Η νέα μορφή ηθικής, η λεγόμενη «ελαστική» ηθική που λυγίζει ανάλογα με τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, είναι σαφές πως δεν λειτουργεί ως σταθερός άξονας αξιών, αλλά ως εργαλείο κοινωνικής αποδοχής. Αλλάζουμε ιδέες, στάσεις και λόγια με ευκολία, αρκεί να μη χάσουμε τη συμπάθεια των άλλων. Κι έτσι, η συνέπεια, η αυτοκριτική και η ακεραιότητα υποχωρούν μπροστά στη γοητεία της προσαρμογής.
Η ηθική μετατρέπεται σε μέσο συμβατότητας, σε στολή που τη φορούμε ανάλογα με το περιβάλλον. Δεν λειτουργεί ως δέσμευση ή κόστος, αλλά ως μέσο επιβίωσης μέσα στη ρευστότητα του δημόσιου λόγου. Όταν κάποιος αλλάζει στάση χωρίς να εξηγήσει το γιατί, χωρίς δημόσια αυτοκριτική, λέμε «δεν πειράζει». Όμως κάθε φορά που το λέμε, λίγο περισσότερο αποδεχόμαστε τη διάβρωση της συνέπειας.
Ο Αριστοτέλης, στη Νικόμαχο Ηθική, μας θυμίζει ότι η αρετή δεν είναι συναίσθημα ούτε στιγμιαία απόφαση· είναι σταθερή διάθεση που καλλιεργείται με πράξη. «Γινόμαστε δίκαιοι πράττοντας δίκαια», γράφει. Κι όμως, σήμερα πράττουμε ανάλογα με την ευκολία, όχι με την πεποίθηση. Αντί να στοχαζόμαστε πάνω στις αντιφάσεις μας, επιλέγουμε τη σιωπή, τη σύμπλευση, τη βολική αμνησία.
Η ελαστική ηθική είναι προϊόν της εποχής της εικόνας και της ταχύτητας, όπου το φαίνεσθαι υπερισχύει του είναι. Αφορά ιδιαίτερα όσους διαμορφώνουν λόγο δημόσιο ή πολιτικό, εκεί όπου η συνέπεια είναι πράξη και όχι ρητορική. Όταν η ηθική παύει να συνδέεται με τη συλλογικότητα και τη δικαιοσύνη, όταν γίνεται προσωπικό στολίδι, τότε αποδυναμώνει τη δυνατότητα αλλαγής.
Η αριστερή ηθική δεν μπορεί να είναι ελαστική· είναι υποχρέωση συνέπειας, πράξης και αλήθειας. Δεν είναι στρατηγική επιβίωσης, αλλά στάση ζωής που απαιτεί κόπο και ρήξη. Αν δεν υπερασπιστούμε ξανά την ηθική ως δέσμευση και όχι ως προσωπεία, τότε δεν θα έχουμε απλώς χάσει μια ιδεολογία – θα έχουμε χάσει τον ίδιο τον άξονα που μας ορίζει ως ανθρώπους.






































































