σαββοπουλικό: όποιος δεν έχει νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα. Θα προτιμούσα, επομένως, να περάσω κατευθείαν στην έκθεση κάποιων θετικών ιδεών για τι θα μπορούσε να σημαίνει γενική παιδεία σήμερα –διότι αυτό είναι που διακυβεύεται, όπως είπαμε και στο προηγούμενο άρθρο– και αυτό είναι, πράγματι, που προτίθεμαι να κάνω τελικά. Αισθάνομαι όμως ότι πριν απ’ αυτό θα πρέπει να τονιστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση πως το σχολείο που βρέθηκε σε κρίση, και το οποίο έρχεται τώρα να «μεταρρυθμίσει» (βλ. να κατεδαφίσει) ο νεοφιλελευθερισμός στη δεξιά ή την αριστερή παραλλαγή του, δεν είναι το απαρχαιωμένο «εθνικοπατριωτικό» σχολείο με τις ουμανιστικές καταβολές και την αυστηρή έως αυταρχική παιδαγωγική, αλλά το σύγχρονο προοδευτικό σχολείο των «κοινωνικών και επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων», αυτό που προέκυψε σταδιακά μέσα από τις πάμπολλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των πρώτων, μέσων και ύστερων μεταπολιτευτικών χρόνων, και το οποίο φιλοδοξούσε να παντρέψει την ουμανιστική ηθική με τον ωφελιμισμό, να συνδυάσει τη δημοκρατία με την τεχνοκρατία, να εισαγάγει την κριτική μάθηση απαλείφοντας την παπαγαλία και την άκριτη αποδοχή της γνώμης του δασκάλου, να ξεπεράσει τις κοινωνικές και άλλες διακρίσεις θέτοντας στο κέντρο της προσοχής του τον μαθητή και τις ανάγκες του· αυτά, και ό,τι άλλο καλό και αγαθό μπορεί να φανταστεί ένας καλοπροαίρετος σύγχρονος άνθρωπος που μορφώνει γνώμη βλέποντας τηλεόραση και διαβάζοντας εφημερίδες και περιοδικά.
Το σχολείο που βρέθηκε σε κρίση, και το οποίο έρχεται τώρα να «μεταρρυθμίσει» (βλ. να κατεδαφίσει) ο νεοφιλελευθερισμός στη δεξιά ή την αριστερή παραλλαγή του, δεν είναι το απαρχαιωμένο «εθνικοπατριωτικό» σχολείο με τις ουμανιστικές καταβολές και την αυστηρή έως αυταρχική παιδαγωγική, αλλά το σύγχρονο προοδευτικό σχολείο των «κοινωνικών και επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων», αυτό που προέκυψε σταδιακά μέσα από τις πάμπολλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των πρώτων, μέσων και ύστερων μεταπολιτευτικών χρόνων…
Η παγίδα του προοδευτισμού
Τα λέω αυτά διότι, αν εξαιρέσουμε το θέμα της αριστείας, το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη συζήτηση (βλ. π.χ. το άρθρο μου «Αριστεία και Αριστερά», Δρόμος, φ.264, 23/5/2015), κατά τα άλλα τόσο η δεξιά νεοδημοκρατική, όσο και η αριστερή συριζαίικη εκδοχή της μνημονιακής εκπαιδευτικής πολιτικής –και κυρίως αυτή η δεύτερη– ενδύονται προπαγανδιστικά τα ίδια παιδαγωγικά ιδεολογήματα που παρήγαγαν το σημερινό σχολείο, αυτό ακριβώς που βρίσκεται τώρα υπό κατάρρευση. Καμώνονται δηλαδή πως έρχονται να εκσυγχρονίσουν το παλιό, παρωχημένο, αντιπαιδαγωγικό σχολείο του «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια», της υπερβολικής και αντιπαραγωγικής απασχόλησης του μαθητή, της καταπιεστικής παιδαγωγικής που βασιζόταν στην άκριτη αποστήθιση και στην αυθεντία του δασκάλου κ.λπ. κ.λπ. Δεν πρόκειται βέβαια για κάτι τέτοιο. Όλα αυτά είναι ψευδώνυμα και υποκριτικά. Είναι όμως σε μεγάλο βαθμό πειστικά διότι έρχονται να πατήσουν σε κάποια βαθιά εμπεδωμένα «προοδευτικά» στερεότυπα, που όλοι, λίγο ως πολύ, συμμεριζόμαστε.
