Το γερμανικό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της επέκτασης του EFSF, αλλά προοιωνίζονται νέοι γύροι αντιπαραθέσεων.
Τελικά η πολιτική τάξη της Γερμανίας, στην πλειονότητά της, αποφάσισε ότι πρέπει να πάρει μέτρα «σωτηρίας του ευρώ». Το γερμανικό Κοινοβούλιο ψήφισε, την περασμένη Πέμπτη, υπέρ της επέκτασης των αρμοδιοτήτων και της αντίστοιχης χρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) με 523 ψήφους υπέρ –στους 611 παρόντες βουλευτές—και 85 κατά. 10 από τους Χριστιανοδημοκράτες, 3 από τους Ελεύθερους Δημοκράτες, ελάχιστοι από τους Πράσινους και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και όλη η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Die Linke συγκαταλέγονται στους καταψηφίσαντες. Μόνο το Die Linke προέβαλε μια στέρεη πολιτική βάση: Τα χρήματα που θα παράσχει η Γερμανία στο EFSF – 211 δισ. ευρώ έναντι των 120 μέχρι στιγμής—θα κάνουν πλουσιότερους τους τραπεζίτες και φτωχότερους τους λαούς.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός, που φερόταν να κλυδωνίζεται επικίνδυνα τον τελευταίο καιρό, κατόρθωσε να εξασφαλίσει τις αναγκαίες ψήφους, 315 πάνω από το όριο των 311, που θα έθετε την Μέρκελ στην ομηρία της αντιπολίτευσης, αν στηριζόταν αποκλειστικά σ’ αυτή για την ψήφιση του σχετικού νόμου. Για να χρυσώσει το χάπι, η Α. Μέρκελ συμπεριέλαβε διάταξη που δίνει λόγο στο Κοινοβούλιο για τις μελλοντικές «διασώσεις», μέσω μιας ειδικής επιτροπής της Μπούντεσταγκ που θα παρεμβαίνει ακόμη και σε εσπευσμένες αποφάσεις χρηματοδότησης.
Τι ένωσε τις ανταγωνιζόμενες αστικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας; Προφανώς, το συμφέρον των γερμανικών επιχειρήσεων και τραπεζών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευθυγράμμισή τους. Από τα σχεδόν 100 δισ. ευρώ των γερμανικών εξαγωγών (στοιχεία του Μαρτίου 2011) περίπου το 60% κατευθύνεται στις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ οι γερμανικές τράπεζες κρατούν πολλά δισ. χρέους των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η προοπτική κατάρρευσής της, άκρως πιθανή με την ενδεχόμενη αποχώρηση έστω και των πιο περιθωριακών μελών της, προς το παρόν φοβίζει ίσως περισσότερο τους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες από ό,τι τα κεφάλαια που θα διατεθούν για «διασώσεις», τα οποία, εξάλλου, τα παίρνουν από τους Γερμανούς φορολογούμενους και θα τα εισπράξουν ξανά με τόκο και εγγυήσεις πρωτοφανούς λεηλασίας του δημόσιου πλούτου των νότιων γειτόνων τους, όπως εγγυώνται τα Μνημόνια με την Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία και η συμφωνία της 21ης Ιουλίου.
Ρόλο έπαιξε, επίσης, η τραυματισμένη, αλλά ισχυρή φιλοδοξία των Ευρωπαίων ιθυνόντων να έχουν το δικό τους «παγκόσμιο νόμισμα» ως ανταγωνιστή του δολαρίου και η συνειδητοποίηση ότι μόνες τους Γαλλία ή Γερμανία δεν μπορούν να παίξουν στην παγκόσμια σκηνή. Εξ ου και οι όρκοι στο «μέλλον της Ευρώπης» από μεγάλο φάσμα πολιτικών – από Πράσινους μέχρι Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποια στιγμή δεν θα θελήσουν να απαγκιστρωθούν από την παρούσα μορφή της Ευρωζώνης, αλλά θα ήθελαν να δημιουργήσουν τους κατάλληλους όρους. Εξάλλου η Ευρώπη πάντα ήταν αυτό που ονομάζουν οι Γερμανοί «Elitenprojekt» και οι λαοί αποτελούσαν απλώς τη γαρνιτούρα.
