Το τελετουργικό τέλος του Μνημονίου και οι κρίσιμες δεσμεύσεις για έλλειμμα-πλεόνασμα που καθορίζουν το πρόσημο της υπό διαπραγμάτευση ενδιάμεσης συμφωνίας
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Μέχρι τη Δευτέρα, οπότε συνεδριάζει το Eurogroup, θα έχει κριθεί αν θα υπάρξει συμφωνία-γέφυρα μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, ανεξάρτητα από την ονομασία της, τους συμβολισμούς και τους λεκτικούς ακροβατισμούς με τους οποίους αυτή η συμφωνία θα περιβληθεί. Η αγωνία μπορεί να παραταθεί ακόμη και πέραν της 18/2, οπότε η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει αν παρατείνει τη δυνατότητα προσφυγής στη χρηματοδότηση μέσω ELA ή και μέχρι 28/2, οπότε λήγει το ισχύον πρόγραμμα. Οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν με άλλες έκτακτες συνεδριάσεις του Eurogroup.
Το προφανές, πάντως, είναι ότι και οι δύο πλευρές αποκλείουν προς το παρόν το σενάριο της ρήξης. Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει το πλεονέκτημα ότι τυχόν υποχωρήσεις από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις θα γίνουν πιο εύκολα αποδεκτές από την κοινή γνώμη, που προς το παρόν την περιβάλλει με μια σπάνια για την πρόσφατη Πολιτική Ιστορία Εμπιστοσύνη. Μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν οι δανειστές-εταίροι. Η πολιτική συγκυρία από χώρα σε χώρα, στενά συναρτημένη και με τις εκλογικές αναμετρήσεις που επίκεινται μέχρι και το τέλος του έτους, προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις απέναντι στο ενδεχόμενο ενός νέου, συμβιβαστικού ελληνικού προγράμματος. Η πορτογαλική, η φινλανδική και πολύ περισσότερο η ισπανική κυβέρνηση εμφανίζονται βασιλικότερες του βασιλέως, καθώς απειλούνται από αριστερόστροφες ή δεξιόστροφες αντιπολιτευτικές δυνάμεις.
Η γαλλική και η ιταλική κυβέρνηση βλέπουν μάλλον με καλό μάτι μια χαλάρωση των όρων του ελληνικού προγράμματος, προσβλέποντας σε μια ευνοϊκή αντανάκλαση και στις χώρες τους. Όμως, το κλειδί το κρατά πάντα η γερμανική ηγεσία, που επιβάλλει το imperium της και στους συμβιβασμούς και στην αδιαλλαξία. Η καγκελάριος Μέρκελ έχει την πολιτική άνεση να «πουλήσει» ένα συμβιβασμό στη γερμανική κοινή γνώμη, έστω κι αν εντός του κόμματός της, ιδιαίτερα στους εταίρους της Χριστιανοκοινωνιστές, επικρατούν εθνικιστική υστερία και λαϊκιστική ρητορεία εις βάρος της Ελλάδας. Αν αποφασίσει συμβιβασμό, αυτός θα επιβληθεί παντού. Και στη Γερμανία και στους λοιπούς εταίρους στην Ε.Ε.
Από μηδενική βάση;
Το ερώτημα είναι το περιεχόμενο αυτού του συμβιβασμού. Το κοινωνικό, πολιτικό, αλλά και το συμβολικό ισοζύγιό του. Η «τεχνική» συζήτηση μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και της «τετραμερούς» των θεσμικών εταίρων που αντικαθιστά την τρόικα (Κομισιόν, Euro Working Group, ΕΚΤ, ΔΝΤ) πάνω στη βάση «70% Mνημόνιο, 30% ελληνικό πρόγραμμα» προφανώς «γκριζάρει» τον κυβερνητικό ισχυρισμό «Μνημόνιο και τρόικα τέλος». Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια εντελώς καινούργια τεχνική και νομική βάση διαπραγμάτευσης, αδιανόητη για τους δανειστές μέχρι πριν από λίγες μέρες. Κατά κάποιο τρόπο ακυρώνει πράγματι τη δανειακή σύμβαση και το Μνημόνιο, του οποίου η τελετουργία της αξιολόγησης, οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις για «μεταρρυθμίσεις» εντός χρονοδιαγραμμάτων και οι εκταμιεύσεις δόσεων ήταν απαραίτητα συστατικά του. Άρα, η κυβέρνηση και οι δανειστές τυπικά διαπραγματεύονται από μηδενική βάση.
Γίνεται, όμως, και επί της ουσίας αυτή η αναδιαπραγμάτευση από μηδενική βάση; Και υπέρ ποιου γίνεται; Το ότι, για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής ή του λαθρεμπορίου προβλέπεται τόσο στο Μνημόνιο όσο και στο πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης αποτελεί κοινοτοπία. Το ποιος και πώς θα πληρώσει αυτή την αντιμετώπιση, όμως, κάνει τη διαφορά. Στα σημεία μπορεί να εντοπίσει κανείς πλήθος συμπτώσεων σε τίτλους που μπορεί να καταστήσουν εύπεπτη τη σύνθεση «70% Μνημόνιο, 30% ελληνικά ισοδύναμα». Αλλά το κρίσιμο για μια κυβέρνηση που υπόσχεται να αντιστρέψει την πολιτική της λιτότητας δεν είναι τα μέσα επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων της προσαρμογής (μεταρρυθμίσεις, εντός ή εκτός εισαγωγικών). Είναι οι ίδιοι οι δημοσιονομικοί στόχοι. Δηλαδή, αν θα έχει πόρους για να ασκήσει την πολιτική της, πέρα από αυτούς που καταπίνει η εξυπηρέτηση του αβίωτου χρέους και η παραγωγή πλεονασμάτων.
Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις
Για το πρώτο σκέλος, την εξυπηρέτηση του χρέους, είναι ορατή η υπαναχώρηση από την εξαγγελία για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της στην αναζήτηση τεχνικών απομείωσής του. Ας υποθέσουμε ότι αυτό θα γίνει αντικείμενο της «μεγάλης διαπραγμάτευσης» σε μεταγενέστερο χρόνο, μετά την ολοκλήρωση του υπό διαπραγμάτευση νέου προγράμματος-γέφυρα. Ωστόσο και σ’ αυτό το ενδιάμεσο πρόγραμμα είναι αδύνατο να παρακαμφθούν ζητήματα εξυπηρέτησης του χρέους φέτος, ιδιαίτερα οι μεγάλες λήξεις ομολόγων-δανείων τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Αν δεν υπάρξει σχετική πρόνοια και στην ενδιάμεση συμφωνία, είναι αδύνατο η κυβέρνηση να βρει πόρους να υλοποιήσει έστω και το μετρήσιμου και ρεαλιστικού κόστους σχέδιο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Ακόμη πιο κρίσιμο για την ενδιάμεση συμφωνία είναι το ζήτημα των δημοσιονομικών στόχων στους οποίους καλείται να δεσμευτεί η κυβέρνηση. Δηλαδή, το διαβόητο πλεόνασμα ή ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός. Η πρόβλεψη για πλεόνασμα 3,5%-4,5% έχει τεθεί εκτός συζήτησης, αφού αμφισβητείται ακόμη και από τα ΔΝΤ. Αλλά και η γραμμή υποχώρησης σε ένα πλεόνασμα 1%-1,5% μικρά περιθώρια εξοικονόμησης πόρων αφήνει, της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ. Μάζευε κι ας είν’ και ρώγες, θα πει κανείς, αλλά όταν το χρηματοδοτικό κενό μόνο για το 2015 υπολογίζεται μέχρι και 12,7 δισ. (ΔΝΤ) αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Κι αν η κόκκινη γραμμή της κυβέρνησης είναι ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός και υποθέσει κανείς ότι αυτό το «χωνεύουν» οι εταίροι, πάλι η εξοικονόμηση δεν υπερβαίνει τα 3,5 δισ.
Υπάρχει, ωστόσο, μια κατάσταση εντελώς πρωτότυπη για το τερατώδες νομικό καθεστώς που έχει διαμορφωθεί στην Ευρωζώνη. Αν ισχύει, πράγματι, η διακήρυξη ότι η χώρα, βάσει της λαϊκής ετυμηγορίας, δεν δεσμεύεται από το μνημόνιο, ποια είναι η θεμελιώδης συμβατική υποχρέωση που συνδέει την Ελλάδα- και οποιαδήποτε άλλη χώρα μέλος της Ευρωζώνης- με την ΟΝΕ ως οντότητα; Δεν είναι το μνημόνιο που προβλέπει πλεονάσματα 4,5%. Δεν είναι ούτε το Δημοσιονομικό Σύμφωνο που προβλέπει ελλείμματα έως 0,5% ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς επί ποινή οικονομικών κυρώσεων, το οποίο όμως είναι διακρατική συμφωνία και όχι κοινοτικό δίκαιο. Δεν είναι ούτε το Σύμφωνο για το Ευρώ+, που επίσης είναι διακρατική συμφωνία.
