του Κώστα Καραγιώργη*

Σ’ ένα λαϊκό παραμύθι ένα βασιλόπουλο βρέθηκε παρασυρμένο μέσα σ’ ένα φράχτη. Κι ο φράχτης ήταν ψηλός και τα σκυλιά άφριζαν και ούρλιαζαν τριγύρω του. Έπεσε όμως σε ύπνο βαθύ και ξύπνησε ύστερα από χρόνια. Κι όταν ξύπνησε, ο φράχτης ήταν πάλι ψηλός και απαίσιος. Και τα σκυλιά άφριζαν και ούρλιαζαν ακόμα πιο λυσσασμένα…

Αυτές τις μέρες ο ελληνικός λαός είναι σαν το βασιλόπουλο του παραμυθιού του. Σα να είχε αποκοιμηθεί μέσα στον απαίσιο φράχτη της 4ης Αυγούστου και της λογικής της συνέχειας, της κατοχής. Σαν να έσβησαν από τη ζωή του τα τελευταία χρόνια, τα γεμάτα από θυσία και αίμα, από αγωνία και δόξα. Και σαν να ξύπνησε προχθές, χθες και σήμερα και ξαναβρέθηκε πάλι μέσα στο φράχτη, κάτω από τα ουρλιαχτά των σκυλιών. Η επίσημη Ελλάδα γιορτάζει την 28η Οκτωβρίου! Τη γιορτάζει στα 1945 ή συνεχίζεται ο βραχνάς; Η αστυνομία –η ίδια της 4ης Αυγούστου και της κατοχής– διέταξε τον υποχρεωτικό σημαιοστολισμό. Στήνονται οι ίδιες αψίδες. Λάμπουν φωτεινές επιγραφές του «Όχι», όπου ένα μεσαίο τεράστιο «Χ» κι ένα στέμμα από πάνω του δίνουν το σήμα κατατεθέν του επίσημου γιορτασμού. Ο «Άγνωστος στρατιώτης» δέσμιος της υποκρισίας και της δημοκοπίας βεβηλώνεται από στεφάνια δοσιλογικά και προδοτικά. Διάφοροι «πανηγυρικοί» ρήτορες της δεκάρας γελοιοποιούν με κούφιον αέρα τη μεγάλη μέρα. Τα «προσκοπάκια» με λάβαρα και πίφερα –όπως άλλοτε η ΕΟΝ– και οι εθνοφύλακες παρελαύνουν πέρα δώθε. Οι χίτες ουρλιάζουν «Σόφια – Μόσχα!» μέσα στο Ιστορικό Στάδιο. Το Στάδιο που κράτησε χθες, έξω από μια γωνιά, όπου οδήγησαν με διαταγές τους φαντάρους και τους προσκόπους, άσπιλη τη λευκότητα των άδειων κερκίδων του…

Είναι αυτός ο γιορτασμός της μεγάλης μέρας της ξακουστής 28ης Οκτωβρίου, που ο ελληνικός λαός σαν ηλεκτρισμένος παρουσίασε τη μεγαλύτερη έξαρση της ιστορίας του; Είναι ο γιορτασμός της μεγάλης μέρας, που είναι πριν απ’ όλα Αντιφασιστική;

Η 28η Οκτωβρίου είναι βαθειά ριζωμένη μέσα στην ψυχή του λαού. Κάτω από τη μπότα του Γερμανού ο λαός τη γιόρτασε με πείσμα και με αίμα, αψηφώντας τανκς και πολυβόλα. Και σήμερα ο λαός θα τη γιορτάσει όπου και όπως μπορεί. Αλλά τη γιορτάζει, τη μεγάλη αυτή αντιφασιστική και δημοκρατική μέρα, μακριά από τον «επίσημο γιορτασμό», δηλαδή μακριά από τους βέβηλους φασίστες, μακριά από την ξαναζωντανεμένη, μέσα στο μεταδεκεμβριανό αίσχος, 4η Αυγούστου. «Από την σημερινήν εορτήν θα λείπουν ευρισκόμενοι εις τας φυλακάς, ή άλλως παρηγκωνισμένοι, όσοι κυρίως δικαιούνται να συμμετάσχουν. Αφ’ ετέρου θα παρίστανται πολλοί, οι οποίοι θα έπρεπε να ευρίσκωνται εις τα φυλακάς. Και η δικτατορία θα παραμένη δικτατορια» – τονίζει ένας τιμημένος ανώτατος αξιωματικός, ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος. Και υπάρχει μια ανυπέρβλητη σε αναισχυντία αλλά και ειλικρίνεια φράση που θα μπορούσε δικαιωματικά να μπει με μεγάλα φωτεινά γράμματα κάτω από το Λυκαβηττό, έξω από το Παλάτι του κ. Δαμασκηνού Παπανδρέου, μπρος στο Γενικό Επιτελείο, σαν αληθινό σύμβολο του επίσημου γιορτασμού του μεταδεκεμβριανού κράτους. Είναι η φράση που μέσα στη δίκη του Λάμπου και του θηριοτροφείου της Ειδικής ούρλιαξε έξαλλος ο συνήγορος των κ. Ευστράτιος Κουλουμβάκης προς τον δυστυχισμένο πατέρα ενός κρεουργημένου νέου 19 χρονών.

«Η μέγιστη πλειοψηφία των Εελλήνων ευγνωμονεί βαθέως τους Γερμανούς, τα Τάγματα Ασφαλείας και την Ειδικήν δια τα μπλόκα και τας εκτελέσεις!»

Η φράση πέρασε στα πρακτικά της δίκης και θα μείνει στους αιώνες των αιώνων.

***

Ο «επίσημος γιορτασμός» ανήκει στους φασίστες. Αλλά η 28η Οκτωβρίου ανήκει στο λαό. Γιατί ο λαός την έκανε εναντίον του φασισμού, ιταλικού και ελληνικού. Όταν ήχησαν δαιμονισμένα οι σειρήνες εκείνη την ιστορική νύχτα δυο κατηγορίες Ελλήνων έτρεξαν προς διαφορετική κατεύθυνση. Η μια κατηγορία, η μεγάλη, η καθαρή, η αληθινά ηρωική ξεκίνησε για το μέτωπο. Ήταν γυμνή, πεινασμένη, ανοργάνωτη στρατιωτικά, αλλά ξεκίνησε με τραγούδια και με τραγούδια άρχισε και συνέχισε τον άνισο πόλεμο. Η άλλη κατηγορία, μικρή, μετρημένη στα δάχτυλα, έτρεξε να βολευτεί στα καταφύγια της «Γκραν Μπρετάνιας». Από τα καταφύγια αυτά έκαναν τον πόλεμο, βασιλιάδες και δικτάτορες, Γενικά Επιτελεία και αρχιστράτηγοι, οι Παπαδημαίοι και Νικολούληδες και μαζί τους τα θρεμένα λαδοπόντικα της Επιμελητείας. Η πρώτη κατηγορία ήταν ο ελληνικός λαός που βροντοφώναξε το μυριόστομο Ιστορικό «Όχι!», που συγκλόνισε την οικουμένη. Η δεύτερη κατηγορία, οι κιοτήδες και οι κλέφτες, άρπαξε το «Όχι» για να το βεβηλώσει και για να το στρίψει μ’ αυτό σαν κεφάλαιο δημαγωγίας σε 2-3 μέρες στο σίγουρο Κάιρο.

Πώς μπορούσε να πει το «Όχι» ο κρονόληρος Μεταξάς που η ψυχή του ήταν ποτισμένη με πρωσσισμό, με βαθειά ριζωμένη γερμανοφιλία: Που είχε χίλιους δεσμούς με το χιτλερισμό, που είχε παραδώσει όλα τα στρατιωτικά μυστικά σε Γερμανούς αξιωματικούς, που είχε ανοίξει τη χώρα διάπλατα στους πράκτορες του Γκαίμπελς; Και που στην πραγματικότητα είχε μεταβάλει όλο το καθεστώς της 4ης Αυγούστου σε ιδεώδη πέμπτη φάλαγγα, στρατιωτική, πολιτική, διπλωματική, ιδεολογική, ηθική.

Αλλά και πώς θα μπορούσε να πει ο Μεταξάς το «όχι» έστω και στον Μουσσολίνι; Ο πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι γράφει στα απομνημονεύματά του: «Ο Μεταξάς αγαπούσε την Ιταλίαν, όπου είχε περάσει τα έτη της εξορίας του, την οποίαν υπέστη διά την πίστιν του εις την δυναστείαν του Γκλύξμπουργκ. Ως ιδρυτής του ελληνικού ολοκληρωτικού (φασιστικού) συστήματος, το οποίον μετά του Βασιλέως είχεν εγκαινιάσει την 4ην Αυγούστου 1936 εις την Ελλάδα, ο Μεταξάς ήτο φυσικόν να κλίνη προς καθεστώτα των οποίων το Ιδικόν του ήτο μία απλή μίμησις»… Αυτή η μίμησις του Ιταλικού φασισμού ήταν η 4η Αυγούστου. Είχε εγκρίνει πρωτύτερα την κατάληψη της Αλβανίας από τον Μουσσολίνι. Ο Γκράτσι τηλεγραφούσε τότε στην κυβέρνησή του στις 3 Μαΐου 1939 (ραδιογράφημα υπ’ αριθμόν 2085/468): «Η ελληνική κοινή γνώμη αντέδρασεν εις την παρ’ ημών κατάληψιν της Αλβανίας κατά τρόπον εχθρικόν, παρ’ όλον ότι η στάσις των αρχών και πρωτίστως της κεντρικής κυβερνήσεως (Γκλύξμπουργκ – Μεταξά) ήτο όχι μόνον άψογος αλλά και φιλική!». Αυτός ο Μεταξάς και ο Γλύξγκμπουργκ μπορούσαν να πούνε όχι; Αυτοί έκαναν ό,τι τους περνούσε από το χέρι για να παραδώσουν δεμένο χειροπόδαρα τον ελληνικό φασισμό στον ξένο φασισμό, όπως τον είχαν παραδώσει και στον εγχώριο. Αυτοί δεν άφησαν να ζυγώσει στο στρατό σχεδόν κανένας δημοκρατικός αξιωματικός ούτε όταν άρχισε ο πόλεμος. Αυτοί παράδωσαν το στρατό σε κλασσικά ανίκανους αξιωματικούς (αποκορύφωμα ο τενεκεδένιος «αρχιστράτηγος» Παπάγος) ή σε πεμπτοφαλαγγίτες σωματάρχες (Τσολάκογλου, Μπάκος κλπ, κλπ). Αυτοί είχαν αφήσει (μέσα σε ατμόσφαιρα διεθνούς πολεμικού οργασμού, που η επικείμενη ιταλική επίθεση έκανε «μπου»!) το στρατό γυμνό από ιματισμό, κουβέρτες, (για πρώτη φορά ελληνικός στρατός βάδιζε στο μέτωπο με ιδιωτικές κουβέρτες), χωρίς καμιά οργάνωση επιμελητείας. Και το χειρότερο, χωρίς όπλα, χωρίς πυροβολικό, χωρίς μεταφορικά μέσα, χωρίς ούτε ένα σχεδόν αεροπλάνο, παρά την περιβόητη ληστρική ερανολογία για την αεροπορία, σε εσωτερικό και εξωτερικό.

Αν έμενε η υπόθεση στο Γεώργιο και στο Μεταξά, στους φασίστες αξιωματικούς και στα επιτελεία τους, στην ανύπαρκτη προπαρασκευή και στον γελοίο εξοπλισμό του στρατού, αλλά και στην πλήρη ανυπαρξία στρατιωτικού σχεδίου, η υπόθεση θα τελείωνε σε ελάχιστες μέρες. Θα γινόταν αυτό που είχε πει ο Μεταξάς: θα έπεφταν μερικές ντουφεκιές «για την τιμή των όπλων». Κι οι ήρωες των καταφυγίων της «Γκραν Μπρετάνιας» θα έφευγαν, μαζί με τις λίρες του κρατικού θησαυρού για έξω.

Αλλά η υπόθεση πέρασε στον ίδιο το λαό. Πέρασε στους φαντάρους. Πέρασε στους εφέδρους αξιωματικούς και στους διοικητές των μικρών μονάδων «που εχρησιμοποίησαν αριστοτεχνικά την ορμή του Έλληνα στρατιώτη», μας λέει ο στρατηγός Ν. Γρηγοριάδης. Πέρασε στις γυναίκες της Πίνδου, που με τη «ζαλίγκα» της ράχης τους αντικατέστησαν τα ανύπαρκτα μεταφορικά μέσα. Πέρασε σε όλο το λαό των μετόπισθεν που συντόνισε τις προσπάθειές του και τις συγκέντρωσε σε μια κοινή προσπάθεια για την Πατρίδα και το Έθνος.

