Le Capital είναι ο τίτλος που επέλεξε για τη νέα του ταινία ο Κώστας Γαβράς, (παραπέμποντας ευθέως στο ομότιτλο έργο του Μαρξ), για να παρουσιάσει τη ζωή ενός χρηματιστή.
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Πηγή έμπνευσης το βιβλίο ενός πρώην διοικητή της Crédit Lyonnais και στόχος η «επίκαιρη» χρηματοπιστωτική κρίση. Ο Μαρκ Τουρνέιγ, πρώην υπάλληλος της Γκόλντμαν Σακς και νυν δεξί χέρι του διευθυντή της Τράπεζας Φοίνιξ, δράττεται από την ευκαιρία της αιφνίδιας ασθένειας του αφεντικού του, για να αποδειχτεί σκληρότερος διαπραγματευτής. Με τα εξωφρενικά κέρδη που πετυχαίνει, απολύοντας πάνω από 100.000 υπαλλήλους, ισχυροποιεί το προφίλ του στους μεγαλομετόχους της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, κατοχυρώνοντας τη θέση του. Τυφλωμένος από το διαρκώς συσσωρευόμενο κέρδος, θα απογοητεύσει και τις τρεις γυναίκες που τον περιστοιχίζουν, πουλώντας την ψυχή του στο διάβολο. Κυρίαρχος τραπεζίτης πια, έπειτα από εκβιασμούς και παζάρια, καταχειροκροτείται στο τέλος της ταινίας από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, για την παραληρηματική ατάκα «θα συνεχίσουμε να παίρνουμε από τους φτωχούς για να δίνουμε στους πλούσιους!».
Ο Γαβράς παρουσιάζει με απλό, δίχως εξάρσεις, κινηματογραφικό τρόπο, την ιστορία της ανέλιξης ενός γκόλντεν μπόι, στην κορυφή της οικονομικής πυραμίδας. Κοφτά πλάνα, δεμένα με ένα καλό μοντάζ, χρήση μιας διακριτικής μουσικής, απ’ τον συνθέτη Αρμάν Αμάρ, που προσδίδει μια υποδόρια ρυθμική στίξη στην εικόνα. Ο ήπιος κινηματογραφικός ρυθμός αποσβένει την ταχύτητα με την οποία ελίσσεται ο Μαρκ, συνεχώς με ένα κινητό στο χέρι. Πιο δυναμικά, αποδίδονται οι σκηνές των συσκέψεων, στα μεγάλα γραφεία, με την κάμερα να στρέφεται από τον ένα στον άλλον. Οι πολλαπλές οθόνες των τηλεδιασκέψεων τονίζουν πετυχημένα την αποστασιοποίηση των επαγγελματικών επαφών. Η ψυχολογική προέκταση των φιλμικών χαρακτήρων επιτυγχάνεται μέσα από στερεοτυπικές φόρμες, όχι απαραίτητα συναρπαστικές. Η φωνή της συνείδησης του Μαρκ είναι ο αριστεριστής θείος του που εξοργισμένος, στη σκηνή του οικογενειακού γεύματος, καυτηριάζει με οξύτητα τις επιπτώσεις του τραπεζικού συστήματος στον απλό κόσμο, ενώ οι εμμονές και οι τύψεις του Μαρκ υποδηλώνονται με ακραίες συμπεριφορές, που αποδεικνύονται φανταστικές.
Οι ερμηνείες δεν έχουν να επιδείξουν μεγάλες στιγμές. Η επιλογή του γνωστού Γάλλου κωμικού Γκαντ Ελμαλέχ, στο ρόλο τραπεζίτη, ίσως λειτουργεί ειρωνικά, αυτό όμως ισχύει κυρίως για το γαλλικό κοινό. Η ψυχρότητα που αποπνέει, ως αρνητικός χαρακτήρας, δεν εκπέμπει κάποιο βαθύτερο σαρκασμό. Η ταινία του Γαβρά δεν είναι μαύρη κωμωδία, ούτε πολιτικό θρίλερ. Λειτουργεί περισσότερο ως παρωδία, με ένα σενάριο γεμάτο ατάκες του στυλ το χρήμα είναι ο αφέντης, που σε συνδυασμό με τα χλιδάτα ταξίδια, τα υπερπολυτελή κότερα και τις σέξι υπάρξεις παρουσιάζει την ιστορία των ισχυρών της γης, που προορίζεται για κατανάλωση από τους ταπεινούς. Η αναλγησία και η κυνικότητα των κροίσων περιγράφεται εδώ και χρόνια από το σινεμά του Χόλιγουντ, με στόχο να παγιώσει την αίσθηση ότι η ύπαρξη αυτής της κάστας, που βρίσκεται στο απυρόβλητο χρησιμοποιεί, «σαν ένα εικονικό φάρμακο τη δημοκρατία», είναι νομοτελειακά θεσμοθετημένη, στο άνισο παιχνίδι του καπιταλισμού.
Αντίστοιχα λειτουργεί κι αυτή η ακριβή γαλλική παραγωγή, με τα μυθικά ταξίδια του πρωταγωνιστή και είναι αμφίβολο, αν πετυχαίνει να προωθήσει κάποιον προβληματισμό, σχετικά με την οικονομική κρίση, αφού λειτουργεί περισσότερο καθησυχαστικά, αν βέβαια συγκριθεί με προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη.
Θα περιμέναμε κάτι πιο καταγγελτικό από τον δημιουργό του Ζ.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου