Έξω είχαν πιάσει φωτιές. Η μία καλύβα καιγόταν μετά την άλλη. Αλλόφρονες οι χωριάτες έτρεχαν μέσα στη νύχτα να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, να σώσουν τα ζώα τους.
Ο βρυχηθμός των φλεγομένων δασών σκέπαζε τη χώρα απ’ άκρη σε άκρη. Οι καπνοί έφθαναν ως το φεγγάρι.
Μέσα στο παλάτι οι μόνες φωτιές που έκαιγαν ήταν στα τζάκια. Ήταν η ώρα του δείπνου. Γύρω απ’ τον ηγεμόνα οι προεστοί, στα πιο χαμηλά τραπέζια οι παρακατιανοί. Ψητά λαχταριστά, κρασιά εκλεκτά, ευοί-ευάν, με τον τροβαδούρο να υμνεί τα κατορθώματα της γενιάς του βασιλιά.
Οι φρουροί στα τείχη έβλεπαν φλεγόμενους χωριάτες να τρέχουν σαν αποκεφαλισμένα κοτόπουλα, έβλεπαν το κάρβουνο, τη στάχτη, τον πόνο, τον οδυρμό να αυξάνονται και να πληθύνονται και να κυριεύουν τη χώρα.
Η συντέλεια του κόσμου!
Τρέχα να τα πεις στον αφέντη – έτρεξε ο φρουρός – στη μεγάλη αίθουσα πριν να μπει, τον σταμάτησε ο γελωτοποιός – κοίτα τι θα πεις, ωραία να τα πεις, μην ταράξεις τον αφέντη – δε χάθηκε ο κόσμος – αύριο θα βρέξει, έτσι λένε οι ιερείς, οι μάντεις και οι αστρολόγοι – φύγε καλύτερα με το κεφάλι πάνω στους ώμους σου.
Επέστρεψε ο φρουρός, ο αρχηγός της Φρουράς είχε πάει για ύπνο, έδωσε ο φρουρός την αναφορά του στον υπαρχηγό και πήγε για ύπνο κι αυτός.
Για ύπνο πήγε και η Αυλή, με τις φωτιές στα τζάμια να ζεσταίνουν τα δωμάτια του παλατιού. Έξω στις καλύβες, στα αποκαΐδια κοιμήθηκαν μόνον οι νεκροί.
Σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, όπως κάθε μέρα προέβλεπαν οι οιωνοσκόποι ότι θα κάνει, άνοιξαν οι ουρανοί, νεροποντή, καταιγίδα, κατακλυσμός.
Είδατε; Έλεγε περισπούδαστα ο ηγεμών μασουλώντας το πρωινό του, σας το έλεγα ότι θα βρέξει, ο Θεός είναι με το μέρος μας. Τίποτα δεν είχε πει, αλλά όλοι είχαν ακούσει όσα δεν είχε πει.
Έξω, όντως οι φωτιές είχαν σβήσει και οι πρώην καλύβες είχαν πλημμυρίσει. Λάσπη με στάχτη, φούσκωσαν τα ποτάμια και οι χείμαρροι, πνίγονταν οι χωριάτες σαν παγιδευμένα ποντίκια.
Να αναφέρω; Ρώτησε ο επικεφαλής της φρουράς τον αρχηγό της φρουράς – γιατί; Για να μας τρέχουν; – απάντησε ο αρχηγός – ξέρει ο Αφέντης, εμείς θα του πούμε τι θα κάνει;
Δέκα μέρες είχαν κρατήσει οι φωτιές, δέκα μέρες κράτησαν και οι πλημμύρες. Στο σύμπαν υπάρχει ισορροπία έλεγαν οι αστρολόγοι, πάντα εν σοφία εποίησε έλεγαν οι ιερείς, σκάστε σκέφτομαι, είπε ο ηγεμών.
Έδωσε εντολή να έρθουν ενώπιόν του οι γραμματικοί, οι γραφείς, ο γελωτοποιός και ο τροβαδούρος.
Αντιμετωπίσαμε μεγάλη κρίση, ανακοίνωσε. Να αυξηθούν οι φόροι για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την επόμενη.
Μετά ζήτησε τα κεφάλια τριών αρχόντων και δύο φρουρών – να παλουκωθούν, να τα βλέπει ο λαός και να ξέρει ότι αναλάβαμε τις ευθύνες μας.
Κατόπιν, περίφροντις ο ηγεμόνας και με κίνδυνο να κουραστεί πολύ, έστειλε αγγελιοφόρο και ταχυδρομικό περιστέρι στον Επικυρίαρχο Βασιλιά. Κάπου κάποιους πολέμαγε αυτός κι είχε ζητήσει από τον ηγεμόνα όπλα και φρουρούς, καθώς η Βασιλείου Τάξις προέβλεπε.
Σας στέλνω ό,τι μου ζητήσατε, έλεγε στο μήνυμά του ο ηγεμόνας, και σας παρακαλώ να με σκέφτεσθε και να με ευλογείτε, ο Κύριος μεθ’ Υμών.
Ας ανάψουν τα φώτα, ας σερβιρισθεί το δείπνο, πολύ σκοτάδι στα χωριά, όχι και στο παλάτι.
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
7•IX•2023