Η αθωότητα δεν ξεγελιέται (Σαίρεν Κίρκεγκωρ)

Του Γιώργου Λιερού

 

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μετέτρεψε σε λίγα εικοσιτετράωρα το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος σε «ΝΑΙ», υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο και εφαρμόζει όσα οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν τολμήσει ή δεν είχαν διανοηθεί να εφαρμόσουν. Γιατί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο κόσμος της Αριστεράς και οι λαϊκές τάξεις ξεγελάστηκαν; Αν η αθωότητα δεν ξεγελιέται, ως προς τι ακριβώς ήταν ένοχοι; Ποιο ήταν το δικό τους ψέμα μέσα στο οποίο παγιδεύτηκαν, με συνέπεια να μπορέσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να τους χειριστεί;

*

Το χειμώνα του 2014-2015, είχε πράγματι έρθει η ώρα της Αριστεράς να κυβερνήσει; Είχε έρθει η ώρα, όχι βέβαια για την ανατροπή του καπιταλισμού ή έστω του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος, αλλά τουλάχιστον για μια κάπως πιο φιλολαϊκή διαχείριση; Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις 25/1/2015, αντικειμενικά συνδεόταν με μια διαφαινόμενη, ευρωπαϊκής κλίμακας, δυναμική εναντίον του σχεδίου για τη λεγόμενη γερμανική Ευρώπη. Η σύνδεση αυτή αποτελούσε μαζί «μεγάλη ευκαιρία» και τον «χειρότερο κίνδυνο». Τη «Γερμανία» (δηλαδή τον σημερινό ηγεμονικό συνασπισμό στην Ευρώπη), δεν απασχολούσαν απλώς οι όποιες αντικαπιταλιστικές ή αντιφιλελεύθερες αιχμές του προγράμματος ΣΥΡΙΖΑ. Ήθελε να συντρίψει εν τω γενέσθαι την πιθανότητα μιας εναλλακτικής στρατηγικής για την Ευρώπη. Ακόμη και η σταθεροποίηση και η ήπια διαχείριση του καθεστώτος της κρίσης από τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία θα μπορούσε να εκληφθεί ως επιτυχία της Αριστεράς –τέτοιου είδους επιτυχίες ήταν άλλωστε τα επιτεύγματα της Αριστεράς σε πολλές λατινοαμερικάνικες χώρες– για τη «Γερμανία» ήταν πρόβλημα. Δεν της αρκούσε η ενδοτικότητα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αυτήν έτσι ή αλλιώς την προϋπέθετε εξ αρχής. Ήθελε τον παραδειγματικό εξευτελισμό της αριστερής κυβέρνησης. Η «Γερμανία» με μια εξόχως ηγεμονική κίνηση αποδέχτηκε την πρόκληση και τη μετέτρεψε σε μια ευκαιρία για το σχέδιο της γερμανικής Ευρώπης. Ο Σόιμπλε κινήθηκε με επαγγελματισμό και γερμανική μεθοδικότητα για να φέρει τη σύγκρουση στα μέτρα του και να επικρατήσει πλήρως σ’ αυτήν. Τα αποτελέσματα ήταν η συνέχιση της ύφεσης, η παράταση της εποχής των μνημονίων, νέα περεταίρω δραματική επιδείνωση του καθεστώτος της κρίσης, καινούρια ακόμη πιο οδυνηρά μέτρα με αυτουργό την κυβέρνηση της Αριστεράς.