Προς το παρόν, με την προίκα που έδωσαν στο EFSF, 440 δισ. ευρώ και την αρμοδιότητα να αγοράζει ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών για να ρίχνει τις τιμές των σπρεντς και να παρεμβαίνει εμμέσως για τη διάσωση τραπεζών, ελπίζουν ότι θα χαλαρώσουν τις πιέσεις. Πράγμα απίθανο, όπως εκτιμούν οι ειδήμονες, που υποστηρίζουν ότι για να υπάρξει σαφές δείγμα αντιμετώπισης της κρίσης χρέους τα χρήματα που πρέπει να διατεθούν αγγίζουν τα 2 τρισ. ευρώ. Αυτά τα ακούει με αποτροπιασμό ο Β. Σόιμπλε, ο οποίος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τους υπαινιγμούς, απλώς, του Όλι Ρεν και του Μπαρόζο περί δανεισμού του EFSF, έναντι εγγυήσεων, ως «ανοησίες που έρχονται από τις Βρυξέλλες» και «ηλίθια» ιδέα να δανειστεί το EFSF -εφόσον θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ΑΑΑ αξιολόγηση των ομολόγων της Γερμανίας. Είναι αξιοσημείωτο, όμως, ότι ο γερμανικός Τύπος καθόλου δεν αποκλείει το δανεισμό και την «επέκταση της επέκτασης» του EFSF, όπως τη χαρακτηρίζει το Spiegel.
Αυτά προοιωνίζονται άλλο έναν ή μάλλον πολλούς γύρους αντιπαραθέσεων, με ενεργή συμμετοχή των Αμερικανών. Ήδη στο G20 υπουργοί Οικονομικών πολλών καπιταλιστικών χωρών εξέφρασαν την άποψη ότι η στάση της Ε.Ε. -ήτοι Γερμανίας, Γαλλίας- βάζει σε κίνδυνο την «παγκόσμια ανάκαμψη».
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υποδηλώνουν ότι οι ηγεσίες των καπιταλιστικών χωρών δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη συστημική κρίση τους και το μόνο ίσως που τους δίνει χώρο για ελιγμούς και «ανάσες» είναι η απουσία αντιπάλου από την πλευρά των λαϊκών κινημάτων αρκετά ισχυρού για να περιορίζει τα περιθώρια χειρισμών.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός, που φερόταν να κλυδωνίζεται επικίνδυνα τον τελευταίο καιρό, κατόρθωσε να εξασφαλίσει τις αναγκαίες ψήφους, 315 πάνω από το όριο των 311, που θα έθετε την Μέρκελ στην ομηρία της αντιπολίτευσης, αν στηριζόταν αποκλειστικά σ’ αυτή για την ψήφιση του σχετικού νόμου. Για να χρυσώσει το χάπι, η Α. Μέρκελ συμπεριέλαβε διάταξη που δίνει λόγο στο Κοινοβούλιο για τις μελλοντικές «διασώσεις», μέσω μιας ειδικής επιτροπής της Μπούντεσταγκ που θα παρεμβαίνει ακόμη και σε εσπευσμένες αποφάσεις χρηματοδότησης.
Τι ένωσε τις ανταγωνιζόμενες αστικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας; Προφανώς, το συμφέρον των γερμανικών επιχειρήσεων και τραπεζών έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευθυγράμμισή τους. Από τα σχεδόν 100 δισ. ευρώ των γερμανικών εξαγωγών (στοιχεία του Μαρτίου 2011) περίπου το 60% κατευθύνεται στις χώρες της Ευρωζώνης, ενώ οι γερμανικές τράπεζες κρατούν πολλά δισ. χρέους των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Συνεπώς, η προοπτική κατάρρευσής της, άκρως πιθανή με την ενδεχόμενη αποχώρηση έστω και των πιο περιθωριακών μελών της, προς το παρόν φοβίζει ίσως περισσότερο τους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες από ό,τι τα κεφάλαια που θα διατεθούν για «διασώσεις», τα οποία, εξάλλου, τα παίρνουν από τους Γερμανούς φορολογούμενους και θα τα εισπράξουν ξανά με τόκο και εγγυήσεις πρωτοφανούς λεηλασίας του δημόσιου πλούτου των νότιων γειτόνων τους, όπως εγγυώνται τα Μνημόνια με την Ελλάδα, Πορτογαλία και Ιρλανδία και η συμφωνία της 21ης Ιουλίου.