Υπάρχει λοιπόν εδώ μια παγίδα που πρέπει να αποφύγουμε όσοι αισθανόμαστε την ανάγκη να υπερασπιστούμε το καθολικό δικαίωμα σε μια ανοικτή, ελεύθερη και δωρεάν γενική εκπαίδευση. Δεν αρκεί να φωνάζουμε όλοι μαζί και με όσο γίνεται μεγαλύτερη δύναμη ότι θέλουμε ένα σχολείο «για όλους», δημοκρατικό και σύγχρονο κ.λπ. κ.λπ., αλλά οφείλουμε να εξετάσουμε πώς και γιατί αυτό ακριβώς το δημοκρατικό και εκσυγχρονιστικό εγχείρημα κατέληξε σε πλήρη αποτυχία – ώστε να νομιμοποιείται υπό μία έννοια η νεοφιλελεύθερη κατεδάφισή του.
Η φιλελεύθερη παιδαγωγική
Χωρίς λοιπόν πολλά λόγια θέλω να πω τούτο: Πως η παιδαγωγική απαξίωση του σύγχρονου ελληνικού σχολείου δεν οφείλεται στις επιβιώσεις του παλαιού εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά στην αστοχία αυτής καθαυτής της δημοκρατικής-τεχνοκρατικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που επιχειρήθηκε από το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα, στις ίδιες πάνω κάτω συντεταγμένες από όλες τις πτέρυγές του, δεξιά και αριστερά. Θα δούμε αναλυτικά στα επόμενα πώς η αστοχία αυτή αφορά εν μέρει τον ιδεολογικό-παιδαγωγικό πυρήνα και εν μέρει τις αντιφάσεις και τις ασυνέπειες της εφαρμογής.
Αλλά εδώ είναι ένα ακόμα σημείο που θέλει προσοχή. Διότι ναι μεν είναι οι δεύτερες –δηλαδή οι αντιφάσεις και οι ασυνέπειες στην εφαρμογή– αυτές που έδωσαν το ιδιαίτερο «ελληνικό» στίγμα στην ελληνική εκπαιδευτική αποτυχία· και είναι αυτό που από μια άποψη δίνει κάποια επιχειρήματα στους τωρινούς εκσυγχρονιστές για μια βελτιωμένη ή πιο αυθεντική, υποτίθεται, επανάληψη της προσπάθειας. Όμως, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα ξεκινά από απ’ αυτόν καθαυτόν τον ιδεολογικό-παιδαγωγικό πυρήνα, ο οποίος –πάντα κατά τη γνώμη μου– πάσχει στη ρίζα του. Και αν είναι έτσι, αυτό δεν έχει πλέον να κάνει με τις όποιες ελληνικές παλινωδίες, αλλά με τα βαθιά ανθρωπολογικά λάθη που ενυπάρχουν εξ αρχής στις επικρατούσες τάσεις της σύγχρονης παιδαγωγικής: τη λάθος δηλαδή κατανόηση του τι είναι άνθρωπος, και κατ’ επέκταση πώς μαθαίνει, τι και γιατί. Λάθη που πηγάζουν από τη φιλελεύθερη σύλληψη του ανθρώπου (ως ατόμου και ως αυτοπροσδιοριζόμενου υποκειμένου βάσει της ατομικής του βουλήσεως), και τα οποία ο σύγχρονος μεταμοντέρνος φιλελευθερισμός εξακοντίζει στο άπειρο. … Αλλά φτάνει ως εδώ για σήμερα. Θα συνεχίσουμε σε επόμενο φύλλο.
* Ο Βασίλης Ξυδιάς είναι εκπαιδευτικός