*

Ο αποκαλούμενος «προωθητικός συμβιβασμός», η λύση της «διαπραγμάτευσης χωρίς σύγκρουση» αντί για τη μονομερή κατάργηση των μνημονίων, οπωσδήποτε ταιριάζει καλύτερα με την καταγωγική γραμμή Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα-ΕΑΡ-Συνασπισμός, με το ποιόν της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, το επίπεδο της προετοιμασίας του και ίσως με τις διαθέσεις μέρους των λαϊκών στρωμάτων – ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ήταν ούτε μπορούσε να γίνει «επαναστατικό κόμμα». Μόνο που η επιλογή του «προωθητικού συμβιβασμού» δεν συνάδει καθόλου με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές, η οποία είχε σαν μόνο στόχο την ταχύτερη δυνατή ανάληψη της πρωθυπουργίας, την πρόκληση βουλευτικών εκλογών διά της ματαίωσης της προεδρικής εκλογής κ.τ.λ., κάτι που μέσα στη δεδομένη συγκυρία συνεπαγόταν σε κάθε περίπτωση αναμέτρηση με το «γερμανικό σχέδιο». Ο «προωθητικός συμβιβασμός» προϋπέθετε να προηγηθεί της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ το κλείσιμο των μνημονίων, η δρομολόγηση της ανάπτυξης, η σταθεροποίηση του καθεστώτος της κρίσης. Στο κάτω-κάτω, στη Λατινική Αμερική η Αριστερά ανέλαβε κυβερνήσεις μετά από μια-δυο δεκαετίες ανάπτυξης κοινωνικών κινημάτων και αφού ήδη διοικούσε για χρόνια γιγάντιους μητροπολιτικούς δήμους. Με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση τη δεδομένη στιγμή, ακόμη και η απλή σταθεροποίηση του καθεστώτος της κρίσης στα επίπεδα του 2014, το σταμάτημα της περεταίρω καθοδικής κίνησης, δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς το κοινωνικό κίνημα να απειλήσει σοβαρά το ίδιο το καθεστώς κρίσης, δηλαδή χωρίς μια σκληρή και παρατεταμένη σύγκρουση. Ο συνδυασμός του «προωθητικού συμβιβασμού» και της παραίτησης από την προετοιμασία σύγκρουσης με την πολιτική της πάση θυσία επίσπευσης των βουλευτικών εκλογών, αποτέλεσε έναν από τους χειρότερους τυχοδιωκτισμούς στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, τυχοδιωκτισμό που επέβαλε ο Τσίπρας στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με μοιραίες, ολέθριες, συνέπειες για τον λαό, τη χώρα αλλά και την Αριστερά στην Ευρώπη.

*

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η κατάσταση το 2014, αν και φαίνονταν να σταθεροποιείται, ήταν ακόμη εξαιρετικά αβέβαιη. Το πού θα τελείωνε η καθοδική φάση του κύκλου της συσσώρευσης δεν ήταν δοσμένο μόνο από την ενδογενή δυναμική του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά συναρτούταν μεταξύ άλλων από τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς, από σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο πολιτικές επιλογές για τη θέση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, για τις θέσεις που θα πάρουν τα κομμάτια του σε μια κατακερματισμένη σε ζώνες Ευρώπη.

Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση πλέον, όδευε σε μια μετωπική σύγκρουση με την Ευρώπη, την οποία δεν ήθελε και για την οποία δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένος. Η εκλογική νίκη στις 25/1/2015 δεν είχε πίσω της κανένα αξιόλογο κοινωνικό και πολιτικό βάθος. Καμιά σχέση με το ΠΑΣΟΚ του 1981. Έτοιμα νομοσχέδια ή σχέδια δράσης δεν υπήρχαν ούτε για τα θέματα που υποτίθεται ότι αποτελούσαν προνομιακά αντικείμενα ενδιαφέροντος του ΣΥΡΙΖΑ (κοινωνική οικονομία, μετανάστευση, πολιτισμός, ραδιοτηλεοπτικά μέσα). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε καν καταφέρει να πετύχει τα προηγούμενα χρόνια να αποδαιμονοποιήσει την ανάγκη να διεξαχθεί μια ανοιχτή και σε βάθος δημόσια συζήτηση για το θέμα του νομίσματος με την εμπλοκή των παραγωγικών και επιστημονικών φορέων της χώρας.

Την περίοδο 2012-2015, η προτεραιότητα της Αριστεράς δεν ήταν η ριζοσπαστικοποίηση των πρακτικών των λαϊκών στρωμάτων, η αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία, η αυτοδιαχείριση, οι πρακτικές εργατικού ελέγχου, τα εναλλακτικά νομίσματα, ένα δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα που θα άνοιγε στην κοινωνική συμμετοχή τα κοινωνικά αγαθά που σήμερα διαχειρίζεται το κράτος – με δυο λόγια, η Αριστερά δεν ασχολήθηκε με την προετοιμασία της κοινωνίας για την επερχόμενη σύγκρουση. Την απορρόφησε εξολοκλήρου το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας ή, για την ακρίβεια, της «επικοινωνίας» περί την κυβερνητική εξουσία, ο πόλεμος προπαγάνδας για την επικείμενη πρωθυπουργία Τσίπρα – άλλοι υπέρ, άλλοι κατά.

