Σήμερα ο Τραμπ συμπληρώνει 79 έτη ζωής, και θα γιορτάσει τα γενέθλιά του με… στρατιωτική παρέλαση στην ομοσπονδιακή πρωτεύουσα των ΗΠΑ, την Ουάσινγκτον. Ταυτόχρονα θα διαδηλώνουν εναντίον του –στην Ουάσινγκτον και σε εκατοντάδες ακόμη βορειοαμερικανικές πόλεις– οι πολίτες που αντιτίθενται όλο και πιο δυναμικά στη νέα διοίκηση των ΗΠΑ. Τι θα συμβεί εάν συναντηθούν τα τεθωρακισμένα του στρατοπέδου MAGA με το πολύχρωμο πλήθος που βάζει πια θέμα ανατροπής του τραμπισμού, είναι άγνωστο. Πάντως οι σημερινές συγκεντρώσεις πραγματοποιούνται στο φόντο των σκληρών συγκρούσεων που από το περασμένο Σαββατοκύριακο ξέσπασαν (αρχικά στο Λος Άντζελες, κι έπειτα και σε άλλες μεγαλουπόλεις) με αφορμή τις μαζικές συλλήψεις μεταναστών. Μέχρι στιγμής εκατοντάδες διαδηλωτές έχουν τραυματιστεί και συλληφθεί, ενώ οι στρατιωτικοποιημένες ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας έχουν πλήξει με σφαίρες καλυμμένες από καουτσούκ ακόμη και ξένους ανταποκριτές – μεταξύ των οποίων την Αυστραλιανή δημοσιογράφο Λορέν Τομάζι, που πυροβολήθηκε σε ζωντανή μετάδοση, και τον Βρετανό φωτογράφο Νικ Στερν. Όταν στοχοποιούνται έτσι ανοιχτά δημοσιογράφοι συστημικών ΜΜΕ, μπορεί κανείς να φανταστεί τη βία που ασκείται εναντίον του «όχλου»…
Στην πραγματικότητα, πίσω από μια τέτοια κλιμάκωση και όξυνση της σύγκρουσης στους δρόμους βρίσκεται η μακρόχρονη και πολύ βαθιά ρήξη στους κόλπους της βορειοαμερικανικής ελίτ. Πυροδοτούμενη τώρα από έναν άνευ προηγουμένου προβοκατόρικο αυταρχισμό της διοίκησης Τραμπ, η ενδόρρηξη συγκεντρώνει σταδιακά όρους για να κλιμακωθεί έως και σε ανοιχτή εμφύλια αντιπαράθεση. Η ενδεχόμενη κλιμάκωση θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων το εάν και μέχρι πού είναι διατεθειμένο να υποχωρήσει το αντίπαλο «Δημοκρατικό» συστημικό μπλοκ. Το τραμπικό στρατόπεδο δεν κρύβει ότι στόχος του είναι να απαλλαγεί ντε φάκτο από κάθε περιοριστικό συνταγματικό κανόνα και από κάθε έλεγχο από άλλους ομοσπονδιακούς «θεσμούς», ανατρέποντας την παλιά τάξη πραγμάτων και όλες τις ισορροπίες της. Γι’ αυτό προκαλεί καταργώντας στην πράξη π.χ. τα δικαιώματα πρόσβασης βουλευτών και γερουσιαστών σε χώρους κράτησης μεταναστών, αγνοώντας αποφάσεις δικαστηρίων που (ακόμη) δεν ελέγχει, και φτάνοντας να απαγγέλλει κατηγορίες «αντίστασης κατά της αρχής» ακόμη και κατά μελών του Κογκρέσου – όπως συνέβη αυτήν την εβδομάδα στο Νιου Τζέρσι.