Έτσι για μερικές ντουφεκιές έγινε σωστός πόλεμος. Έγινε κάτι πολύ περισσότερο: έγινε το έπος των αλβανικών βουνών.

Η 28η Οκτωβρίου είναι μια μεγάλη μέρα. Η αληθινή της σημασία βρίσκεται ολότελα έξω από το βούρκο των σημερινών επισήμων «εορταστών» της. Και η επίδρασή της πάνω στα πεπρωμένα του ελληνικού έθνους είναι τεράστια. Γιατί μέσα στο λουτρό του εθνικού συναγερμού της άρχισε να βαφτίζεται η παλλαϊκή αντιφασιστική συνείδηση του ελληνικού έθνους. Η 28η ήταν μια μεγαλειώδης αρχή. Η πραγματοποίηση της αληθινά ανεξάρτητης Λαϊκής Δημοκρατίας θα είναι η ολοκλήρωσή της

***

Το Έπος της Αλβανίας θα ήταν αδύνατο και ακατανόητο αν ο ελληνικός λαός δεν ήταν βαθύτατα δημοκρατικός, «αθεράπευτα» εχθρός του φασισμού. Η 4η Αυγούστου, παρά την τετραετία της ως τότε, είχε ναυαγήσει κυριολεκτικά στην προσπάθειά της να διαφθείρει φασιστικά την ψυχή του λαού, έστω και της νεολαίας, παρά την τεράστια πραγματικά προσπάθεια. Τις πρώτες μέρες του πολέμου το ίδιο καθεστώς είχε αναγκασθεί (για λίγες μέρες!) να χρησιμοποιήσει αντιφασιστικά συνθήματα. Και αν υπάρχει πολιτικό και πολεμικό σύνθημα, που με γρηγοράδα αστραπής απλώθηκε απάνω στη χώρα και στο μέτωπο ήταν ο εθνικός συναγερμός που κήρυξε ο φυλακισμένος Αρχηγός των κομμουνιστών, μέσα από το κελί της φυλακής. Όχι το ιησουΐτικο «Όχι» του πεμπτοφαλαγγίτη Μεταξά, αλλά το στεντόριο «Όχι!» του Ζαχαριάδη ήταν αυτό που ενσάρκωσε και ζωντάνεψε την παλλαϊκή θέληση του ελληνικού έθνους. Και μέσα στο «Όχι» του φυλακισμένου Ζαχαριάδη βρίσκονται οι ρίζες του κατοπινού αγώνα του έθνους στα χρόνια της σκλαβιάς, στα βουνά και στις πόλεις, στο Ελ Αλαμέιν και στην αεροπορία, στον πολεμικό και στον εμπορικό στόλο. Η ελληνική εθνική αντίσταση είναι μια και αδιαίρετη. Άρχισε στις 28 Οκτωβρίου 1940, συνεχίστηκε αδιάκοπη στα χρόνια της κατοχής στο εσωτερικό και εξωτερικό, πέρασε σε άλλη φάση τον Δεκέμβρη του ‘44 και δεν έκλεισε ακόμα τον ιστορικό της κύκλο…

Η 28η Οκτωβρίου είναι μια μεγάλη μέρα. Η αληθινή της σημασία βρίσκεται ολότελα έξω από το βούρκο των σημερινών επισήμων «εορταστών» της. Και η επίδρασή της πάνω στα πεπρωμένα του ελληνικού έθνους είναι τεράστια. Γιατί μέσα στο λουτρό του εθνικού συναγερμού της άρχισε να βαφτίζεται η παλλαϊκή αντιφασιστική συνείδηση του ελληνικού έθνους. Η 28η ήταν μια μεγαλειώδης αρχή. Η πραγματοποίηση της αληθινά ανεξάρτητης Λαϊκής Δημοκρατίας θα είναι η ολοκλήρωσή της.

* Άρθρο του Κώστα Καραγιώργη, διευθυντή του Ριζοσπάστη, στις 28 Οκτωβρίου 1945

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!