Το μόνο που πραγματικά δεσμεύει ως μέλος της ΟΝΕ μια χώρα έναντι της απειλής αποπομπής από το ευρώ (κι αυτό χωρίς να έχει προβλεφθεί κάποια ασφαλής νομική δίοδος) είναι το κατάπτυστο, επαχθές, νεοφιλελεύθερο Σύμφωνο Σταθερότητας. Το οποίο, όπως, προβλέπει μεσοσταθμικό έλλειμμα 3% ως υποχρέωση των μελών. Αυτό, άλλωστε, επικαλούνται Γαλλία και Ιταλία που κατέθεσαν ελλειμματικούς Προϋπολογισμούς και ανέβαλαν για το 2017 και εντεύθεν τη μείωση τους. Μίλησε κανείς για FRexit ή ITALexit; Όχι, η Κομισιόν ανέπεμψε για βελτιώσεις τους προϋπολογισμούς και ψάχνεται για το πώς θ’ αποφύγει την επιβολή κυρώσεων, επικαλούμενη την ευελιξία που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Συνθήκη κι όχι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, που είναι ένα εξωκοινοτικό, διακρατικό «συμβόλαιο».
Με ποιους κανόνες
Άρα, ακόμη κι αν κανείς θέλει να μείνει συνεπής στη διακήρυξη «σεβόμαστε τους κανόνες, με τους οποίους διαφωνούμε», πρέπει να αποσαφηνίσει για ποιους κανόνες μιλάει. Κι ο κανόνας που μπορεί, ως ύστατο συμβιβασμό, να επικαλεστεί η κυβέρνηση είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας που μιλάει για έλλειμμα 3%. Η διαφορά είναι κολοσσιαία. Είναι 4,5 δισ. μέχρι τον ισοσκελισμένο Προϋπολογισμό, πάνω από 6 δισ. μέχρι το πλεόνασμα 1%, σχεδόν 12 δισ. -όσο και το χρηματοδοτικό κενό- μέχρι το εξωφρενικό μνημονιακό πλεόνασμα 4,5%. Τι μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση με αυτά τα χρήματα; Αρκετά πράγματα για να είναι στοιχειωδώς συνεπής στις υποχρεώσεις της.
Επομένως, έχει μεγάλη σημασία πού χαράσσονται οι γραμμές των συμβιβασμών. Ακόμη κι αν κανείς επιμένει ότι το GRexit είναι αδιανόητα καταστροφικό, έχει αρκετά να κερδίσει -και συμμάχους- ακυρώνοντας το τοξικό φορτίο που επωμίστηκε η Ευρωζώνη στη διάρκεια της κρίσης για να διασωθεί η χρηματοπιστωτική δικτατορία.
Γιούνκερ-Σόιμπλε ανακατασκευάζουν την ΟΝΕ
Ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, έβαλε στο τραπέζι του προχθεσινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την ιδέα της θεσμικής ολοκλήρωσης της ΟΝΕ, με τη θέσπιση αυτοτελών οργάνων, ξεχωριστού Προϋπολογισμού, ακόμη και ξεχωριστού κοινοβουλίου. Μια ανάλογη ιδέα είχε διατυπώσει, προ μηνών, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε. Η επί της ουσίας συζήτηση παραπέμφθηκε για τη Σύνοδο του Ιουνίου. Ωστόσο, και μόνο το άνοιγμα της σχετικής συζήτησης, παράλληλα με την ευρω-ελληνική διαπραγμάτευση (αλλά και τις εκλογές σε τέσσερις χώρες) ανοίγει το κεφάλαιο των κατασκευαστικών αναπηριών της ΟΝΕ.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και το Σύμφωνο για το Ευρώ+ που επινοήθηκαν στη διάρκεια της κρίσης για να καλύψουν τις αναπηρίες αυτές δεν είναι Κοινοτικό Δίκαιο, ούτε καν Δίκαιο της ΟΝΕ, αλλά διακρατικές συμφωνίες, Το Σύμφωνο Σταθερότητας αποτελεί μεν μέρος της Συνθήκης για την Ε.Ε., αλλά στην πράξη αμφισβητείται ως προς τη συμβατότητα των κανόνων του με τις συνθήκες ύφεσης και υπερχρέωσης. Έτσι, μια συζήτηση για τη θεσμική ολοκλήρωση της ΟΝΕ ακυρώνει στην πράξη τα διαθέσιμα επικουρικά «εργαλεία» και θέτει στο επίκεντρο ζήτημα αλλαγής συνθηκών και κανόνων.
Η κατεύθυνση της αλλαγής, φυσικά, μπορεί να είναι πιο ρεαλιστική ή ακόμη πιο αντιδραστική. Αλλά πριν απ’ όλα περνάει από τη γερμανική αμφιθυμία. Δεν είναι διόλου βέβαιο ότι η πολιτική και οικονομική ελίτ της Γερμανίας είναι διατεθειμένη να συναινέσει στην ομοσπονδιοποίηση της Ευρωζώνης.