«Κλεμμένη γη»
Η κλιμάκωση θα εξαρτηθεί βέβαια και από το πώς θα αντιδράσουν οι μάζες που συγκρούονται στους δρόμους με τους πάνοπλους μηχανισμούς καταστολής και τρομοκράτησης: όσο αυξάνεται η χειραφέτησή τους από το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος, τόσο μειώνεται η δυνατότητα ελέγχου και καναλιζαρίσματος της αντίστασης που ξεδιπλώνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί (κυρίως μη λευκοί) Καλιφορνέζοι ανεμίζουν στις κινητοποιήσεις τις σημαίες του Μεξικού, διεκδικώντας μια ιστορική νομιμοποίηση που δυναμιτίζει συνολικά τα θεμέλια των ΗΠΑ – κι έτσι εν δυνάμει απειλεί και τις δύο αλληλοσπαρασσόμενες πτέρυγες της βορειοαμερικάνικης ελίτ: ο λόγος περί των διαρκών αναφορών των διαδηλωτών στην εισβολή, στα μέσα του 19ου αιώνα, του στρατού των ΗΠΑ στα τότε μεξικανικά εδάφη, και τη βίαιη προσάρτηση από την Ουάσιγκτον μιας σειράς σημερινών πολιτειών (Καλιφόρνια, Τέξας, Αριζόνα, Νιου Μέξικο κ.ά.). «Κανείς δεν είναι παράνομος σε κλεμμένη γη» είναι ένα από τα αγαπημένα συνθήματα των Λατίνων, αυτών δηλαδή που περισσότερο από κάθε άλλη πληθυσμιακή ομάδα έχουν στοχοποιηθεί από την ομοσπονδιακή εξουσία και πρωτοστατούν αυτή τη στιγμή στο αντιτραμπικό ξέσπασμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Τραμπ στις προβοκατόρικες αναρτήσεις του αναφέρεται σε «ξένη εισβολή και ανταρσία επί αμερικανικού εδάφους», με αποδεικτικό στοιχείο ακριβώς το ανέμισμα «ξένων σημαιών» από τους ισπανόφωνους – που είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα στην Καλιφόρνια (40% Λατίνοι, 38% Λευκοί, 15% Ασιάτες, 5% Αφροαμερικανοί, 2% ιθαγενείς κ.ά.). Με αυτό το «επιχείρημα» εξάλλου αιτιολογεί τη χρησιμοποίηση της καλιφορνέζικης Εθνοφρουράς (αφού την έθεσε υπό ομοσπονδιακή διοίκηση, διότι ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της πολιτείας είναι «άχρηστος» και «απόβρασμα»!) και την επιπλέον αποστολή στους δρόμους του Λος Άντζελες 4.700 στρατιωτών του τακτικού στρατού, μεταξύ των οποίων και 700 πεζοναύτες. Η κατάσταση περιπλέκεται κι άλλο από την υποτίθεται κατευναστική αλλά στην πραγματικότητα προειδοποιητική έναντι της Ουάσινγκτον παρέμβαση της Μεξικανής προέδρου Κλαούντια Σέινμπαουμ: «Πάντα ήμασταν αντίθετοι στις βίαιες διαμαρτυρίες. Από την άλλη πλευρά, η θέση μας είναι και θα συνεχίσει να είναι η υπεράσπιση των τίμιων, εργατικών Μεξικανών που στηρίζουν την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών και τις οικογένειές τους στο Μεξικό». Το μήνυμα ελήφθη, και η υπουργός Εσωτερικών των ΗΠΑ Κρίστι Νοέμ δήλωσε: «Η Κλαούντια Σέινμπαουμ ενθάρρυνε περισσότερες διαδηλώσεις στο Λος Άντζελες, και την καταδικάζω για αυτό». Για να έρθει μια λιτή απάντηση της μεξικανικής προεδρίας: «Οι κατηγορίες της κυβέρνησης των ΗΠΑ κατά της Προέδρου είναι απολύτως ψευδείς»…
***
Ρόμποκοπ, εθνοφρουρά, στρατός, πεζοναύτες καταλαμβάνουν τους δρόμους του Λος Άντζελες – της μεγαλύτερης πόλης της πολυπληθέστερης και πλουσιότερης πολιτείας των ΗΠΑ (η Καλιφόρνια από μόνη της έχει το 4ο υψηλότερο ΑΕΠ στον κόσμο, ξεπερνώντας ακόμη και την Ιαπωνία). Εργάτες, φοιτητές, πελάτες μαγαζιών, γονείς και μικρά παιδιά, ακόμη και τουρίστες, συλλαμβάνονται σε εργοτάξια, σχολεία, σπίτια, εστιατόρια και κλείνονται σε φυλακές και στρατόπεδα ενόψει απέλασης. Σφαίρες με επικάλυψη καουτσούκ, χημικά, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης ρίχνονται εναντίον του διαμαρτυρόμενου πλήθους. Ύβρεις ανταλλάσσονται μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ και επιφανών εκπροσώπων των Δημοκρατικών. Στρατιωτικές παρελάσεις διοργανώνονται για τα γενέθλια του Τραμπ, και την ίδια ώρα προγραμματίζονται 1.800 διαδηλώσεις σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ. Αυτές είναι αποσπασματικές εικόνες, πίσω από τις οποίες διακρίνεται όλο και πιο καθαρά η τρομερή κρίση που διαπερνά όλο τον Δυτικό κόσμο, με πρώτες τις ΗΠΑ. Εξουσίες με φθίνουσα ή και ανύπαρκτη νομιμοποίηση, που εκπροσωπούν αυτά ή τα άλλα αρπακτικά των ελίτ και περιφρονούν κάθε κανόνα, επιχειρούν να επιβληθούν στους λαούς και να εξανδραποδίσουν τεράστιες πλειοψηφίες. Ο τωρινός ξεσηκωμός και οι αντιστάσεις που αναδύονται στο Λος Άντζελες και πολλές ακόμη πόλεις μπορεί να ανοίξουν δρόμους, μπορεί και να καταλαγιάσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αλλά η αντιπαράθεση τόσο εντός των ελίτ όσο και με τα λαϊκά στρώματα, που κινητοποιούνται για να υπερασπιστούν την ίδια τους την ύπαρξη, θα συνεχιστεί.