Υπήρχε όλα αυτά τα χρόνια μια συμπληρωματικότητα ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τις αντίπαλες οργανώσεις στην Αριστερά – όχι βέβαια χωρίς εξαιρέσεις. Αυτή η συμπληρωματικότητα φάνηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο με την ανακοίνωση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης, το οποίο ήταν μια απάτη από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήγαινε για αναμέτρηση με τον ηγεμονικό συνασπισμό της Ευρώπης και υποσχόταν αυξήσεις μισθών, μειώσεις φόρων και κοινωνικές παροχές, τα πάντα σε όλους. Στην πραγματικότητα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας στη σύγκρουσή του με την Ευρώπη, δεν μπορούσε παρά να απευθυνθεί στους πολίτες με λόγια σαν εκείνα του Τσώρτσιλ το 1940: «Δεν έχω τίποτε άλλο να σας προσφέρω εκτός από αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα», «Δεν θα παραδοθούμε ποτέ». Όμως η από τα «αριστερά» κριτική στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης δεν ήταν παρά η πλειοδοσία σε παροχές – αντί να αποκαλύψουν την απάτη, ζητούσαν μια απάτη ακόμα μεγαλύτερη! Και τι δεν έχουμε ακούσει αυτά τα χρόνια: αφορολόγητο εισόδημα στα 30 ή 40.000 ευρώ, απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές για εισοδήματα κάτω των 20.000 ευρώ κ.τ.λ., κ.τ.λ. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον φενακισμού δεν είναι παράδοξο ότι άνθρωποι κυνικοί, αδίστακτοι και ιδιοτελείς, επέβαλλαν τις δικές τους προτεραιότητες.

*

Ήταν η αριστερή ιδεολογία (εδώ, ιδεολογία: ψευδής συνείδηση) που οδήγησε έξυπνους και έμπειρους στην πολιτική ανθρώπους να πιστέψουν το ψέμα του Τσίπρα. Ποιοι είναι οι υλικοί όροι, η κοινωνική λειτουργία αυτής της ιδεολογίας; Η απάντηση βρίσκεται στη σχέση που είχε ο κόσμος της Αριστεράς με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια. Οι άνθρωποι της Αριστεράς στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, ανήλθαν κοινωνικά. Σήμερα η ελληνική –και η ευρωπαϊκή– αριστερά, κοινωνικά ανήκει στα μεσοστρώματα και διατηρεί πολύ περιορισμένες σχέσεις με τα υπόγεια της κοινωνίας, πολύ περισσότερο μάλιστα που στην Ελλάδα αυτά τα υπόγεια κατοικούνται από μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς. Πώς θα έδεναν οι νεοαποκτημένες κοινωνικές θέσεις με τις παραδοσιακές αριστερές φαντασιακές κατασκευές για την κοινωνία και τον κόσμο;

Η Αριστερά αναπαρήγαγε στα πλαίσιά της τα χαρακτηριστικά του κρατικοδίαιτου φιλελευθερισμού του ΠΑΣΟΚ. Σ’ ένα κεφάλαιο που έκανε χρυσές δουλειές πάνω στο έδαφος του κρατικού (υπερ)δανεισμού και των ευρωπαϊκών κονδυλίων, αντιστοιχούσε μια κρατικιστική Αριστερά, ακριβώς όπως στον δυναμισμό του γερμανικού κεφαλαίου αντιστοιχεί μια ισχυρή κοινωνική οικονομία των γερμανικών λαϊκών τάξεων. Όλες αυτές τις δεκαετίες, στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους υπήρχε ζήτηση για αριστερές ιδέες˙ τις είχε ανάγκη η ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ πάνω στις λαϊκές τάξεις αλλά και η δομή του δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) που χρειαζόταν την Αριστερά σε ρόλο κεντρώου κόμματος. Έτσι οι αριστεροί είχαν το μερίδιό τους στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, στον συνδικαλισμό, στην τοπική αυτοδιοίκηση κ.τ.λ., αν και συνήθως σε δεύτερους ρόλους. Η αριστερή ιδεολογία ερχόταν να δώσει πολιτική υπόσταση σε κοινωνικά δίκτυα τα οποία ήταν λειτουργικά στο επίπεδό τους (αμοιβαία υποστήριξη κ.τ.λ.), να εξηγήσει και να προάγει τη σχέση τους με το κράτος και να τη δέσει μ’ ένα ένδοξο παρελθόν που είχε τη σημασία του στο μεταπολιτευτικό φαντασιακό/συμβολικό σύμπαν. Η αριστερή φαντασιακή κατασκευή πήρε τη μορφή ψευδούς συνείδησης, δηλαδή τη μορφή ιδεολογίας, ακριβώς γιατί αυτό το ένδοξο παρελθόν μαλλιοτραβιέται με τους σημερινούς ρόλους της Αριστεράς και επίσης με τη νεοελληνική κρατική ιδεολογία. Συχνά, τα κενά και οι αντιφάσεις καλύπτονταν μ’ ένα πληθωρισμό, έναν ευτελισμό των αναφορών στην επανάσταση και την εργατική τάξη, ενώ μεταρρυθμιστικές και επαναστατικές οργανώσεις δεν διέφεραν ουσιαστικά όσον αφορά την κοινωνική τους σύσταση.