Ρόλο έπαιξε, επίσης, η τραυματισμένη, αλλά ισχυρή φιλοδοξία των Ευρωπαίων ιθυνόντων να έχουν το δικό τους «παγκόσμιο νόμισμα» ως ανταγωνιστή του δολαρίου και η συνειδητοποίηση ότι μόνες τους Γαλλία ή Γερμανία δεν μπορούν να παίξουν στην παγκόσμια σκηνή. Εξ ου και οι όρκοι στο «μέλλον της Ευρώπης» από μεγάλο φάσμα πολιτικών – από Πράσινους μέχρι Χριστιανοδημοκράτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποια στιγμή δεν θα θελήσουν να απαγκιστρωθούν από την παρούσα μορφή της Ευρωζώνης, αλλά θα ήθελαν να δημιουργήσουν τους κατάλληλους όρους. Εξάλλου η Ευρώπη πάντα ήταν αυτό που ονομάζουν οι Γερμανοί «Elitenprojekt» και οι λαοί αποτελούσαν απλώς τη γαρνιτούρα.
Προς το παρόν, με την προίκα που έδωσαν στο EFSF, 440 δισ. ευρώ και την αρμοδιότητα να αγοράζει ομόλογα των υπερχρεωμένων χωρών για να ρίχνει τις τιμές των σπρεντς και να παρεμβαίνει εμμέσως για τη διάσωση τραπεζών, ελπίζουν ότι θα χαλαρώσουν τις πιέσεις. Πράγμα απίθανο, όπως εκτιμούν οι ειδήμονες, που υποστηρίζουν ότι για να υπάρξει σαφές δείγμα αντιμετώπισης της κρίσης χρέους τα χρήματα που πρέπει να διατεθούν αγγίζουν τα 2 τρισ. ευρώ. Αυτά τα ακούει με αποτροπιασμό ο Β. Σόιμπλε, ο οποίος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τους υπαινιγμούς, απλώς, του Όλι Ρεν και του Μπαρόζο περί δανεισμού του EFSF, έναντι εγγυήσεων, ως «ανοησίες που έρχονται από τις Βρυξέλλες» και «ηλίθια» ιδέα να δανειστεί το EFSF -εφόσον θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ΑΑΑ αξιολόγηση των ομολόγων της Γερμανίας. Είναι αξιοσημείωτο, όμως, ότι ο γερμανικός Τύπος καθόλου δεν αποκλείει το δανεισμό και την «επέκταση της επέκτασης» του EFSF, όπως τη χαρακτηρίζει το Spiegel.
Αυτά προοιωνίζονται άλλο έναν ή μάλλον πολλούς γύρους αντιπαραθέσεων, με ενεργή συμμετοχή των Αμερικανών. Ήδη στο G20 υπουργοί Οικονομικών πολλών καπιταλιστικών χωρών εξέφρασαν την άποψη ότι η στάση της Ε.Ε. -ήτοι Γερμανίας, Γαλλίας- βάζει σε κίνδυνο την «παγκόσμια ανάκαμψη».
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά υποδηλώνουν ότι οι ηγεσίες των καπιταλιστικών χωρών δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη συστημική κρίση τους και το μόνο ίσως που τους δίνει χώρο για ελιγμούς και «ανάσες» είναι η απουσία αντιπάλου από την πλευρά των λαϊκών κινημάτων αρκετά ισχυρού για να περιορίζει τα περιθώρια χειρισμών.
Αρ.Α.
Σχόλια