Το Φως παλεύει με το Σκοτάδι;
Αυτή είναι η εικόνα που δίνουν τα μεγάλα «δημοκρατικά» ΜΜΕ και συνολικά το «προοδευτικό στρατόπεδο»: Στη μια πλευρά βρίσκονται οι υπερασπιστές της δημοκρατίας, δηλαδή το Δημοκρατικό Κόμμα και πιο συγκεκριμένα ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Καλιφόρνια και η επίσης Δημοκρατική δήμαρχος του Λος Άντζελες (παρεμπιπτόντως, ήταν η τελευταία και όχι ο Τραμπ που επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας). Στην άλλη πλευρά, ο «τρελός» Τραμπ και ο ακροδεξιός συρφετός που τον στηρίζει και τσαλαπατά το Σύνταγμα, τους θεσμούς κ.ο.κ. Την ίδια εικόνα, αναποδογυρισμένη βέβαια, περιγράφει και ο Τραμπ: Από τη μια αυτός και όσοι υπερασπίζονται τις αυθεντικές αμερικανικές αξίες και απωθούν την εισβολή των μη λευκών εγκληματιών στα ιερά εδάφη του Φαρ Ουέστ. Από την άλλη οι… μαρξιστές του Δημοκρατικού Κόμματος και της Γουόλ Στριτ, που έχουν βαλθεί να καταστρέψουν τις ΗΠΑ διαβρώνοντας ακόμη και τα πανεπιστήμια της ελίτ κ.ο.κ.
Και στο ένα και στο άλλο αφήγημα οι διαδηλωτές είναι μια ενοχλητική λεπτομέρεια στο άκρο του κάδρου, που προορίζεται να παταχθεί παραδειγματικά – όποια πλευρά της συστημικής ενδόρρηξης και να επικρατήσει. Διότι τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι τραμπιστές ξορκίζουν την πιθανότητα αυτονόμησης αυτού του κόσμου από το παραδοσιακό πολιτικό παιχνίδι – που άλλωστε δεν είναι πια παιχνίδι, αλλά ανειρήνευτος πόλεμος. Οι αναφορές στον μακαρθισμό με αφορμή, μεταξύ άλλων, τις επιθέσεις της νέας διοίκησης των ΗΠΑ στα κορυφαία ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι μάλλον ατυχείς, διότι τώρα στο στόχαστρο δεν είναι μια μικρή μειοψηφία «κομμουνιστών και συνοδοιπόρων», αλλά συνολικά μία από τις δύο πτέρυγες του βορειοαμερικανικού κατεστημένου – η πλήρης συνθηκολόγηση και αποδόμηση της οποίας είναι όρος επιβίωσης του τραμπικού μηχανισμού και του κοινωνικού μπλοκ που ακόμα τον στηρίζει, με επίκεντρο την «ύπαιθρο» των ΗΠΑ (η οποία φυτοζωεί και αναγνωρίζει ως αντίπαλο τις κοσμοπολίτικες
Η εθνοφρουρά και ο τακτικός στρατός χρησιμοποιήθηκαν από την ομοσπονδιακή εξουσία εντός του εδάφους των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα εναντίον των ιθαγενών, προχωρώντας σε μαζικές σφαγές αμάχων και σε παραδειγματικές εκτελέσεις αιχμαλώτων ιθαγενών. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης εναντίον των «εισβολών» Μεξικάνων (μεταξύ άλλων υπό τον θρυλικό Πάντσο Βίλα) σε εδάφη που ιστορικά ανήκαν στο Μεξικό αλλά τελικά καταλήφθηκαν από τον βορειοαμερικανικό στρατό εισβολής και ενσωματώθηκαν στις ΗΠΑ. Πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν και για το αιματοκύλισμα μεγάλων εργατικών απεργιών.
Μεταπολεμικά, στρατός στάλθηκε από ομοσπονδιακές κυβερνήσεις εναντίον των ριζοσπαστικών κινημάτων στις θυελλώδεις δεκαετίες του 1960 και 1970, και ξανά το 1992 για να τεθεί υπό έλεγχο η προηγούμενη εξέγερση του Λος Άντζελες (μετά την προκλητική αθώωση των αστυνομικών που δολοφόνησαν τον Ρόντνι Κινγκ). Σε πολλές από αυτές τις περιστάσεις παραβιάστηκε ο μέχρι σήμερα ισχύων νόμος του 1878 που υποχρεώνει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να χρησιμοποιεί τον στρατό εντός των ΗΠΑ μόνο σε ρόλο υποστήριξης των αστυνομικών αρχών.
Κατεβάζοντας τον στρατό στους δρόμους των ΗΠΑ εναντίον άοπλων κατοίκων (έστω κι αν αυτοί περιλαμβάνουν «παράνομους αλλοεθνείς»), ο Τραμπ είναι σαφής: απαιτεί απόλυτο έλεγχο της διοίκησης, χωρίς προσκόμματα από την αντιπολίτευση, τη «δικαιοσύνη» κ.λπ., και πλήρη υποταγή των λαϊκών τάξεων. Είναι περίεργο ότι το τραμπικό μπλοκ φαίνεται να μην γνωρίζει πως «όπου υπάρχει καταπίεση, υπάρχει και αντίσταση».