Η αριστερή ιδεολογία είχε επιτυχία˙ επέτρεψε την επιβίωση των οργανώσεων –πειράματα σε άλλες πιο ενδιαφέρουσες κατευθύνσεις, κυρίως τη δεκαετία του ’80, έσβησαν σύντομα– ,δικαιολόγησε τον κομφορμισμό της καθημερινότητας και την πρόσδεση στο κράτος. Σήμερα όμως αυτή ακριβώς η πρόσδεση, ο ειδικός ρόλος που έχει αναλάβει η Αριστερά σε σχέση με το κράτος, αποδεικνύεται η μήτρα όλων των προβλημάτων της.

Η αριστερή ιδεολογία, το όραμα μιας κοινωνίας στην οποία όλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, με το οποίο συνάδουν ο κομφορμισμός, η συρρίκνωση της πολιτικής παρέμβασης στην πλειοδοσία σε συνδικαλιστικές διεκδικήσεις προς το κράτος, η οκνηρία σε σχέση με τη θεωρητική δουλειά και τις πρακτικές κοινωνικής οικοδόμησης και τέλος μια αντίληψη εξόχως συσκοτιστική της πραγματικότητας, σήμερα αποτελεί τροχοπέδη. Σήμερα δεν έχουμε τόσο να διεκδικήσουμε το ένα ή το άλλο αίτημα όσο το να ξαναχτίσουμε τον κόσμο από την αρχή. Ας ξεμπερδέψουμε με την ψευδή συνείδηση της Αριστεράς, ας πάψουμε να συρρικνώνουμε την πολιτική σε συνδικαλισμό.

 

Σημείωση:
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μόνο πολιτικά και κοινωνικά απροετοίμαστος αλλά επίσης και «τεχνικά». Βέβαια πάντα το πολιτικό προηγείται, είναι όμως τόσο έντονη αυτή η «τεχνική» ανεπάρκεια, στην προετοιμασία την περίοδο 2012-2015 και στην άσκηση διοίκησης σήμερα, ώστε το θέμα αξίζει να συζητηθεί ξεχωριστά. Δεν αρκεί να λέμε, μαζί με τον αστικό τύπο, ότι είναι άχρηστοι, πρέπει να εξηγήσουμε κοινωνικά το γιατί. Γιατί σήμερα η Αριστερά παράγει ανικανότητα «φυσικώ τω τρόπω» ενώ τη δεκαετία του ’40 (αλλά και μέχρι τη δεκαετία του ’70) είχε επιδείξει μοναδικές οργανωτικές και διοικητικές δεξιότητες; Ποιες κοινωνικές μετατοπίσεις συνδέονται με αυτή την αλλαγή; Όταν συζητάμε για την περίοδο 2012-2015 δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι κρατικός θεσμός, η χρηματοδότησή του από την πολιτεία είναι χρηματοδότηση κρατικού προγραμματισμού, κάλυψη του κόστους ενός νομοπαρασκευαστικού έργου, εκπαίδευσης στελεχών κ.τ.λ. Πρόκειται για διοικητικό έργο στα πλαίσια του αστικού κράτους, για το οποίο χρειάζεται πάντα ένας επαγγελματισμός και το οποίο δεν έχει σχέση με τον τρόπο άσκησης πολιτικής στα κοινωνικά κινήματα ή τις επαναστατικές οργανώσεις. Τους επαγγελματίες του δικτύου εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ –δίκτυο εξουσίας το οποίο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να το ταυτίζουμε με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, τα μέλη του και τα στελέχη του– ούτως ή αλλιώς δεν χαρακτήριζε η παθιασμένη στράτευση στην οποία στηρίζεται η άσκηση επαναστατικής πολιτικής˙ δυστυχώς τους έλειπε και ο στοιχειώδης επαγγελματισμός (επαγγελματική ευσυνειδησία). Γιατί;

 

 

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!